Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

109 from

  • 1 ἀγρηνόν

    Grammatical information: n.
    Meaning: see below
    Origin: XX [etym. unknown]
    Etymology: ἀγρηνόν \< ἔνδυμα\> δικτυοειδες ο περιτίθενται οἱ βακχεύοντες Διονύσῳ. Έρατοσθένης δε αὐτὸ καλεῖ [ γρῆνυν] η γῆνον H.; ἀγρηνα δίκτυα καὶ ἔνδυμα H.; ἀγρηνὸν ποικίλον ἐρεοῦν δικτυοειδες καὶ ἔνδυμα δε ποιόν EM 14,2. Has the word prothesis or did it lose the initial vowel? Cf. also γρηνη ἄνθη συμμικτά H. Derivation from ἄγρα (DELG) is quite uncertain. (Nilsson Gesch. Gr. Religion 204 says that the net on the Omphalos was so called. This is ascribed to Hesychius and Pollux (4, 116), but neither author says so. It was only a guess (Pauly-Wissowa s.v.: "wohl auch".) In fact Hesychius states that it was called γάγγαμον, q.v.)
    Page in Frisk: --

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀγρηνόν

  • 2 πολύς

    πολύς, [dialect] Att. πολλή, πολύ; gen. πολλοῦ, ῆς, ou=; dat. πολλῷ, ῇ, ῷ; acc. πολύν, πολλήν, πολύ:—[dialect] Ion. [full] πολλός Anacr.43.3,
    A

    πολλή, πολλόν Xenoph.9

    , Democr.219, Hp.VM1, Herod.3.19; also in Trag., S.Ant.86, Tr. 1196; acc. πολλόν, πολλήν, πολλόν: Hdt. uses the [dialect] Ion. forms, but codd. have

    πολύν 2.121

    .δ, 3.57, v.l. in 6.125,

    πολύ 2.106

    ,3.38,6.72,7.46, 160 ( πολύ also in Heraclit.114, Democr. 244):—both sets of forms are found in [dialect] Ep., also gen. sg.

    πολέος Il.4.244

    , etc.: nom. pl.

    πολέες 2.417

    , al., once [var] contr.

    πολεῖς 11.708

    ; gen. πολέων (trisyll.) 5.691, (disyll.) 16.655; dat.

    πολέσι 10.262

    ,al.;

    πολέσσι 13.452

    , al.;

    πολέεσσι 9.73

    , Od.5.54, Hes.Op. 119, etc.; acc. πολέας (trisyll.) Il.3.126, etc., (disyll.) 1.559,2.4, Hes.Op. 580 (freq. with v.l. πολεῖς Il.15.66, etc.); in later [dialect] Ep. πολέες is used as fem., Call.Del.28, also

    πολέας Id.Dian.42

    , A.R.3.21; neut.

    πολέα Q.S.1.74

    (v. infr.):—[dialect] Ep. also have [full] πουλύς (once in Hes., Th. 190, also Thgn. 509, sts. fem. in Hom.,

    πουλὺν ἐφ' ὑγρήν Il.10.27

    ,

    ἠέρα πουλύν 5.776

    ), neut.

    πουλύ Od.19.387

    ; these forms are found in codd. of Hp. and Aret. (who uses πολύ, πουλύ and πολλόν in neut.), but not in Hdt.:— Lyr. and Trag. (lyr.) sts. use [dialect] Ep. forms, dat. sg.

    πολεῖ A.Supp. 745

    ; nom. pl.

    πολέες B.10.17

    ; neut.

    πολέα A.Ag. 723

    ;

    πολέων E.Hel. 1332

    (fem., B.5.100); dat. pl.

    πολέσι E.IT 1263

    . [ῠalways.]
    I of Number, many, Il.2.417, etc.; ἐκ πολλῶν, opp. ἐξὀλίγων, Hes.Th. 447; τριηκόντων ἐτέων πόλλ' ἀπολείπων wanting many of thirty years, Id.Op. 696;

    παρῆσάν τινες, καὶ πολλοί γε Pl.Phd. 58d

    ;

    οὐ πολλοί τινες A.Pers. 510

    : with Nouns of multitude,

    πουλὺς ὅμιλος Od.8.109

    ;

    πλῆθος πολλόν Hdt.1.141

    ;

    ἔθνος πολλόν Id.4.22

    ; later πουλὺ.. ἐπ' ἔτος many a year, AP6.235 (Thall.);

    π. ἦν ὁ καταπλέων Plb.15.26.10

    ; of anything often repeated,

    περὶ σέο λόγος ἀπῖκται π. Hdt.1.30

    ;

    πολλὸν ἦν τοῦτο τὸ ἔπος Id.2.2

    , cf. 3.137, etc.;

    πολὺ.. τὸ σὸν ὄνομα διήκει πάντας S.OC 305

    ;

    τούτῳ πολλῷ χρήσεται τῷ λόγῳ

    often,

    D.21.29

    ; τοῦτο ἐπιεικῶς πολὺ νῦν ἐστι is fairly frequent, Luc.Hist.Conscr.15.
    2 of Size, Degree, Intensity, much, mighty, ὄμβρος, νιφετός, Il.10.6;

    π. ὕπνος Od.15.394

    ;

    πῦρ.. π. 10.359

    ; π. ὑμέναιος a loud song, Il.18.493; π. ὀρυμαγδός, ῥοῖζος, etc., 2.810, Od.9.315, etc.; π. ἀνάγκη strong necessity, E.Ph. 1674; π. γέλως, βοή, much or great, S.Aj. 303, 1149; μωρία ib. 745; ὄλβος, αἰδώς, A.Pers. 251, Ag. 948;

    ἀσφάλεια Th.2.11

    ; ἀλογία, εὐήθεια, Pl.Phd. 67e, Phdr. 275c, etc.
    b rarely of a single person, great, mighty,

    μέγας καὶ πολλὸς ἐγένεο Hdt.7.14

    , cf. E.Hipp.1; ὁ π. σοφιστής, στρατηγός, Chor.p.23 B., Id.in Rev.Phil.1.68;

    ὁ πάντα π. Id.p.27

    B.; ὁ πολύς alone, of Hippocrates, Gal.19.530; of Trajan, Lyd.Mag.2.28;

    ῥώμην σώματος πολύς D.H.2.42

    .
    c joined with a Verb, Κύπρις γὰρ οὐ φορητός, ἢν πολλὴ ῥυῇ if she flow with full stream, metaph. from a river, E.Hipp. 443;

    θρασυνομένῳ καὶ πολλῷ ῥέοντι D. 18.136

    ; from the wind, ὡς π. ἔπνει καὶ λαμπρός was blowing strong and fresh, Id.25.57, cf. Ar.Eq. 760, AP11.49 (Even.): generally, with might or force,

    ὅταν ὁ θεὸς.. ἔλθῃ πολύς E.Ba. 300

    ;

    ἢν π. παρῇ Id.Or. 1200

    ;

    π. καὶ τολμηρὸς ἅνθρωπος D.40.53

    : with part. and εἰμί, πολλὸς ἦν λισσόμενος was all entreaties, Hdt.9.91;

    ἦν πολλὸς ὑπὸ παντὸς ἀνδρὸς αἰνεόμενος Id.1.98

    ;

    Ἐτεοκλέης ἂν εἷς π... ὑμνοῖθ' A.Th.6

    ;

    π. ἐνέκειτο λέγων Hdt.7.158

    ;

    π. τοῖς συμβεβηκόσιν ἔγκειται D.18.199

    ; also

    π. ἦν ἐν τοῖσι λόγοισι Hdt.8.59

    ;

    πρὸς ταῖς παρασκευαῖς Plb.5.49.7

    ;

    ἐπὶ τῇ τιμωρίᾳ D.S.14.107

    : without a Prep.,

    π. ἦν τοῖς ἐπαίνοις καὶ ἐπαχθής Aeschin.2.41

    ; π. μὲν γὰρ ὁ Φίλιππος ἔσται will be often mentioned, Id.1.166.
    3 of Value or Worth,

    πολέος δέ οἱ ἄξιος ἔσται Il.23.562

    , cf. Od.8.405;

    πολλοῦ ἄξιος X.An.4.1.28

    , etc.;

    πολλῶν ἄξιος Ar. Pax 918

    ; περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαί τι, Lat. magni facere, cf.

    περί A.

    IV; ἐπὶ πολλῷ at a high price, D.8.53;

    ἐπὶ π. ἐρραθυμηκότες Id.1.15

    ; πολύ ἐστί τι it is worth much, of great conscquence, X.Oec.18.7.
    4 of Space, large, wide, π. χώρη, πεδίον, Il.23.520,4.244, etc.; πόντος, πέλαγος, Hes.Op. 635, S.Ph. 635;

    χῶρος πλατὺς καὶ π. Hdt.4.39

    ; λίμνη μεγάλη τε καὶ π. ib. 109;

    π. ἡ Σικελία Th. 7.13

    ;

    π. ἡ Ἑλλάς Pl.Phd. 78a

    , etc.; πολλὸς ἔκειτο he lay outstretched wide, Il.7.156, cf. 11.307; π. κέλευθος a far way, A.Pers. 748 (troch.): without

    ὁδός, πολλὴ μὲν εἰς Ἡράκλειαν.., πολλὴ δὲ εἰς Χρυσόπολιν.. X.An.6.3.16

    : διὰ πολλοῦ, ἐκ πολλοῦ, v. infr. IV.
    5 of Time, long,

    χρόνος S.Aj. 1402

    (anap.), etc.;

    πολὺν χρόνον Il.2.343

    , etc.;

    οὐ π. χρ. S.Ph. 348

    , etc.; so

    πολλοῦ χρόνου Ar.Pl.98

    ;

    χρόνῳ πολλῷ S.Tr. 228

    ; διὰ πολλοῦ (sc. χρόνου) Luc.Nec.15;

    ἐκ πολλοῦ Th.1.58

    , D. 21.41; πρὸ πολλοῦ long before, D.S.14.43;

    οὐ μετὰ πολύ Luc.Tox.54

    ; ἔτι πολλῆς νυκτός while still quite night, Th.8.101; πολλῆς ὥρας late in the day, Plb.5.8.3;

    ἤδη ὥρα πολλή Ev.Marc.6.35

    ;

    ἔτι ἔστιν ἡμέρα πολλή LXX Ge.29.7

    .
    II Special usages:
    1 c. partit.gen., e.g. πολλοὶ Τρώων, for πολλοὶ Τρῶες, Il.18.271, etc.; neut., πολλὸν σαρκός, for πολλὴ σάρξ, Od.19.450: in Prose, the Adj. generally takes the gender of the gen.,

    τὸν πολλὸν τοῦ χρόνου Hdt.1.24

    ; τῆς γῆς οὐ πολλήν Th.6.7;

    τῆς ἀθάρης πολλήν Ar.Pl. 694

    ;

    πολλὴν τῆς χώρας X.Cyr. 3.2.2

    ;

    ὁ π. τοῦ λόγου D.44.6

    ; v. infr. 3.
    2 joined with another Adj.,

    πολλὰ δυστερπῆ κακά A.Ch. 277

    , cf. 585 (lyr.), etc.: more freq. joined to another Adj. by καί, πολέες τε καὶ ἐσθλοί many men and good, Il.6.452, etc.;

    πολέες τε καὶ ἄλκιμοι 21.586

    ;

    πολλὰ καὶ ἐσθλά Od.2.312

    ; παλαιά τε πολλά τε ib. 188;

    ἄκοσμά τε π. τε Il.2.213

    ;

    πολλαί γε.. καὶ ἄλλαι Hes.Th. 363

    ;

    π. τε καὶ κακά Hdt.4.167

    , etc.;

    π. κἀγαθά Ar.Th. 351

    (but

    π. ἀγαθά IG12.76.45

    );

    π. καὶ ἀνόσια Pl.R. 416e

    ;

    π. καὶ μακάρια Id.Plt. 269d

    ;

    π. καὶ πονηρά X.Mem.2.9.6

    ;

    πολλά τε καὶ δεινά Id.An.5.5.8

    ;

    μεγάλα καὶ π. D.36.22

    ; π. καὶ καλοὺς (s.v.l.) κινδύνους, π. καὶ καλὰ παραδείγματα, Din.1.109.
    3 with the Art. (in Hom. without the Art., Il.2.483, 5.334, 22.28), of persons or things well known, Ἑλένα μία τὰς πολλάς, τὰς πάνυ π. ψυχὰς ὀλέσασ' those many lives, A.Ag. 1456 (lyr.), cf. S.OT 845, Th.3.87, Pl.Phd. 88a, Ti. 54a, Act.Ap.26.24: with abstract Nouns,

    τᾶς πολλᾶς ὑγιείας A. Ag. 1001

    (lyr., dub.);

    τὸ πολλόν

    numbers,

    Hdt.1.136

    .
    b οἱ π. the many, i.e. the greater number,

    Ἀθηναῖοι.. ἀπῆλθον οἱ πολλοί Th. 1.126

    , cf. 3.32, etc. (so in sg., ὁ πολλὸς λόγος the prevailing report, Hdt.1.75);

    τοῖς π. κριταῖς S.Aj. 1243

    : with gen., τοῖς π. βροτῶν ib. 682;

    οἱ π. τῶν ἀνθρώπων X.Cyr.8.2.24

    ;

    οἱ πολλοὶ ἅπαντες

    far the most,

    Hp.

    Aër.20 (v.l. μάλιστα for ἅπαντες); for τὰ πολλὰ πάντα, v. infr. 111.1a: hence οἱ πολλοί the people, the commonalty, opp. οἱ μείζω κεκτημένοι, Th.1.6; opp. οἱ κομψότεροι, Pl.R. 505b; οἱ π., = Lat. plebs, D.S.20.36; τῶν πολλῶν εἷς one of the multitude, D.21.96; also

    ὁ π. λεώς Luc.JTr.53

    , cf. Rh.Pr.17;

    ὁ π. ὅμιλος Id.Luct.2

    . Hdn.1.1.1, etc.;

    ὁ π. δῆμος Luc.Apol.15

    ;

    ὁ π. ὄχλος Ph. 2.4

    ; ὁ π. alone, = vulgus, v.l. in D.S.2.29; the ordinary man, Epicur.Fr. 478, Phld.Rh.2.154S.;

    νίμμα ὁ π. λέγει, ἡμεῖς ἀπόνιπτρον λέγομεν Phryn.170

    , cf.369; ὁ ἐμπαθὴς καὶ π. ἄνθρωπος 'l'homme moyen sensuel', Herm.in Phdr.p.146A.; ὁ π. ἄνθρωπος (with pl. Verb) the average man, opp. τὸ ἐξαίρετον, Eun.Hist.p.216 D.
    c τὸ πολύ, c. gen.,

    τῆς στρατιῆς τὸ πολλόν Hdt.8.100

    ;

    τὸ π. τοῦ χρόνου Hp.

    Aër. 20;

    τῶν λογάδων τὸ π. Th.5.73

    ;

    τῶν ὅπλων τὸ π. Pl.Plt. 288b

    ; also

    ὁ στρατὸς ὁ πολλός Hdt.1.102

    ;

    ἡ δύναμις ἡ π. Th.1.24

    ; ὁ π. βίοτος the best part of life, S.El. 185 (lyr.).
    d

    τὰ πολλά

    the most,

    Od.22.273

    , and perh. 2.58, 17.537 (elsewh. in Hom. πολλά, as Subst., means much riches, great possessions, Il.11.684, Od.19.195);

    τὰ π. τοῦ πολέμου Th.2.13

    ; πρὸς τὸ τῶν π. μέγεθος in regard to the size of the average, Arist.Rh. 1363b11.
    4 pl. πολλά very much, too much, πολλὰ πράσσειν, = πολυπραγμονεῖν, E.Supp. 576, Ar.Ra. 228;

    π. ἔπαθεν Pi.O.13.63

    , etc.; π. ἔρξαι τινά to do one much harm, A. Th. 923 (lyr.).
    6 πολύς repeated,

    ἦ πολλὰ πολλοῖς εἰμι διάφορος βροτῶν E.Med. 579

    , cf. A.Supp. 451;

    τὰ μὲν οὖν πολλὰ πολλοῦ χρόνου διηγήσασθαι Pl.R. 615a

    , etc.; πολλοῦ πολύς, v. infr. 111.1b: with Advbs. πολλάκις, πολλαχῇ, etc. (qq. v., cf. 111.1 e).
    III Adverbial usages:
    a neut. πολύ ([dialect] Ion. πολλόν) , πολλά, much,

    πόλλ' ἀεκαζομένη Il.6.458

    , etc.; strengthd.,

    μάλα πολλά 8.22

    , al.;

    πάνυ πολύ Pl.Alc.1.119c

    ;

    πολύ τι Id.R. 484d

    ; esp. of repetition, often, Il.2.798, Od.13.29, Hes.Op. 322; so of earnest commands and entreaties, πολλὰ κελεύων, πόλλ' ἐπέτελλον, πολλὰ λισσομένη, πολλὰ μάλ' εὐχομένω, Il.5.528, 11.782, 5.358, 9.183: with the Art.,

    τὸ πολύ

    for the most part,

    Pl.Prt. 315a

    , etc. (but with numerals, at most, Vett. Val.9.5);

    ὡς τὸ π. X.Mem.1.1.10

    , etc.;

    τὰ πολλά Th.1.13

    , 2.11,87, etc.;

    ὡς τὰ π. Id.5.65

    , etc.;

    τὰ π. πάντα Hdt.1.203

    , 2.35, 5.67.
    b of Degree, far, very much,

    ἀπέφυγε πολλὸν τοὺς διώκοντας Id.6.82

    : also abs. gen. πολλοῦ very,

    θρασὺς εἶ πολλοῦ Ar.Nu. 915

    , cf. Eup.74;

    πολλοῦ δύνασθαι Alciphr.1.9

    (s.v.l.); πολλοῦ πολύς, πολλὴ πολλοῦ, much too much, Ar.Eq. 822,Ra. 1046.
    c of Space, a great way, far,

    οὐ πολλόν Hdt.1.104

    ;

    πολὺ οὐκ ἐξῄεσαν Th.1.15

    , etc.
    d of Time, long,

    ὡς πολλὸν τοῦτο ἐγίνετο Hdt.4.126

    , cf. 6.129.
    e of Probability, ἐὰν πολλὰ πολλῶν τέκῃς, perh. = ἐὰν πολλάκις τέκῃς,POxy. 744.9 (i B.C./i A.D.);

    ἐάν τι πολλὰ πολλάκις πάθω Ar.Ec. 1105

    .
    2 πολύ is freq. joined with Adjs. and Advbs.,
    a with a [comp] Comp. to increase its comp. force, πολὺ μεῖζον, πολλὸν παυρότεροι, Il.1.167, Od.14.17; πολὺ μᾶλλον much more, Il.9.700; πολύ τι μᾶλλον f.l. in D.H. Comp.4 (p.22 U.-R.): with words, esp. Preps., between πολύ and its Adj., π. ἐν πλέονι, π. ἐπὶ δεινοτέρῳ, Th.1.35, Pl.R. 589e;

    πολὺ ἔτι ἐκ λαμπροτέρων Id.Phd. 110c

    ;

    π. σὺν φρονήματι μείζονι X.An.3.1.22

    , cf.3.2.30, Smp.1.4 (but the Prep. freq. comes first,

    ἐκ π. ἐλάττονος And.1.109

    , etc.); so πολλῷ is freq. used with the [comp] Comp., by far, A.Pr. 337, Hdt. 1.134, etc.;

    π. μᾶλλον S.OT 1159

    , Pl.Phd. 80e; οὐ πολλῷ τεῳ ἀσθενέστερον not a great deal weaker, Hdt.1.181, cf. 2.48,67, etc.: πολύ with all words implying comparison, πολὺ πρίν much sooner, Il.9.250;

    π. πρό 4.373

    : with the comp. Verb

    φθάνω, ἦ κε πολὺ φθαίη 13.815

    ; so πολὺ προβέβηκας ἁπάντων, πολὺ προμάχεσθαι ἁπάντων, 6.125, 11.217;

    προὔλαβε πολλῷ Th.7.80

    : with βούλομαι, = prefer,

    ἡμῖν πολὺ βούλεται ἢ Δαναοῖσι νίκην Il.17.331

    , cf. Od.17.404; πολύ γε in answers, after a [comp] Comp. or [comp] Sup., ἀργὸς.. γενήσεται μᾶλλον; Answ.

    πολύ γε Pl.R. 421d

    , cf. 387e, etc.
    b with a [comp] Sup., πολὺ πρώτιστος, πολλὸν ἄριστος, far the first, etc., Il.2.702, 1.91, etc.;

    προθυμία π. τολμηροτάτη Th.1.74

    , etc.;

    πολλόν τι μάλιστα Hdt.1.56

    ;

    π. δή, π. δὴ γυναῖκ' ἀρίσταν E.Alc. 442

    (lyr.), cf. Ar.Av. 539, Archestr.Fr.34.9; also

    πολλῷ πλεῖστοι Hdt.5.92

    .έ, 8.42;

    π. μεγίστους Id.4.82

    .
    c with a Positive, to add force to the Adj.,

    ὦ πολλὰ μὲν τάλαινα, πολλὰ δ' αὖ σοφή A.Ag. 1295

    ; also

    ἐς πόλλ' ἀθλία πέφυκ' ἐγώ E.Ph. 619

    (troch.);

    πολὺ ἀφόρητος Luc.DMeretr. 9.3

    ; cf. πλεῖστος.
    IV with Preps.,
    1 διὰ πολλοῦ at a great interval of Space or Time, v. διά A.1.5, 11.2.
    2 εἰς πολύ for a long time, Plot.2.1.3.
    3 ἐκ πολλοῦ from a great distance, Th.4.32, etc.; for a long time, v. ἐκ 11.1.
    4 ἐπὶ πολύ,
    a over a great space, far,

    οὐκ ἐπὶ πολλόν Hdt.2.32

    ; ἐπὶ π. τῆς θαλάσσης, τῆς χώρας, Th.1.50,4.3, etc.; to a great extent, Id.1.6,18,3.83; cf.

    ποιέω B.11.2

    .
    b for a long time, long, Id.5.16;

    τῆς ἡμέρας ἐπὶ π. Id.7.38

    , cf. 39.
    c

    ὡς ἐπὶ π.

    very generally,

    Id.1.12

    (v.l.), Archyt. ap. Stob.3.1.195;

    ὡς ἐπὶ τὸ π.

    for the most part,

    Th.2.13

    , Pl.Plt. 294e, etc.;

    μὴ καθ' ἓν ἕκαστον, ἀλλ' ὡς ἐπὶ τὸ π. Isoc.4.154

    ;

    τό γ' ὡς ἐπὶ τὸ π. Id.8.35

    .
    5 παρὰ πολύ by far, v. παρά C.111.5.
    6 περὶ πολλοῦ, v. supr. 1.3.
    7 πρὸ πολλοῦ far before,

    τῆς πόλεως D.H.9.35

    ; also of Time, οὐ πρὸ π. not long before, Id.5.62.
    8 σὺν πολλῷ in no small degree, only too much or too well, Hld.2.8,9.20, 10.9 (cf. CR41.53).
    V for [comp] Comp. πλείων, πλέων, [comp] Sup. πλεῖστος, v. sub vocc. (Cf. Skt. purú-, Goth. filu 'much'.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύς

  • 3 φύω

    φύω, Il.6.148, etc.; [dialect] Aeol. [full] φυίω fort. leg. in Alc.97: [tense] impf. ἔφυον, [dialect] Ep.[ per.] 3sg.
    A

    φύεν Il.14.347

    : [tense] fut. φύσω [ῡ] 1.235, S.OT 438: [tense] aor.

    ἔφῡσα Od.10.393

    , etc.:—[voice] Pass. and [voice] Med., 9.109, Pi.O.4.28, etc.: [tense] fut.

    φύσομαι A.Pr. 871

    , Hp.Mochl.42, Pl.Lg. 831a, etc.: similar in sense are the intr. tenses, [tense] pf.

    πέφῡκα Od.7.114

    , etc., [dialect] Ep.[ per.] 3pl.

    πεφύᾱσι Il.4.484

    , Od.7.128; [ per.] 3sg. subj. πεφύῃ ([etym.] ἐμ-) Thgn.396; [dialect] Ep. part. fem. πεφυυῖα ([etym.] ἐμ-) Il.1.513, acc. pl.

    πεφυῶτας Od.5.477

    ; [dialect] Dor. inf.

    πεφύκειν Epich.173.3

    : [tense] plpf.

    ἐπεφύκειν X.Cyr.5.1.9

    , Pl.Ti. 69e; [dialect] Ep.

    πεφύκειν Il.4.109

    ; [dialect] Ep. [ per.] 3pl.

    ἐπέφῡκον Hes.Th. 152

    , Op. 149: [tense] aor. 2 ἔφῡν (as if from φῦμι) Od.10.397, etc.: [dialect] Ep. [ per.] 3sg.

    φῦ Il.6.253

    , etc., [ per.] 3pl. ἔφυν (for ἔφῡσαν, which is also [ per.] 3pl. of [tense] aor. 1) Od.5.481, etc.; subj. φύω or

    φυῶ E.Fr.377.2

    , Pl.R. 415c, 597c, Hp.Carn.12; [ per.] 3sg. opt.

    φύη Theoc.15.94

    , ([etym.] συμ-) Sor.2.89; inf. φῦναι, [dialect] Ep.

    φύμεναι Theoc. 25.39

    ,

    φῦν Parm.8.10

    ; part.

    φύς Od.18.410

    , etc., [dialect] Boeot. fem.

    φοῦσα Corinn.21

    : ἔφυσεν, = ἔφυ, dub. in IG14.2126.5 ([place name] Rome); conversely ἔφυ, = ἔφυσεν, ib.3.1350, Sammelb. 5883 ([place name] Cyrene): later, [tense] fut.

    φυήσω LXXIs.37.31

    , [voice] Pass.

    φυήσομαι Gp.2.37.1

    , Them.Or.21.248c (in Luc. JTr.19 ἀναφύσεσθαι is restored): [tense] aor. 2 [voice] Pass.

    ἐφύην J.AJ18.1.1

    , prob. in BSA28.124 ([place name] Didyma), ([etym.] ἀν-) Thphr.HP4.16.2; inf.

    φυῆναι Dsc.2.6

    , ([etym.] ἀνα-) D.S.1.7; part.

    φῠείς Hp.Nat.Puer.22

    , Trag.Adesp. 529, PTeb.787.30 (ii B. C.), Ev.Luc.8.6: [tense] aor. 1 [voice] Pass.

    συμ-φυθείς Gal. 7.725

    . [Generally [pron. full] before a vowel, [dialect] Ep., Trag. (A.Th. 535, S.Fr. 910.2), etc., [pron. full] before a consonant; but

    φῡει Trag.Adesp.454.2

    ,

    φῡεται S.Fr.88.4

    , Trag.Adesp. 543 ( = Men.565);

    φῡομεν Ar.Av. 106

    ; ἐφῡετο prob. in Ar.Fr. 680, cf. Nic.Al.14, D.P.941, 1013; even in thesi,

    προσφῡονται Nic.Al. 506

    ,

    φῡουσιν D.P.1031

    ; also in compds.]
    A trans., in [tense] pres., [tense] fut., and [tense] aor. 1 [voice] Act.:—bring forth, produce, put forth,

    φύλλα.. ὕλη τηλεθόωσα φύει Il.6.148

    ;

    τοῖσι δ' ὑπὸ χθὼν δῖα φύεν νεοθηλέα ποίην 14.347

    , cf. 1.235, Od.7.119, etc.;

    ἄμπελον φύει βροτοῖς E.Ba. 651

    ; so τρίχες.., ἃς πρὶν ἔφυσεν φάρμακον made the hair grow, Od.10.393, cf. A.Th. 535;

    φ. χεῖρε, πόδε, ὀφθαλμὰ ἀνθρώποις X.Mem.2.3.19

    ; of a country,

    καρπόν τε θωμαστὸν φύειν καὶ ἄνδρας ἀγαθούς Hdt.9.122

    ;

    ὅσα γῆ φύει Pl.R. 621a

    , cf. Anaxag.4.
    2 beget, engender, E.Ph. 869, etc.;

    Ἄτλας.. θεῶν μιᾶς ἔφυσε Μαῖαν E. Ion3

    , cf. Trag.Adesp.454.2; so of God creating man, Antipho 4.1.2, cf. Plu.2.1065c; ὁ φύσας the begetter, father (opp. ὁ φύς the son, v. infr. B.1.2), S.OT 1019, Ar.V. 1472 (lyr.);

    ὁ φ. πατήρ E.Hel.87

    ;

    ὁ φ. χἠ τεκοῦσα Id.Alc. 290

    ;

    τὴν τεκοῦσαν ἢ τὸν φύσαντα Lys.10.8

    ; of both parents,

    γονεῦσι οἵ σ' ἔφυσαν S.OT 436

    ;

    οἱ φύσαντες E.Ph.34

    , cf. Fr. 403.2;

    φ. τε καὶ γεννᾶν Pl.Plt. 274a

    ;

    ὦ γάμοι γάμοι, ἐφύσαθ' ἡμᾶς S.OT 1404

    ; ἥδ' ἡμέρα φύσει σε will bring to light thy birth, ib. 438;

    χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται Id.Aj. 647

    .
    3 of individuals in reference to the growth of parts of themselves, φ. πώγωνα, γλῶσσαν, κέρεα, grow or get a beard, etc., Hdt.8.104, 2.68, 4.29;

    φ. πτερά Ar. Av. 106

    , Pl.Phdr. 251c;

    σάρκα Id.Ti. 74e

    ; φ. τρίχας, πόδας καὶ πτερά, etc., Arist.HA 518a33, 554a29, etc.: for the joke in φύειν φράτερας, v. φράτηρ.
    4 metaph., φρένας φῦσαι get understanding, S.OC 804, El. 1463 (but also

    θεοὶ φύουσιν ἀνθρώποις φρένας Id.Ant. 683

    ): prov., ἁλιεὺς πληγεὶς νοῦν φύσει 'once bit, twice shy', Sch.Pl.Smp. 222b;

    γέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ' ἡβῶσαν φύει A.Th. 622

    ; δόξαν φῦσαι get glory or to form a high opinion of oneself, Hdt.5.91;

    θεὸς.. αἰτίαν φύει βροτοῖς A.Niob.

    in PSI11.1208.15;

    αὑτῷ πόνους φῦσαι S. Ant. 647

    .
    II in [tense] pres. seemingly intr., put forth shoots,

    εἰς ἔτος ἄλλο φύοντι Mosch.3.101

    ;

    δρύες.. φύοντι Theoc.7.75

    , cf. 4.24: so ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ' ἀπολήγει one generation is putting forth scions, the other is ceasing to do so, Il.6.149; ἐν στήθεσι φύει (fort. φυίει) grows up, appears, Alc.97;

    ῥίζα ἄνω φύουσα ἐν χολῇ LXXDe. 29.18

    .
    B [voice] Pass., with intr. tenses of [voice] Act., [tense] aor. 2, [tense] pf. and [tense] plpf., grow, wax, spring up or forth, esp. of the vegetable world,

    θάμνος ἔφυ ἐλαίης Od.23.190

    , cf. 5.481;

    πρασιαὶ παντοῖαι πεφύασιν 7.128

    ;

    τά γ' ἄσπαρτα φύονται 9.109

    , cf. Il.4.483, 14.288, 21.352;

    φύεται αὐτόματα ῥόδα Hdt.8.138

    , cf. 1.193;

    ὑπὸ φηγῷ πεφυκυίῃ

    growing there,

    Id.2.56

    ; πεφυκότα δένδρα trees growing there, X.Cyr.4.3.5;

    τὰ φυόμενα καὶ τὰ γιγνόμενα Pl.Cra. 410d

    , cf. Phd. 110d, Plt. 272a; τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκει from his head grew horns sixteen palms long, Il.4.109, cf. Hdt.1.108, 3.133;

    φύονται πολιαί Pi.O.4.28

    ; κεφαλαὶ πεφυκυῖαι θριξί grown with hair, D.S.2.50 (s. v.l.);

    πέφυκε λίθος ἐν αὐτῇ

    is produced,

    X.Vect.1.4

    : metaph., νόσημα ἐν ὀλιγαρχίᾳ φυόμενον, φυομένη πόλις, Pl.R. 564b, Lg. 757d; ὁ σπέρμα παρασχών, οὗτος τῶν φύντων αἴτιος [κακῶν] of the things produced, D.18.159; also κατὰ πάντων ἐφύετο waxed great by or upon their depression, ib. 19. —In this sense [tense] aor. 2 is rare (v. supr.), exc. in phrases such as ἔν τ' ἄρα οἱ φῦ χειρί (v. ἐμφύω), Od.2.302.
    2 of persons, to be begotten or born, most freq. in [tense] aor. 2 and [tense] pf.,

    ὁ λωφήσων οὐ πέφυκέ πω A.Pr. 27

    ;

    τίς ἂν εὔξαιτο βροτὸς ὢν ἀσινεῖ δαίμονι φῦναι; Id.Ag. 1342

    (anap.); μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον not to be born is best, S.OC 1224 (lyr.); γονῇ πεφυκὼς.. γεραιτέρᾳ ib. 1294;

    οὐχ ὑπὸ θυσιῶν οὐδ' ὑπὸ εὐχῶν φύς Pl.R. 461a

    ; φύς τε καὶ τραφείς ib. 396c;

    μήπω φῦναι μηδὲ γενέσθαι X.Cyr.5.1.7

    , cf. Pl.Smp. 197a: construed with gen., πεφμκέναι or φῦναί τινος to be born or descended from any one,

    τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμεν A.Th. 1036

    , cf. S.OC 1379, etc.;

    θνατᾶς ἀπὸ ματρὸς ἔφυ Pi.Fr.61

    , cf. S.OT 1359 (lyr.), Ant. 562;

    ἀπ' εὐγενοῦς ῥίζης E.IT 610

    ;

    ἀπὸ δρυός Pl.Ap. 34d

    , etc.;

    φ. ἔκ τινος S.OT 458

    , E.Heracl. 325, Pl.R. 415c, etc.;

    ἐκ χώρας τινός Isoc.4.24

    , etc.; οἱ μετ' ἐκείνου φύντες, opp. οἱ ἐξ ἐκείνου γεγονότες, Is.8.30;

    ἐκ θεῶν γεγονότι.. διὰ βασιλέων πεφυκότι X.Cyr.7.2.24

    .
    II in [tense] pres., become, οὐδεὶς ἐχθρὸς οὔτε φύεται πρὸς χρήμαθ' οἵ τε φύντες .. S.Fr. 88.4;

    πιστοὺς φύσει φύεσθαι X.Cyr.8.7.13

    ; the [tense] pf. and [tense] aor. 2 take a [tense] pres. sense, to be so and so by nature, κακός, σοφός πέφυκα ([etym.] - κώς), etc., S.Ph. 558, 1244, etc.;

    δρᾶν ἔφυν ἀμήχανος Id.Ant.79

    ; φύντ' ἀρετᾷ born for virtue, i.e. brave and good by nature, Pi.O.10(11).20; so of things,

    τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ A.Ag. 1331

    (anap.), cf. Pl.Grg. 479d, etc.;

    εὐχροώτεροι ὁρῷντο ἢ πεφύκασιν X.Cyr.8.1.41

    , cf. Oec.10.2; [

    τὸ πῦρ] πέφυκε τοιοῦτον Id.Cyr.5.1.10

    ;

    τἄλλα ἕκαστος ἡμῶν, ὅπως ἔτυχε, πέφυκεν D.37.56

    : with Advs., ἱκανῶς πεφυκότες of good natural ability, Antipho 2.1.1;

    δυσκόλως πεφ. Isoc.9.6

    ;

    οὕτως πεφ. X.HG7.1.7

    ; also

    οἱ καλῶς πεφυκότες S.El. 989

    , cf. Lys.2.20;

    οἱ βέλτιστα φύντες Pl.R. 431c

    : then, simply, to be so and so,

    φῦναι Ζηνὶ πιστὸν ἄγγελον A.Pr. 969

    ;

    θεοῦ μήτηρ ἔφυς Id.Pers. 157

    (troch.);

    γυναῖκε.. ἔφυμεν S.Ant.62

    ; Ἅιδης ὁ παύσων ἔφυ ib. 575;

    ἁπλοῦς ὁ μῦθος τῆς ἀληθείας ἔφυ E.Ph. 469

    : c. part.,

    νικᾶν.. χρῄζων ἔφυν S.Ph. 1052

    ;

    πρέπων ἔφυς.. φωνεῖν Id.OT9

    , cf. 587;

    τοῦτο ἴδιον ἔφυμεν ἔχοντες Isoc.4.48

    , cf. 11.41, X.Smp.4.54.
    2 c. inf., to be formed or disposed by nature to do so and so,

    τὰ δεύτερα πέφυκε κρατεῖν Pi.Fr. 279

    ;

    πολλῷ γ' ἀμείνων τοὺς πέλας φρενοῦν ἔφυς ἢ σαυτόν A.Pr. 337

    ;

    ἔφυν γὰρ οὐδὲν ἐκ τέχνης πράσσειν κακῆς S.Ph.88

    , cf. Ant. 688;

    φύσει μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν Id.Ph.79

    ;

    πεφύκασι δ' ἅπαντες.. ἁμαρτάνειν Th.3.45

    , cf. 2.64, 3.39, 4.61, etc.;

    πέφυκε.. τρυφὴ.. ἦθος διαφθείρειν Jul.Or.1.15c

    .
    3 with Preps., γυνὴ.. ἐπὶ δακρύοις ἔφυ is by nature prone to tears, E.Med. 928; ἔρως γὰρ ἀργόν, κἀπὶ τοῖς ἀργοῖς ἔφυ is inclined to idleness, Id.Fr. 322; also

    ἐπί τι Pl.R. 507e

    ;

    εἴς τι Aeschin.3.132

    ; most freq.

    πρός τι, οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸ ἀληθὲς πεφύκασι Arist.Rh. 1355a16

    ;

    εὖ πρὸς ἀρετὴν πεφυκότες X. Mem.4.1.2

    ;

    πρὸς πόλεμον μᾶλλον.. ἢ πρὸς εἰρήνην Pl.R. 547e

    ;

    κάλλιστα φ. πρός τι X.HG7.1.3

    , etc.; also

    πρός τινι Id.Ath.2.19

    (s. v.l., cf. Plb.9.29.10); also

    εὖ πεφ. κατά τι D.37.55

    .
    5 impers., it is natural, it happens naturally, c. inf., D.14.30, Arist.Pol. 1261b7, Po. 1450a1.
    6 abs., ὡς πέφυκε as is natural, X.Cyn.6.15, al.;

    ᾗ πέφυκεν Pl.Ti. 81e

    ; also expressed personally,

    τοῖς ἁπλῶς, ὡς πεφυκασι, βαδίζουσι D.45.68

    : also freq. in part., τὰ φύσει πεφυκότα the order of nature, Lys.2.29; φύντα, opp. ὁμολογηθέντα, Antipho Soph. 44A i 32 (Vorsokr.5); ἄνθρωπος πεφυκώς man as he is, X.Cyr.1.1.3. (Cf. Skt. bhū- 'to be, become', Lith. búti 'to be', Lat. fui, Eng. be, etc.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φύω

  • 4 ἐκ

    ἐκ, before vowels ἐξ, prep. w. gen. (Hom.+; s. lit. s.v. ἀνά and εἰς beg.)
    marker denoting separation, from, out of, away from
    w. the place or thing fr. which separation takes place. Hence esp. w. verbs of motion ἀναβαίνω, ἀναλύω, ἀνίστημι, ἐγείρομαι, εἰσέρχομαι, ἐκβάλλω, ἐκπορεύομαι, ἐξέρχομαι, ἔρχομαι, ἥκω, καταβαίνω, μεταβαίνω, ῥύομαι, συνάγω, φεύγω; s. these entries. καλεῖν ἐξ Αἰγύπτου Mt 2:15 (Hos 11:1); ἐκ σκότους 1 Pt 2:9. αἴρειν ἐκ τ. κόσμου J 17:15. ἐξαλείφειν ἐκ τῆς βίβλου Rv 3:5 (Ex 32:32f; Ps 68:29). ἀποκυλίειν τ. λίθον ἐκ τ. θύρας Mk 16:3; cp. J 20:1; Rv 6:14; σῴζειν ἐκ γῆς Αἰγ. Jd 5; διασῴζειν ἐκ τ. θαλάσσης Ac 28:4. παραγίνεσθαι ἐξ ὁδοῦ arrive on a journey (lit. from, i.e. interrupting a journey) Lk 11:6; fig. ἐπιστρέφειν ἐξ ὁδοῦ bring back fr. the way Js 5:20; cp. 2 Pt 2:21. ἐκ τῆς χειρός τινος (Hebraistically מִיַּד פּ׳, oft. LXX; s. B-D-F §217, 2; Rob. 649) from someone’s power ἐξέρχεσθαι J 10:39; ἁρπάζειν 10:28f (cp. Plut., Ages. 615 [34, 6] ἐκ τῶν χειρῶν τῶν Ἐπαμινώνδου τ. πόλιν ἐξαρπάσας; JosAs 12:8 ἅρπασόν με ἐκ χειρὸς τοῦ ἐχθροῦ); ἐξαιρεῖσθαι Ac 12:11 (cp. Aeschin. 3, 256 ἐκ τ. χειρῶν ἐξελέσθαι τῶν Φιλίππου; Sir 4:9; Bar 4:18, 21 al.); ῥύεσθαι Lk 1:74; cp. vs. 71 (Ps 105:10; Wsd 2:18; JosAs 12:10); εἰρυσταί σε κύριος ἐκ χειρὸς ἀνόμου AcPlCor 1:8 (cp. ἐκ τούτων ἄπαντων PsSol 13:4).—After πίνειν, of the object fr. which one drinks (X., Cyr. 5, 3, 3): ἐκ τ. ποτηρίου Mt 26:27; Mk 14:23; 1 Cor 11:28; cp. 10:4; J 4:12. Sim. φαγεῖν ἐκ τ. θυσιαστηρίου Hb 13:10.
    w. a group or company fr. which separation or dissociation takes place (Hyperid. 6, 17 and Lucian, Cyn. 13 ἐξ ἀνθρώπων) ἐξολεθρεύειν ἐκ τοῦ λαοῦ Ac 3:23 (Ex 30:33; Lev 23:29). συμβιβάζειν ἐκ τ. ὄχλου 19:33; ἐκλέγειν ἐκ τ. κόσμου J 15:19; cp. Mt 13:41, 47; Ac 1:24; 15:22; Ro 9:24. For ἐκ freq. ἐκ μέσου Mt 13:49; Ac 17:33; 23:10; 1 Cor 5:2; 2 Cor 6:17 (cp. Ex 31:14).—ἀνιστάναι τινὰ ἔκ τινων Ac 3:22 (Dt 18:15); ἐκ νεκρῶν 17:31. ἐγείρειν τινὰ ἐκ νεκρῶν J 12:1, 9, 17; Ac 3:15; 4:10; 13:30; Hb 11:19; AcPlCor 2:6; ἀνίστασθαι ἐκ νεκρῶν Ac 10:41; 17:3; ἀνάστασις ἐκ νεκρ. Lk 20:35; 1 Pt 1:3; cp. Ro 10:7. Also s. ἠρεμέω.
    of situations and circumstances out of which someone is brought, from: ἐξαγοράζειν ἔκ τινος redeem fr. someth. Gal 3:13; also λυτροῦν (cp. Sir 51:2) 1 Pt 1:18; σῴζειν ἔκ τινος save fr. someth. J 12:27; Hb 5:7; Js 5:20 (Od. 4, 753; MLetronne, Recueil des Inscr. 1842/8, 190; 198 σωθεὶς ἐκ; SIG 1130, 1f; UPZ 60:6f [s. διασῴζω]; PVat A, 7 [168 B.C.]=Witkowski 36, 7 διασεσῶσθαι ἐκ μεγάλων κινδύνων; Sir 51:11; EpJer 49; JosAs 4:8 ἐκ τοῦ … λιμοῦ); ἐξαιρεῖσθαι Ac 7:10 (cp. Wsd 10:1; Sir 29:12). τηρεῖν ἔκ τινος keep from someth. Rv 3:10; μεταβαίνειν ἔκ τινος εἴς τι J 5:24; 1J 3:14; μετανοεῖν ἔκ τινος repent and turn away fr. someth. Rv 2:21f; 9:20f; 16:11. ἀναπαύεσθαι ἐκ τ. κόπων rest fr. one’s labors 14:13. ἐγείρεσθαι ἐξ ὕπνου wake fr. sleep (Epict. 2, 20, 15; Sir 22:9; cp. ParJer 5:2 οὐκ ἐξυπνίσθη ἐκ τοῦ ὕπνου αὐτοῦ) Ro 13:11. ζωὴ ἐκ νεκρῶν 11:15. ζῶντες ἐκ νεκρῶν people who have risen fr. death to life 6:13 (cp. Soph., Oed. R. 454; X., An. 7, 7, 28; Demosth. 18, 131 ἐλεύθερος ἐκ δούλου καὶ πλούσιος ἐκ πτωχοῦ γεγονώς; Palaeph. 3, 2). S. ἀνάστασις 2b.
    of pers. and things with whom a connection is severed or is to remain severed: τηρεῖν αὐτοὺς ἐκ τοῦ πονηροῦ keep them fr. the evil one J 17:15; cp. Ac 15:29. Pregnant constr.: ἀνανήφειν ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου παγίδος 2 Ti 2:26. νικᾶν ἔκ τινος free oneself from … by victory Rv 15:2 (for possible Latinism s. reff. to Livy and Velleius Paterculus in OLD s.v. ‘victoria’; but s. also RCharles, ICC Rv II, 33). ἐλεύθερος ἐκ 1 Cor 9:19 (cp. Eur., Herc. Fur. 1010 ἐλευθεροῦντες ἐκ δρασμῶν πόδα ‘freeing our feet from flight’ [=we recovered from our flight]). καθαρός εἰμι ἐγὼ ἐξ αὐτῆς I practiced abstinence with her GJs 15:4.
    marker denoting the direction fr. which someth. comes, from καταβαίνειν ἐκ τοῦ ὄρους (Il. 13, 17; X., An. 7, 4, 12; Ex 19:14; 32:1 al.; JosAs 4:1 ἐκ τοῦ ὑπερῴου) Mt 17:9. θρὶξ ἐκ τῆς κεφαλῆς ὑμῶν οὐ μὴ ἀπόληται Lk 21:18. ἐκπίπτειν ἐκ τ. χειρῶν Ac 12:7. διδάσκειν ἐκ τοῦ πλοίου Lk 5:3. ἐκ τῆς βάτου χρηματισμοῦ διδομένου 1 Cl 17:5 (cp. Just., A I, 62:3). ἐκ τῆς πρύμνης ῥίψαντες τὰς ἀγκύρας Ac 27:29. κρέμασθαι ἔκ τινος (Hom. et al.; 1 Macc 1:61; 2 Macc 6:10; Jos., Ant. 14, 107) 28:4. ἐκ ῥιζῶν to (lit. from) its roots (Job 28:9; 31:12) Mk 11:20; B 12:9.—Since the Greek feeling concerning the relation betw. things in this case differed fr. ours, ἐκ could answer the question ‘where?’ (cp. Soph., Phil. 20; Synes., Ep. 131 p. 267a ἐκ τῆς ἑτέρας μερίδος=on the other side; BGU 975, 11; 15 [45 A.D.]; PGM 36, 239; LXX; JosAs 16:12 εἱστήκει … ἐξ εὐωνύμων; 22:7) ἐκ δεξιῶν at (on) the right (δεξιός 1b) Mt 20:21, 23; 22:44 (Ps 109:1); 25:33; Lk 1:11; Ac 2:25 (Ps 15:8), 34 (Ps 109:1); 7:55f; B 11:10. ἐξ ἐναντίας opposite Mk 15:39 (Hdt. 8, 6, 2; Thu. 4, 33, 1; Mitt-Wilck. I/2, 461, 6; Sir 37:9; Wsd 4:20 al.); ὁ ἐξ ἐναντίας the opponent (Sext. Emp., Adv. Phys. 1, 66 [=Adv. Math. 9, 66]; 2, 69 [=Adv. Math. 10, 69], Adv. Eth. 1, 25; Bias in Diog. L. 1, 84) Tit 2:8.—ἐκ τοῦ κατωτάτου ᾅδου … προσευχομένου Ἰωνᾶ AcPlCor 2:30.
    marker denoting origin, cause, motive, reason, from, of
    in expr. which have to do w. begetting and birth from, of, by: ἐκ introduces the role of the male (Ps.-Callisth. 1, 9 ἐκ θεοῦ ἔστι; JosAs 21:8 συνέλαβεν Ἀσενὲθ ἐκ τοῦ Ἰωσήφ; Tat. 33, 3 συλλαμβάνουσιν ἐκ φθορέως; Ath. 22, 4 ἐκ τοῦ Κρόνου; SIG 1163, 3; 1169, 63; OGI 383, 3; 5 [I B.C.]) ἐν γαστρὶ ἔχειν ἔκ τινος Mt 1:18. κοίτην ἔχειν ἔκ τινος Ro 9:10; also of the female (SIG 1160, 3; PEleph 1, 9 [311/10 B.C.] τεκνοποιεῖσθαι ἐξ ἄλλης γυναικός; PFay 28, 9 γεννᾶσθαι ἐκ; Demetr.: 722 Fgm. 1, 14 Jac.; Jos., Ant. 1, 191; Ath. 20, 3 ἐξ ἧς παῖς Διόνυσος αὐτῷ) γεννᾶν τινα ἐκ beget someone by (a woman; s. γεννάω 1a) Mt 1:3, 5, etc. ἐκ Μαρίας ἐγεννῄθη AcPlCor 1:14; 2:5; γίνεσθαι ἐκ γυναικός (Jos., Ant. 11, 152; Ar. 9, 7) Gal 4:4; cp. vs. 22f.—γεννᾶσθαι ἐξ αἱμάτων κτλ. J 1:13; ἐκ τ. σαρκός 3:6; ἐκ πορνείας 8:41. ἐγείρειν τινὶ τέκνα ἐκ Mt 3:9; Lk 3:8. (τὶς) ἐκ καρποῦ τ. ὀσφύος αὐτοῦ Ac 2:30 (Ps 131:11). γεννᾶσθαι ἐκ τ. θεοῦ J 1:13; 1J 3:9; 4:7; 5:1, 4, 18 (Just., A I, 22, 2); ἐκ τ. πνεύματος J 3:6 (opp. ἐκ τ. σαρκός). εἶναι ἐκ τοῦ θεοῦ (Menand., Sam. 602 S. [257 Kö.]) J 8:47; 1J 4:4, 6; 5:19; opp. εἶναι ἐκ τ. διαβόλου J 8:44; 1J 3:8 (cp. OGI 90, 10 of Ptolemaeus Epiphanes ὑπάρχων θεὸς ἐκ θεοῦ κ. θεᾶς).
    to denote origin as to family, race, city, people, district, etc.: ἐκ Ναζαρέτ J 1:46. ἐκ πόλεως vs. 44. ἐξ οἴκου Lk 1:27; 2:4. ἐκ γένους (Jos., Ant. 11, 136) Phil 3:5; Ac 4:6. ἐκ φυλῆς (Jos., Ant. 6, 45; 49; PTebt I, 26, 15) Lk 2:36; Ac 13:21; 15:23; Ro 11:1. Ἑβρ. ἐξ Ἑβραίων a Hebrew, the son of Hebrews Phil 3:5 (Goodsp., Probs., 175f; on the connotation of ancestral ἀρετή Phil 3:5 cp. New Docs VII 233, no. 10, 5). ἐκ σπέρματός τινος J 7:42; Ro 1:3; 11:1. ἐξ ἐθνῶν Ac 15:23; cp. Gal 2:15. Cp. Lk 23:7; Ac 23:34. ἐκ τ. γῆς J 3:31. For this ἐκ τῶν κάτω J 8:23 (opp. ἐκ τ. ἄνω). ἐκ (τούτου) τ. κόσμου 15:19ab; 17:14; 1J 2:16; 4:5. ἐξ οὐρανοῦ ἢ ἐξ ἀνθρώπων Mt 21:25; Mk 11:30.—To express a part of the whole, subst.: οἱ ἐξ Ἰσραήλ the Israelites Ro 9:6. οἱ ἐξ ἐριθείας selfish, factious people 2:8. οἱ ἐκ νόμου partisans of the law 4:14; cp. vs. 16. οἱ ἐκ πίστεως those who have faith Gal 3:7, 9; cp. the sg. Ro 3:26; 4:16. οἱ ἐκ περιτομῆς the circumcision party Ac 11:2; Ro 4:12; Gal 2:12. οἱ ἐκ τῆς περιτομῆς Tit 1:10. For this οἱ ὄντες ἐκ περιτομῆς Col 4:11. οἱ ἐκ τ. συναγωγῆς members of the synagogue Ac 6:9. οἱ ἐκ τῶν Ἀριστοβούλου Ro 16:10f. οἱ ἐκ τῆς Καίσαρος οἰκίας Phil 4:22 (s. Καῖσαρ and οἰκία 3). In these cases the idea of belonging, the partisan use, often completely overshadows that of origin; cp. Dg 6:3.
    to denote derivation (Maximus Tyr. 13, 3f φῶς ἐκ πυρός; Ath. 18:3 γένεσιν … ἐξ ὕδατος) καπνὸς ἐκ τ. δόξης τ. θεοῦ Rv 15:8 (cp. EpJer 20 καπνὸς ἐκ τ. οἰκίας). ἡ σωτηρία ἐκ τ. Ἰουδαίων ἐστίν J 4:22. εἶναι ἔκ τινος come, derive from someone or someth. (Jos., Ant. 7, 209) Mt 5:37; J 7:17, 22; 1J 2:16, 21; εἶναι is oft. to be supplied Ro 2:29; 11:36; 1 Cor 8:6 ( Plut., Mor. 1001c); 11:12; 2 Cor 4:7; Gal 5:8. ἔργα ἐκ τοῦ πατρός J 10:32. οἰκοδομὴ ἐκ θεοῦ 2 Cor 5:1; χάρισμα 1 Cor 7:7; δικαιοσύνη Phil 3:9. φωνὴ ἐκ τ. στόματος αὐτοῦ Ac 22:14. Here belongs the constr. w. ἐκ for the subj. gen., as in ἡ ἐξ ὑμῶν (v.l.) ἀγάπη 2 Cor 8:7; ὁ ἐξ ὑμῶν ζῆλος 9:2 v.l.; Rv 2:9 (cp. Vett. Val. 51, 16; CIG II 3459, 11 τῇ ἐξ ἑαυτῆς κοσμιότητι; pap. [Rossberg 14f]; 1 Macc 11:33 χάριν τῆς ἐξ αὐτῶν εὐνοίας; 2 Macc 6:26). ἐγένετο ζήτησις ἐκ τ. μαθητῶν Ἰωάννου there arose a discussion on the part of John’s disciples J 3:25 (Dionys. Hal. 8, 89, 4 ζήτησις πολλὴ ἐκ πάντων ἐγένετο; Appian, Bell. Civ. 2, 24 §91 σφαγή τις ἐκ τῶν στρατιωτῶν ἐγένετο).
    of the effective cause by, because of (cp. the ‘perfectivizing’ force of ἐκ and other prepositions in compounds, e.g. Mt 4:7; Mk 9:15. B-D-F §318, 5)
    α. personal in nature, referring to originator (X., An. 1, 1, 6; Diod S 19, 1, 4 [saying of Solon]; Arrian, Anab. 3, 1, 2; 4, 13, 6 of an inspired woman κατεχομένη ἐκ τοῦ θείου; Achilles Tat. 5, 27, 2; SibOr 3, 395; Just.: A I, 12, 5 ἐκ δαιμόνων φαύλων … καὶ ταῦτα … ἐνεργεῖσθαι, also D. 18, 3; Nicetas Eugen. 7, 85 H. ἐκ θεῶν σεσωσμένη; Ps.-Clem., Hom. p. 7, 19 Lag. τὸν ἐκ θεοῦ σοι ἀποδιδόμενον μισθόν): ὠφελεῖσθαι ἔκ τινος Mt 15:5; Mk 7:11. ζημιοῦσθαι 2 Cor 7:9. λυπεῖσθαι 2:2. εὐχαριστεῖσθαι 1:11. ἀδικεῖσθαι Rv 2:11. ἐξ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλάλησα J 12:49 (cp. Soph., El. 344 οὐδὲν ἐξ σαυτῆς λέγεις).
    β. impersonal in nature (Arrian, Anab. 3, 21, 10 ἀποθνῄσκειν ἐκ τ. τραυμάτων; 6, 25, 4; JosAs 29:8 ἐκ τοῦ τραύματος τοῦ λίθου; POxy 486, 32 τὰ ἐμὰ ἐκ τ. ἀναβάσεως τ. Νίλου ἀπολωλέναι): ἀποθανεῖν ἐκ τ. ὑδάτων Rv 8:11. πυροῦσθαι 3:18. σκοτοῦσθαι 9:2. φωτίζεσθαι 18:1. κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας J 4:6 (Aelian, VH 3, 23 ἐκ τοῦ πότου ἐκάθευδεν). ἔκαμον ἐκ τῆς ὁδοῦ GJs 15:1.
    of the reason which is a presupposition for someth.: by reason of, as a result of, because of (X., An. 2, 5, 5; Appian, Bell. Civ. 1, 42 §185 ἐκ προδοσίας; POxy 486, 28f ἐκ τῆς ἐπιστολῆς; Just., A I, 68, 3 ἐξ ἐπιστολῆς; numerous examples in Mayser II/2 p. 388; Philo, De Jos. 184 ἐκ διαβολῆς; Jos., Vi. 430; JosAs 11 παραλελυμένη … ἐκ τῆς πολλῆς ταπεινώσεως; Ar. 8, 6 ἐκ τούτων … τῶν ἐπιτηδευμάτων τῆς πλάνης; Just., A I, 4, 1 ἐκ τοῦ … ὀνόματος; also inf.: 33, 2 ἵνα … ἐκ τοῦ προειρῆσθαι πιστευθῇ 68, 3 al.): δικαιοῦσθαι ἔκ τινος Ro 4:2; Gal 2:16; 3:24; cp. Ro 3:20, 30 (cp. εἴ τις ἐκ γένους [δίκαι]ος=has the right of citizenship by descent [i.e. has the law on his side]: letter of MAurelius 34, ZPE 8, ’71, 170); οὐκ … ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ he does not live because of his possessions Lk 12:15. ἐκ ταύτης τ. ἐργασίας Ac 19:25. ἐξ ἔργων λαβεῖν τὸ πνεῦμα Gal 3:2, 5; cp. Ro 11:6. ἐξ ἀναστάσεως λαβεῖν τ. νεκρούς Hb 11:35. ἐσταυρώθη ἐξ ἀσθενείας 2 Cor 13:4. τὸ ἐξ ὑμῶν as far as it depends on you Ro 12:18.—ἐκ τοῦ πόνου in anguish Rv 16:10; cp. vs. 11; 8:13.—ἐκ τούτου for this reason, therefore (SIG 1168, 47; 1169, 18; 44; 62f; BGU 423, 17=Mitt-Wilck. I/2, 480, 17) J 6:66; 19:12.
    Sim. ἐκ can introduce the means which one uses for a definite purpose, with, by means of (Polyaenus 3, 9, 62 ἐξ ἱμάντος=by means of a thong) ἐκ τοῦ μαμωνᾶ Lk 16:9 (X., An. 6, 4, 9; PTebt 5, 80 [118 B.C.] ἐκ τ. ἱερῶν προσόδων; ParJer 1:7 [of Jerusalem] ἐκ τῶν χειρῶν σου ἀφανισθήτω; Jos., Vi. 142 ἐκ τ. χρημάτων); cp. 8:3.
    of the source, fr. which someth. flows or comes:
    α. λαλεῖν ἐκ τ. ἰδίων J 8:44. ἐκ τοῦ περισσεύματος τ. καρδίας Mt 12:34. τὰ ἐκ τ. ἱεροῦ the food from the temple 1 Cor 9:13. ἐκ τ. εὐαγγελίου ζῆν get one’s living by proclaiming the gospel vs. 14.
    β. information, insight, etc. (X., An. 7, 7, 43 ἐκ τῶν ἔργων κατέμαθες; Just., A I, 28, 1 ἐκ τῶν ἡμετέρων συγγραμμάτων … μαθεῖν 34, 2 al.) κατηχεῖσθαι ἐκ Ro 2:18. ἀκούειν ἐκ J 12:34. γινώσκειν Mt 12:33; Lk 6:44; 1J 3:24; 4:6. ἐποπτεύειν 1 Pt 2:12. δεικνύναι Js 2:18 (cp. ἀποδεικνύναι Just., D. 33, 1).
    γ. of the inner life, etc., fr. which someth. proceeds (since Il. 9, 486): ἐκ καρδίας Ro 6:17; 1 Pt 1:22 v.l. (cp. Theocr. 29, 4; M. Ant. 3, 3). ἐκ ψυχῆς Eph 6:6; Col 3:23 (X., An. 7, 7, 43, Oec. 10, 4; Jos., Ant. 17, 177; 1 Macc 8:27). ἐκ καθαρᾶς καρδίας 1 Ti 1:5; 2 Ti 2:22; 1 Pt 1:22. ἐξ ὅλης τ. καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τ. ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τ. διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τ. ἰσχύος σου Mk 12:30; cp. Lk 10:27 (Dt 6:5; cp. Wsd 8:21; 4 Macc 7:18; Epict. 2, 23, 42 ἐξ ὅλης ψυχῆς). ἐκ πίστεως Ro 14:23; cp. 2 Cor 2:17. Also of circumstances which accompany an action without necessarily being the source of it: γράφειν ἐκ πολλῆς θλίψεως write out of great affliction 2 Cor 2:4; Phil 1:17.
    of the material out of which someth. is made (Hdt. 1, 194; Pla., Rep. 10, 616c; OGI 194, 28 [42 B.C.] a statue ἐκ σκληροῦ λίθου; PMagd 42, 5 [221 B.C.]=PEnteux 83, 5; POxy 707, 28; PGM 13, 659; Wsd 15:8; 1 Macc 10:11; Jdth 1:2; En 99:13; JosAs 3:9; Just., A I, 59, 1) of, from στέφανος ἐξ ἀκανθῶν Mt 27:29; J 19:2; cp. 2:15; 9:6; Ro 9:21; 1 Cor 15:47; Rv 18:12; 21:21; perh. also 1 Cor 11:12 ἡ γυνὴ ἐκ τοῦ ἀνδρός.
    of the underlying rule or principle according to, in accordance with (Hdt., Pla. et al. [Kühner-G. I 461g], also OGI 48, 12 [III B.C.] ἐκ τ. νόμων; PEleph 1, 12 [312/11 B.C.] ἐκ δίκης; PPetr III, 26, 9 ἐκ κρίσεως; LXX, e.g. 1 Macc 8:30; Jos., Ant. 6, 296 ἐκ κυνικῆς ἀσκήσεως πεποιημένος τὸν βίον) ἐκ τ. λόγων Mt 12:37 (cp. Wsd 2:20). ἐκ τ. στόματός σου κρινῶ σε by what you have said Lk 19:22 (cp. Sus 61 Theod.; also X., Cyr. 2, 2, 21 ἐκ τ. ἔργων κρίνεσθαι). ἐκ τῶν γεγραμμένων on the basis of things written Rv 20:12. ἐκ τ. καλοῦντος Ro 9:12. ἐκ τ. ἔχειν in accordance w. your ability 2 Cor 8:11. ἐξ ἰσότητος on the basis of equality vs. 13.
    marker used in periphrasis, from, of
    for the partitive gen. (B-D-F §164, 1 and 2; 169; Rob. 599; 1379).
    α. after words denoting number εἷς, μία, ἕν (Hdt. 2, 46, 2 ἐκ τούτων εἷς; POxy 117, 14ff [II/III A.D.] δύο … ἐξ ὧν … ἓν ἐξ αὐτῶν; Tob 12:15 BA; Sir 32:1; Jos., Bell. 7, 47; JosAs 20:2 ἐκ τῶν παρθένων μία Just., D. 126, 4) Mt 10:29; 18:12; 22:35; 27:48; Mk 9:17 al.; εἷς τις J 11:49; δύο Mk 16:12; Lk 24:13; J 1:35; 21:2. πέντε Mt 25:2. πολλοί (1 Macc 5:26; 9:69) J 6:60, 66; 7:31; 11:19, 45. οἱ πλείονες 1 Cor 15:6. οὐδείς (Epict. 1, 29, 37; 1 Macc 5:54; 4 Macc 14:4; Ar. 13, 6; Just., D. 16, 2) J 7:19; 16:5. χιλιάδες ἐκ πάσης φυλῆς Rv 7:4.
    β. after the indef. pron. (Plut., Galba 1065 [27, 2]; Herodian 5, 3, 9; 3 Macc 2:30; Jos., Vi. 279) Lk 11:15; J 6:64; 7:25, 44, 48; 9:16; 11:37, 46 al. Also after the interrog. pron. Mt 6:27; 21:31; Lk 11:5; 12:25; 14:28 al.
    γ. the partitive w. ἐκ as subj. (2 Km 11:17) εἶπαν ἐκ τ. μαθητῶν αὐτοῦ J 16:17.—Rv 11:9. As obj., pl. Mt 23:34; Lk 11:49; 21:16; 2J 4 (cp. Sir 33:12; Jdth 7:18; 10:17 al.).
    δ. used w. εἶναι belong to someone or someth. (Jos., Ant. 12, 399) καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ you also belong to them Mt 26:73; cp. Mk 14:69f; Lk 22:58; J 7:50; 10:26; Ac 21:8; cp. 2 Cl 18:1. οὐκ εἰμὶ ἐκ τ. σώματος I do not belong to the body 1 Cor 12:15f; cp. 2 Cl 14:1.
    ε. after verbs of supplying, receiving, consuming: ἐσθίειν ἔκ τινος (Tob 1:10; Sir 11:19; Jdth 12:2; JosAs 16:8) 1 Cor 9:7; 11:28; J 6:26, 50f; Rv 2:7. πίνειν Mt 26:29; Mk 14:25; J 4:13f; Rv 14:10; χορτάζειν ἔκ τινος gorge w. someth. 19:21 (s. ζ below); μετέχειν 1 Cor 10:17; λαμβάνειν (1 Esdr 6:31; Wsd 15:8) J 1:16; Rv 18:4; Hs 9, 24, 4. τὸ βρέφος … ἔλαβε μασθὸν ἐκ τῆς μητρὸς αὐτοῦ the child took its mother’s breast GJs 19:2; διδόναι (Tob 4:16; Ezk 16:17) Mt 25:8; 1J 4:13. διαδιδόναι (Tob 4:16 A) J 6:11.
    ζ. after verbs of filling: ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς was filled w. the fragrance J 12:3 cp. Rv 8:5. χορτασθῆναι ἔκ τινος to be satisfied to the full w. someth. Lk 15:16. γέμειν ἐξ ἁρπαγῆς be full of greed Mt 23:25.
    in periphrasis for the gen. of price or value for (Palaeph. 45; PFay 111, 16 [95/96 A.D.]; 119, 5 [c. 100 A.D.]; 131, 5; PLond II, 277, 9 p. 217 [23 A.D.]; BGU III, 916, 19 [I A.D.]; PAmh II, 133, 19 [II A.D.]; Jos., Ant. 14, 34; B-D-F §179) ἀγοράζειν τι ἔκ τινος Mt 27:7 (POxy 745, 2 [c. 1 A.D.] τ. οἶνον ἠγόρασας ἐκ δραχμῶν ἕξ; EpJer 24); cp. Ac 1:18; Mt 20:2.
    marker denoting temporal sequence, from
    of the time when someth. begins from, from … on, for, etc. ἐκ κοιλίας μητρός from birth (Ps 21:11; 70:6; Is 49:1) Mt 19:12 al.; also ἐκ γενετῆς J 9:1 (since Il. 24, 535; Od. 18, 6; s. also γενετή). ἐκ νεότητος (since Il. 14, 86; Ps 70:5; Sir 7:23; Wsd 8:2; 1 Macc 2:66; JosAs 17:4) Mk 10:20; Lk 18:21. ἐξ ἱκανῶν χρόνων for a long time 23:8. ἐκ πολλῶν χρόνων a long time before 1 Cl 42:5 (cp. Epict. 2, 16, 17 ἐκ πολλοῦ χρόνου. Cp. ἐκ πολλοῦ Thu. 1, 68, 3; 2, 88, 2; ἐξ ὀλίγων ἡμερῶν Lysias, Epitaph. 1). ἐκ γενεῶν ἀρχαίων Ac 15:21 (cp. X., Hell. 6, 1, 4 ἐκ πάντων προγόνων). ἐκ τ. αἰῶνος since the world began J 9:32 (cp. ἐξ αἰῶνος Sext. Emp., Adv. Math. 9, 76; Diod S 4, 83, 3; Aelian, VH 6, 13; 12, 64; OGI 669, 61; Sir 1:4; 1 Esdr 2:17, 21; Jos., Bell. 5, 442). ἐξ ἐτῶν ὀκτώ for eight years Ac 9:33; cp. 24:10. ἐξ ἀρχῆς (PTebt 40, 20 [117 B.C.]; Sir 15:14; 39:32; Jos., C. Ap. 1, 225; Ath. 8, 1) J 6:64. ἐκ παιδιόθεν fr. childhood Mk 9:21 (s. παιδιόθεν. Just., A I, 15, 6 ἐκ παίδων. On the use of ἐκ w. an adv. cp. ἐκ τότε POxy 486 [II A.D.]; ἐκ πρωίθεν 1 Macc 10:80).
    of temporal sequence
    α. ἡμέραν ἐξ ἡμέρας day after day 2 Pt 2:8; 2 Cl 11:2 (cp. Ps.-Eur., Rhes. 445; Henioch. Com. 5:13 K.; Theocr. 18, 35; Gen 39:10; Num 30:15; Sir 5:7; Esth 3:7; En 98:8; 103:10).
    β. ἐκ δευτέρου for the second time, again, s. δεύτερος 2. ἐκ τρίτου Mt 26:44 (ParJer 7:8; cp. PHolm 1, 32 ἐκ τετάρτου).
    various uses and units
    blending of constructions, cp. Rob. 599f: ἐκ for ἐν (Hdt., Thu. et al., s. Kühner-G. I 546f; LXX, e.g. Sus 26 Theod.; 1 Macc 11:41; 13:21; Jdth 15:5) ὁ πατὴρ ὁ ἐξ οὐρανοῦ δώσει Lk 11:13. μὴ καταβάτω ἆραι τὰ ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ Mt 24:17. τὴν ἐκ Λαοδικείας (ἐπιστολὴν) ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀναγνῶτε Col 4:16.
    like the OT use of מִן: ἔκρινεν ὁ θεὸς τὸ κρίμα ὑμῶν ἐξ αὐτῆς God has pronounced judgment for you against her Rv 18:20 (cp. Ps 118:84; Is 1:24; En 100:4; 104:3). ἐξεδίκησεν τὸ αἷμα τ. δούλων αὐτοῦ ἐκ χειρὸς αὐτῆς 19:2, cp. 6:10 (both 4 Km 9:7).
    adv. expressions (Just., A I, 2, 1 ἐκ παντὸς τρόπου ‘in every way’): ἐξ ἀνάγκης (ἀνάγκη 1). ἐκ συμφώνου by mutual consent (BGU 446, 13=Mitt-Wilck. II/2, 257, 13; CPR I, 11, 14 al. in pap; cp. Dssm., NB 82f [BS 225]) 1 Cor 7:5. ἐκ λύπης reluctantly 2 Cor 9:7. ἐκ περισσοῦ extremely (Dio Chrys. 14 [31], 64; Lucian, Pro Merc. Cond. 13; Da 3:22 Theod.; Galen, CMG V/10/2/2 p. 284, 17 [-ττ]) Mk 6:51; 1 Th 5:13 v.l.; ἐκ μέτρου by measure = sparingly J 3:34. ἐκ μέρους (Galen, CMG V/10/2/2 p. 83, 24) part by part = as far as the parts are concerned, individually 1 Cor 12:27 (distributive; cp. PHolm 1, 7 ἐκ δραχμῶν Ϛ´=6 dr. each); mostly in contrast to ‘complete’, only in part 13:9 (BGU 538, 35; 574, 10; 887, 6; 17 al. in pap; EpArist 102). ἐξ ὀνόματος individually, personally, by name IEph 20:2; IPol 4:2; 8:2.
    ἐκ … εἰς w. the same word repeated gives it special emphasis (Plut., Galba 1058 [14, 2] ἐκ προδοσίας εἰς προδοσίαν; Ps 83:8) ἐκ πίστεως εἰς πίστιν Ro 1:17.—2 Cor 2:16 (twice).—The result and goal are thus indicated Ro 11:36; 1 Cor 8:6; Col 1:16. AFridrichsen, ConNeot 12, ’48, 54.—DELG s.v. ἐξ. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐκ

  • 5 καταβαίνω

    καταβαίνω, [dialect] Dor. [full] κᾰβαίνω Alcm.38: [tense] fut.
    A

    - βήσομαι Hes.Th. 750

    , etc.: [tense] pf. - βέβηκα; [dialect] Boeot. part.

    καταβεβάων IG7.3055

    : [tense] aor.

    κατέβην Il.10.541

    , Pi.O.9.43, etc.; poet. [ per.] 3pl.

    κατέβαν Il.24.329

    ,

    κατέβησαν LXX 2 Ki.23.13

    ; imper.

    κατάβηθι Od.23.20

    , Ar.Lys. 873, [dialect] Lacon.

    κάβασι Hsch.

    ,

    κατάβᾱ Ar.V. 979

    , Ra.35; [dialect] Ep. [ per.] 1pl. subj. καταβήομεν (v.l. -βείομεν) Il.10.97; late [ per.] 3sg. opt.

    κατάβοι LXX 2 Ki.1.21

    (cod. B), Conon 45.2J.; poet. part.

    καββάς Pi.N.6.51

    ; [dialect] Ep. inf.

    καταβήμεναι Il.14.19

    :—[voice] Med., [dialect] Ep. [tense] aor. 1

    κατεβήσετο 6.288

    , 13.17, Od.2.337, al. (with v.l. κατεβήσατο); imper.

    καταβήσεο Il.5.109

    :—go or come down from.., c. gen., πόλιος κ. 24.329; οὐρανόθεν κ. 11.184;

    Παρνασοῦ Pi.O.9.43

    , etc.: also with Preps.,

    ἐξ ὄρεος Il.13.17

    ;

    ἐς πεδίον 3.252

    , etc.: also c. acc. loci,

    θάλαμον κατεβήσετο Od.2.337

    ; κ. Ἀΐδαν, Ἀΐδα δόμον, S.Ant. 822 (anap.), E.Heracl. 913 (lyr.); but

    κατέβην δόμον Ἄϊδος εἴσω Od.23.252

    (later abs., die, Lib.Or.38.16); ἔσω κ. Hes.Th. 750: also c. acc. in quite different senses, κατέβαιν' ὑπερώϊα she came down from the upper floor, Od.18.206, 23.85; κλίμακα κατεβήσετο came down the ladder, 1.330 (

    κ. κατὰ τῆς κλίμακος Lys. 1.9

    ); ξεστὸν ἐφόλκαιον καταβάς having got down by the lading-plank, Od.14.350: abs., καταβαίνειν δ' οὐ σχολή come downstairs, Ar. Ach. 409; esp.
    1 dismount from a chariot or from horseback,

    δίφρου Il.5.109

    ;

    ἐκ τῆς ἁρμαμάξης Hdt.9.76

    ;

    ἀφ' ἁρμάτων Pi.N.6.51

    ;

    ἀπὸ τοῦ ἵππου X.Cyr.5.5.6

    ; but κ. ἀπὸ τῶν ἵππων give up riding, D.42.24, cf. Arist.Ath.49.1:—hence in [voice] Pass., ἵππος καταβαίνεται the horse is dismounted from, X.Eq.11.7.
    2 go down from the inland parts to the sea, esp. from central Asia (cf.

    ἀναβαίνω 11.3

    ), Hdt.1.94, etc.; also from Athens, κ. ἐς Πειραιᾶ, ἐς λιμένα, Pl.R. 327a, Tht. 142a.
    3 go down into the scene of contest, γυμνὸν ἐπὶ στάδιον κ. Pi.P.11.49; κ. ἐπ' αὐτὸ τοῦτο (sc. τὸ ἀεθλεύειν) Hdt.5.22: abs., = Lat. in certamen descendere, Pi.N.3.42, S.Tr. 504(lyr.), X.An.4.8.27; cf. καταβατέον; μέτρῳ καταβαίνειν 'seek no more contests' ( μέτρῳ by litotes for μή), Pi.P.8.78; μεθ' ὅπλων κ. Pl.Lg. 834c.
    4 of an orator, come down from the tribune, Lys.12.92, D.19.23, etc.; rarely in full, κ. ἀπὸ τοῦ βήματος ib.113; so

    κατάβα.--καταβήσομαι Ar.V. 979

    ; later, also κ. ἀπὸ τοῦ λόγου, ἀπὸ τῶν ἰαμβείων, to cease from.., Luc.Tox.35, Nec.1.
    5 less freq. of things,

    πρὶν.. καταβήμεναι ἐκ Διὸς οὖρον Il.14.19

    ; of tears, E.Andr. 111 (eleg.); of streams, Pl.Criti. 118d; of the womb, Arist.HA 582b24; πόσσω κατέβα τοι ἀφ' ἱστῶ; at what price did [ the robe] come down from the loom? Theoc.15.35; of the heavenly bodies, set, Vett.Val.31.3.
    II metaph.,
    1 attain,

    πόμπιμον κατέβαινε νόστου τέλος Pi.N.3.25

    ;

    κ. ἐπὶ τελευτήν Pl.R. 511b

    : abs., attain one's end, ἐν φάει κ. Pi.N.4.38; simply, come to, arrive at in course of speaking, κατέβαινε ἐς λιτάς he ended with prayer, Hdt.1.116: usu. c. part., κατέβαινε αὖτις παραιτεόμενος ib.90, cf. 118, 9.94; καταβάς, of a writer, Eun.VSp.454B.
    2 κ. εἰς.. conform to,

    εἰς τοὺς Χρόνους κ. τούτους Arist.Pol. 1335a11

    .
    3 condescend, Timocl.1.2 D.
    4 fall in value, POxy.1223.33 (iv A.D.), cf. Poll.1.51.
    5 λέγεται μηδὲν αὐτοῖς τούτων καταβαίνειν, of abusive language, does not affect them or get home, Chrysipp.Stoic.2.242.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβαίνω

  • 6 ἄνωθεν

    ἄνωθεν adv. of place (Trag., Hdt.+; ins, pap, LXX, En; TestSol 12:6 C; JosAs 21:4 [cod. A and Pal. 364]; ApcrEzk [Epiph 70, 10]; Just., Ath.).
    in extension fr. a source that is above, from above (SIG 969, 63; PHib 110, 66; 107; 109; Gen 49:25; Josh 3:16; EpJer 61; En 28:2; TestSol 12:6 C; Philo, Rer. Div. Her. 64; 184, Fug. 138, Somn., 2, 142; Jos., Ant. 3, 158) σχισθῆναι ἀπʼ ἄ. ἕως κάτω be torn fr. top to bottom Mk 15:38. For this ἄ. ἕως κάτω Mt 27:51 (where ἀπʼ is added by many witnesses, foll. Mk). ἐκ τῶν ἄ. ὑφαντὸς διʼ ὅλου woven from the top in one piece (i.e. altogether without seam) J 19:23. Esp. from heaven (cp. ἄνω 1 and schol. on Pla. 856e of the seer: ἄνωθεν λαμβάνειν τὸ πνεῦμα; Philo, Mos. 2, 69) ἄ. ἐκ τ. οὐρανοῦ J 3:27 v.l. ὁ ἄ. ἐρχόμενος he who comes from heaven (explained in the same vs. by ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐρχόμενος) 3:31. Of the Holy Spirit πνεῦμα ἄ. ἐρχόμενον Hm 11:21; also simply τὸ πνεῦμα τὸ ἄ. 11:8. ἡ δύναμις ἡ ἄ. ἐρχομένη 11:20. ἡ σοφία ἄ. κατερχομένη Js 3:15. Also ἡ ἄ. σοφία vs. 17. ἄ. εἶναι come from above Hm 9:11; 11:5; Js 1:17. Some would place 2 Cl 14:2 here, but the temporal sense seems more prob., s. 2. ἄ. δεδομένον bestowed from above (i.e. by God; cp. Procop. Soph., Ep. 109 θεοῦ ἄ. ἐπινεύοντος) J 19:11. ἄ. γεννᾶσθαι be born from above J 3:3, 7 (Epict. 1, 13, 3: all humans are begotten of their ancestor Zeus ἐκ τῶν αὐτῶν σπερμάτων καὶ τῆς αὐτῆς ἄ. καταβολῆς; Just., D. 63, 3), but. s. 4 on the wordplay in these verses (Nicodemus thinks of physical rebirth [vs. 4], but the narrator shows Jesus with another dimension in mind).
    from a point of time marking the beginning of someth., from the beginning (Hippocr., VM 3; Pla.; Demosth. 44, 69; SIG 1104, 11; POxy 237 VIII, 31; En 98:5; JosAs 21:4 cod. A [p. 71, 19 Bat.]; Philo, Mos. 2, 48; Ath., R. 68, 19) παρακολουθεῖν ἄ. follow from the beginning Lk 1:3 (w. suggestion of thoroughness rather than temporal precision: LAlexander, The Preface to Luke’s Gospel, ’93, 130); cp. Ac 26:5 and s. 3. Opp. νῦν 2 Cl 14:2 (Lghtf.).
    for a relatively long period in the past, for a long time (SIG 685, 81 and 91; 748, 2; PTebt 59, 7 and 10; Jos., Ant. 15, 250; Just. [throughout]; Ath.) προγινώσκειν ἄ. know for a long time Ac 26:5 (Ael. Aristid. 50, 78 K.=26 p. 525 D. ἄ. Ἀριστείδην γιγνώσκω) beside ἀπʼ ἀρχῆς vs. 4 (cp. Aelian NA 17, 40 οὐκ ἄνωθεν, οὐδὲ ἐξ ἀρχῆς=not for a long time nor from of old). For Lk 1:3 s. 2.
    at a subsequent point of time involving repetition, again, anew (Pla., Ep. 2 p. 310e ἄ. ἀρξάμενος; Epict. 2, 17, 27; Jos., Ant. 1, 263; IG VII, 2712, 59; BGU 595, 5ff) ἄ. ἐπιδεικνύναι MPol 1:1. Oft. strengthened by πάλιν (CIG 1625, 60; Wsd 19:6) Gal 4:9.—ἀ. γεννηθῆναι be born again J 3:3, 7 (ἄ. γεννᾶσθαι in the physical sense Artem. 1, 13) is designedly ambiguous and suggests also a transcendent experience born from above (s. 1 above on these pass. fr. J). JLouw, NThSt 23, ’40, 53–56; ESjöberg, Wiedergeburt u. Neuschöpfung im paläst. Judentum: Studia Theologica 4, ’51, 44–85.—DELG s.v. ἀνά. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἄνωθεν

  • 7 ἐπί

    ἐπί prep. w. gen., dat., or acc.; s. the lit. on ἀνά, beg. (Hom.+). The basic idea is ‘upon’ (opp. ὑπό) Kühner-G. I 495; s. also Rob 600–605. (In the foll. classifications case use is presented seriatim; in earlier editions of this lexicon all sections, except 13, 17, and 18 [of time], were included under the general rubric ‘Place’.)
    marker of location or surface, answering the question ‘where?’ on, upon, near
    w. gen., marking a position on a surface ἐ. (τῆς) γῆς on (the) earth (cp. En 9:1; 98:1; ἐ. γῆς 25:6; PsSol 17:2) Mt 6:10, 19; 9:6; 23:9; Mk 6:47 al. (Ar. 12, 1; Just., A I, 54, 7 al.). ἐ. τῆς θαλάσσης on the sea (cp. Job 9:8; Dio Chrys. 10 [11], 129 βαδίζειν ἐ. τῆς θαλ.; Lucian, Philops. 13 βαδίζειν ἐφʼ ὕδατος, VH 2, 4; Artem. 3, 16 ἐ. τ. θαλάσσης περιπατεῖν; schol. on Nicander, Ther. 15 p. 5, 26ff relying on the testimony of Hesiod: Orion was given a gift [δωρεά] by the gods καὶ ἐ. κυμάτων πορεύεσθαι καὶ ἐ. τῆς γῆς) Mt 14:26; Mk 6:48f; J 6:19 (w. acc. P75; s. 4bβ below). ἐ. τῶν νεφελῶν on the clouds Mt 24:30; 26:64 (Da 7:13; cp. Philo, Praem. 8). ἐ. κλίνης 9:2; Lk 17:34. ἐ. τοῦ δώματος on the roof vs. 31; Mt 24:17; 10:27 foll. by pl. W. verbs: κάθημαι ἐ. τινος sit on someth. (Job 2:8; ἐ. τοῦ ἅρματος GrBar 6:2; cp. JosAs 27:1 ἐ. τοῦ ὀχήματος καθεζόμενος; Just., D. 90, 5 ἐ. λίθου καθεζόμενος) Mt 24:3; 27:19; Ac 8:28; Rv 6:16; 9:17 (the same prep. used in Rv w. κάθημαι and dat. s. bα below, and w. acc. cα). ἑστηκέναι ἐ. τινος stand on someth. Ac 21:40; Rv 10:5, 8 (Just., D. 86, 2 ἐστηρίχθαι). With parts of the body: ἐ. χειρῶν αἴρειν carry on (i.e. in/with) their hands Mt 4:6; Lk 4:11 (both Ps 90:12). ἐ. κεφαλῆς on the head (Hdt. 5, 12, 4) J 20:7; 1 Cor 11:10; Rv 12:1. ἐ. τοῦ μετώπου Rv 7:3; 9:4. ἐ. γυμνοῦ on the naked body Mk 14:51. Cp. use of ἐπί w. καθίζω and gen., and ἐπί w. κάθημαι and acc. Mt 19:28.—In a gener. and fig. sense Ac 21:23.
    w. dat., gener. suggesting contiguity on, in, above.
    α. answering the question ‘where?’ (Hom. et al.; ins, pap, LXX; Just., D. 105, 5 ἐ. τῷ σταυρῷ; Tat., 9:1 ἐ. τοῖς ὄρεσι; Ath. 20, 1 ἐ. τῷ μετώπῳ; Mel., P. 19, 131 ἐ. σάκκῳ καὶ σποδῷ) ἐ. πίνακι on a platter Mt 14:8, 11; Mk 6:25, 28. ἀνακλῖναι ἐ. τῷ χλωρῷ χόρτῳ on the green grass 6:39. ἐ. τοῖς κραβάττοις vs. 55. ἐπέκειτο ἐπʼ αὐτῷ lay on it (or before it) J 11:38. καθήμενος ἐ. τῷ θρόνῳ Rv 4:9 (cp. gen. w. καθ. 1a above, and acc. cα below) 5:13; 7:10 and oft. ἐφʼ ἵπποις λευκοῖς on white horses 19:14. ἐ. σανίσιν on planks Ac 27:44. ἐ. τῇ στοᾷ in the colonnade 3:11. τὰ ἐ. τοῖς οὐρανοῖς what is above (or in) the heavens Eph 1:10. ἐπʼ αὐτῷ above him, at his head Lk 23:38 (=Mt 27:37 ἐπάνω τ. κεφαλῆς αὐτοῦ).
    β. answering the question ‘whither?’ on, upon (Hom. et al.) w. verbs that indicate a direction: οἰκοδομεῖν ἐ. τινι build upon someth. Mt 16:18. ἐποικοδομεῖν Eph 2:20. ἐπιβάλλειν ἐπίβλημα ἐ. ἱματίῳ παλαιῷ put a patch on an old garment Mt 9:16. ἐπιπίπτειν ἐ. τινι Ac 8:16. ἐκάθισεν ἐ. τῷ θρόνῳ he sat down on the throne GJs 11:1. λίθον ἐπʼ αὐτῇ βαλέτω J 8:7 v.l. (cp. 12a below).
    w. acc., answering the question ‘where?’ (Hom. et al.; LXX; JosAs 29:2 φορῶν ἐ. τὸν μηρὸν αὐτοῦ ῥομφαίαν; Just., D. 53, 1 ζυγὸν ἐ. αὐχένα μὴ ἔχων)
    α. on, over someth. καθεύδειν ἐ. τι sleep on someth. Mk 4:38. καθῆσθαι ἐ. τι sit on someth. Mt 19:28 (in the same vs. καθίζω w. gen., s. a above) J 12:15; Rv 4:4; 6:2; 11:16 al.; cp. Lk 21:35b; κεῖσθαι ἐ. τι lie upon someth. 2 Cor 3:15. κατακεῖσθαι Lk 5:25. ἑστηκέναι ἐ. τὸν αἰγιαλόν stand on the shore Mt 13:2; cp. Rv 14:1. ἑστῶτας ἐ. τὴν θάλασσαν standing beside the sea 15:2. ἔστη ἐ. τὴν κεφαλὴν τοῦ παιδίου (the star) remained stationary over the head of the child GJs 21:3. σκηνοῦν ἐ. τινα spread a tent over someone Rv 7:15. ἐ. τὴν δεξιάν at the right hand 5:1. λίθος ἐ. λίθον stone upon stone Mt 24:2.
    β. ἐ. τὸ αὐτό at the same place, together (Ps.-X., Respublica Athen. [The Old Oligarch] 2, 2; Pla., Rep. 329a; SIG 736, 66 [92 B.C.]. In pap=‘in all’: PTebt 14, 20 [114 B.C.]; PFay 102, 6.—2 Km 2:13; En 100:2) εἶναι ἐ. τὸ αὐτό be together Lk 17:35; Ac 1:15; 2:1, 44. In 1 Cor 7:5 it is a euphemistic expr. for sexual union. κατοικεῖν ἐ. τὸ αὐτό live in the same place (Dt 25:5) Hm 5, 1, 4. Also w. verbs of motion (Sus 14 Theod.) συνέρχεσθαι ἐ. τὸ αὐτό come together to the same place 1 Cor 11:20; 14:23; cp. B 4:10 (Just., A I, 67, 3 συνέλευσις γίνεται). συνάγεσθαι (Phlegon of Tralles [Hadr.]: 257 Fgm. 36 III 9 Jac.; PsSol 2:2; TestJob 28:5 Jos., Bell. 2, 346) Mt 22:34; Ac 4:26 (Ps 2:2); 1 Cl 34:7. ἐ. τὸ αὐτὸ μίγνυσθαι be mixed together Hm 10, 3, 3. προσετίθει ἐ. τὸ αὐτό added to their number Ac 2:47.
    γ. at, by, near someone or someth. καθῆσθαι ἐ. τὸ τελώνιον sit at the tax-office Mt 9:9 (ἐ. τὰς ὡραίας πύλας GrBar prol. 2); Mk 2:14. ἑστηκέναι ἐ. τὴν θύραν stand at the door Rv 3:20. σὺ ἔστης ἐ. τὸ θυσιαστήριον you are standing (ἕστηκας deStrycker) as priest at the altar GJs 8:2. ἐφʼ ὑμᾶς among you 2 Th 1:10; cp. Ac 1:21.—Of pers., over whom someth. is done ὀνομάζειν τὸ ὄνομα Ἰησοῦ ἐ. τινα speak the name of Jesus over someone Ac 19:13. ἐπικαλεῖν τὸ ὄνομά τινος ἐ. τινα=to claim someone for one’s own (Jer 14:9; 2 Ch 7:14; 2 Macc 8:15) Ac 15:17 (Am 9:12); Js 2:7; Hs 8, 6, 4. προσεύχεσθαι ἐ. τινα pray over someone Js 5:14.
    marker of presence or occurrence near an object or area, at, near
    w. gen., of immediate proximity to things at, near (Hdt. 7, 115; X., An. 4, 3, 28 al.; LXX, Just.) ἐ. τ. θυρῶν at the gates (Plut., C. Gracch. 841 [14, 3]; PRyl 127, 8f [29 A.D.] κοιμωμένου μου ἐ. τῆς θύρας; 1 Macc 1:55; Just., D. 111, 4) Ac 5:23 (s. b below for dat. in 5:9). ἐ. τῆς θαλάσσης near the sea (Polyb. 1, 44, 4; Ex 14:2; Dt 1:40; 1 Macc 14:34) J 21:1. ἐ. τῆς ὁδοῦ by the road Mt 21:19. ἐσθίειν ἐ. τῆς πραπέζης τινός eat at someone’s table Lk 22:30 (cp. POxy 99, 14 [55 A.D.] τράπεζα, ἐφʼ ἧς Σαραπίων καὶ μέτοχοι; Da 11:27 LXX ἐ. μιᾶς τραπέζης). ἐ. τοῦ (τῆς) βάτου at the thornbush = in the passage about the thornbush (i.e. Ex 3:1ff) Mk 12:26; Lk 20:37.
    with dat., of immediate proximity at, near by (Hom.+) ἦν ἔτι ἐ. τῷ τόπῳ ὅπου was still at the place, where J 11:30 v.l. (for ἐν; cp. Just., D. 402). ἐ. τῇ θύρᾳ (ἐ. θύραις) at the door (Hom. et al.; Wsd 19:17; Jos., Ant. 17, 90; Just., D. 32, 3) Mt 24:33; Mk 13:29; Ac 5:9 (s. a above). ἐ. τοῖς πυλῶσιν Rv 21:12. ἐ. τῇ πηγῇ J 4:6 (Jos., Ant. 5, 58 ἐ. τινι πηγῇ; Just., A I, 64, 1 ἐ. ταῖς … πηγαῖς). ἐ. τῇ προβατικῇ (sc. πύλῃ) near the sheepgate 5:2; cp. Ac 3:10. ἐ. τῷ ποταμῷ near the river (since Il. 7, 133; Jos., Ant. 4, 176 ἐ. τ. Ἰορδάνῳ) Rv 9:14.—Of pers. (Diod S 14, 113, 6; Just., A I, 40, 7) ἐφʼ ὑμῖν among you 2 Cor 7:7; cp. Ac 28:14 v.l.
    marker of involvement in an official proceeding, before, w. gen., of pers., esp. in the language of lawsuits (Pla., Leg. 12, 943d; Isaeus 5, 1 al.; UPZ 71, 15; 16 [152 B.C.]; POxy 38, 11; Mitt-Wilck. I/2, 382, 23=BGU 909, 23; Jos., Vi. 258; Just., A II, 1, 1 ἐ. Οὐρβίκου). ἐ. τοῦ ἡγεμόνος in the governor’s presence Mt 28:14. ἐ. ἡγεμόνων καὶ βασιλέων Mk 13:9. ἐ. σου before you (the procurator) Ac 23:30. ἐ. Τερτούλλου Phlm subscr. v.l.; στάντος μου ἐ. τοῦ συνεδρίου Ac 24:20 (cp. Diod S 11, 55, 4 ἐ. τοῦ κοινοῦ συνεδρίου τ. Ἑλλήνων). γυναικὸς … διαβληθείσης ἐ. τοῦ κυρίου Papias (2:17). κρίνεσθαι ἐ. τῶν ἀδίκων go to law before the unrighteous 1 Cor 6:1. κριθήσεται ἐφʼ ὑμῶν before your tribunal D 11:11. μαρτυρεῖν ἐ. Ποντίου Πιλάτου testify before Pontius Pilate 1 Ti 6:13 (s. μαρτυρέω 1c). ἐ. τοῦ βήματος (POxy 37 I, 3 [49 A.D.]) ἑστὼς ἐ. τοῦ βήματος Καίσαρός εἰμι I am standing before Caesar’s tribunal Ac 25:10 (Appian says Prooem. c. 15 §62 of himself: δίκαις ἐν Ῥώμῃ συναγορεύσας ἐ. τῶν βασιλέων=I acted as attorney in lawsuits in Rome before the emperors).—Gener. in someone’s presence (Appian, Syr. 61 §324 ἐφʼ ὑμῶν=in your presence) ἐ. Τίτου before Titus 2 Cor 7:14. Cp.10 below.
    marker of movement to or contact w. a goal, toward, in direction of, on
    w. gen., marking contact with the goal that is reached, answering the question ‘whither?’ toward, on, at w. verbs of motion (Appian, Iber. 98 §427 ἀπέπλευσεν ἐπʼ οἴκου=he sailed [toward] home; PGM 4, 2468f ἀναβὰς ἐ. δώματος; JosAs 27:1 ἀνέδραμε … ἐ. πέτρας; Jos., Ant. 4, 91 ἔφευγον ἐ. τ. πόλεων; Tat. 33:3 Εὐρώπην ἐ. τοῦ ταύρου καθιδρύσαντος) βάλλειν τὸν σπόρον ἐ. τῆς γῆς Mk 4:26; also σπείρειν vs. 31. πίπτειν (Wsd 18:23; TestAbr A 3 p. 80, 11 [Stone p. 8]; JosAs 9:1) 9:20; 14:35. καθιέναι Ac 10:11. τιθέναι (Sir 17:4) Lk 8:16; J 19:19; Ac 5:15. ἔρχεσθαι Hb 6:7; Rv 3:10; γίνεσθαι ἐ. reach, be at J 6:21. γενόμενος ἐ. τοῦ τόπου when he reached the place Lk 22:40. καθίζειν take one’s seat ἐ. θρόνου (JosAs 7:1 al.) Mt 19:28 (s. 1a end); 23:2; 25:31; J 19:13 (ἐ. βήματος of Pilate as Jos., Bell. 2, 172; of Jesus Just., A I, 35, 6). κρεμαννύναι ἐ. ξύλου hang on a tree (i.e. cross) (Gen 40:19; cp. Just., D. 86, 6 σταυρωθῆναι ἐ. τοῦ ξύλου) Ac 5:30; 10:39; cp. Gal 3:13 (Dt 21:23).
    w. acc.
    α. specifying direction (En 24:2 ἐ. νότον ‘southward’ of position of the mountain) of motion that takes a particular direction, to, toward ἐκτείνας τ. χεῖρα ἐ. τοὺς μαθητάς Mt 12:49; cp. Lk 22:53 (JosAs 12:8). πορεύεσθαι ἐ. τὸ ἀπολωλός go after the one that is lost 15:4. ἐ. τὴν ῏Ασσον in the direction of Assos Ac 20:13. ἐπιστρέφειν ἐ. τι turn to someth. 2 Pt 2:22 (cp. Pr 26:11; En 99:5). ὡς ἐ. λῃστήν as if against a robber Mt 26:55; Mk 14:48; Lk 22:52.
    β. from one point to another across, over w. motion implied (Hom.+; LXX) περιπατεῖν, ἐλθεῖν ἐ. τ. θάλασσαν or ἐ. τ. ὕδατα Mt 14:25, 28f; J 6:19 P75. Of spreading across the land (PsSol 17:10): famine Ac 7:11; 11:28; darkness Mt 27:45; Lk 23:44. ἐ. σταδίους δώδεκα χιλιάδων across twelve thousand stades Rv 21:16 v.l. (Polyaenus 5, 44, 4 ἐ. στάδια δέκα); ἐ. πλεῖον further (1 Esdr 2:24; 2 Macc 10:27) Ac 4:17.
    γ. of goal attained (Hom. et al.; LXX) on, upon someone or someth. πέσατε ἐφʼ ἡμᾶς Lk 23:30 (Hos 10:8). ἔπεσεν ἐ. τὰ πετρώδη Mt 13:5; cp. Lk 13:4. ἔρχεσθαι ἐ. τινα come upon someone Mt 3:16; also καταβαίνειν fr. above J 1:33; cp. Rv 16:21. ἀναβαίνειν (Jos., Ant. 13, 138; Just., A II, 12, 7) Lk 5:19. ἐπιβαίνειν Mt 21:5 (Zech 9:9).—Ac 2:3; 9:4 al.; διασωθῆναι ἐ. τ. γῆν be brought safely to the land 27:44; cp. vs. 43; Lk 8:27. ἐ. τὸ πλοῖον to the ship Ac 20:13. ἀναπεσεῖν ἐ. τὴν γῆν lie down or sit down on the ground Mt 15:35. ἔρριψεν αὐτὸν χαμαὶ ἐ. τὸν σάκκον he threw himself down on the sackcloth GJs 13:1. τιθέναι τι ἐ. τι put someth. on someth. (JosAs 16:11) Mt 5:15; Lk 11:33; Mk 8:25 v.l.; likew. ἐπιτιθέναι (JosAs 29:5) Mt 23:4; Mk 8:25; Lk 15:5; J 9:6, 15; Ac 15:10. ἐπιβάλλειν τ. χεῖρας ἐ. τινα (Gen 22:12 al.) Mt 26:50; Lk 21:12; Ac 5:18. Mainly after verbs of placing, laying, putting, bringing, etc. on, to: ἀναβιβάζω, ἀναφέρω, βάλλω, γράφω, δίδωμι, ἐγγίζω, ἐπιβιβάζω, ἐπιγράφω, ἐποικοδομέω, ἐπιρ(ρ)ίπτω, θεμελιόω, ἵστημι, κατάγω, οἰκοδομέω, σωρεύω; s. these entries. Sim. βρέχειν ἐ. τινα cause rain to fall upon someone Mt 5:45 (cp. PsSol 17:18); also τ. ἥλιον ἀνατέλλειν ἐ. τινα cause the sun to rise so that its rays fall upon someone *ibid. τύπτειν τινὰ ἐ. τὴν σιαγόνα strike on the cheek Lk 6:29. πίπτειν ἐ. (τὸ) πρόσωπον (Jdth 14:6) on the face Mt 17:6; 26:39; Lk 5:12; 17:16; 1 Cor 14:25; Rv 7:11.To, upon w. acc. of thing πορεύεσθαι ἐ. τὴν ὁδόν go to the road Ac 8:26; cp. 9:11. ἐ. τὰς διεξόδους Mt 22:9. ἵνα μὴ πνέῃ ἄνεμος ἐ. πᾶν δένδρον so that no wind should blow upon any tree Rv 7:1.
    δ. of closeness to someth. or someone to, up to, in the neighborhood of, on ἐ. τὸ μνημεῖον up to the tomb Mk 16:2; Lk 24:1 v.l., 22, 24; cp. ἐ. τὸ μνῆμα Mk 16:2 v.l.; Lk 24:1. ἔρχεσθαι ἐ. τι ὕδωρ come to some water Ac 8:36. ἐ. τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν to the iron gate 12:10. καταβαίνειν ἐ. τὴν θάλασσαν go down to the sea J 6:16. ἐ. τὸν Ἰορδάνην Mt 3:13 (Just., D. 88, 3 al.). ἀναπίπτειν ἐ. τὸ στῆθος he leaned back on (Jesus’) breast J 13:25; 21:20. πίπτειν ἐ. τοὺς πόδας fall at (someone’s) feet Ac 10:25 (JosAs 14:10 ἔπεσεν ἐ πρόσωπον ἐ. τοὺς πόδας αὐτοῦ). ἐ. τ. ἀκάνθας among the thorns Mt 13:7.—W. acc. of pers. to someone ἐ. τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες they came to Jesus J 19:33; cp. Mt 27:27; Mk 5:21.
    ε. in imagery of goal or objective to, toward (Just., A II, 7, 6 ἐπʼ ἀμφότερα τρέπεσθαι) ἐπιστρέφειν, ἐπιστρέφεσθαι ἐ. τινα turn to (Dt 30:10; 31:20 al.; Ar. 2, 1 ἔλθωμεν καὶ ἐ. τὸ ἀνθρώπινον γένος ‘let us now turn to …’; Just., D. 56, 11 ἐ. τὰς γραφὰς ἐπανελθών) Lk 1:17; Ac 9:35; 11:21; 14:15; 26:20; Gal 4:9; 1 Pt 2:25.
    marker of manner, corresponding to an adv., w. dat. (Aeschyl., Suppl. 628 ἐπʼ ἀληθείᾳ; UPZ 162 VI, 3 [117 B.C.] κακοτρόπως καὶ ἐ. ῥαδιουργίᾳ; POxy 237 VI, 21 ἐ. τῇ τῶν ἀνθρ. σωτηρίᾳ; ἐφʼ ὁράσει En 14:8; Just., A I, 9, 3 ἐφʼ ὕβρει; 55, 7 ἐ. τούτῳ τῷ σχήματι ‘in this form’; Tat. 17, 1 ἐπʼ ἀκριβείᾳ; Ath. 33, 2 ἐφʼ ἑνὶ γάμῳ) ὁ σπείρων ἐπʼ εὐλογίαις (in contrast to ὁ σπείρων φειδομένως one who sows sparingly) one who sows in blessing (i.e. generously) 2 Cor 9:6. ἐπʼ εὐλογίαις θερίζειν reap generously ibid.
    marker of basis for a state of being, action, or result, on, w. dat. (Hom. et al.)
    ἐπʼ ἄρτῳ ζῆν live on bread Mt 4:4; Lk 4:4 (both Dt 8:3. cp. Ps.-Pla., Alcib. 1, 105c; Plut., Mor. 526d; Alciphron 3, 7, 5; SibOr 4, 154). ἐ. τῷ ῥήματί σου depending on your word Lk 5:5. οὐ συνῆκαν ἐ. τοῖς ἄρτοις they did not arrive at an understanding (of it) (by reflecting) on (the miracle of) the loaves Mk 6:52 (cp. Demosth. 18, 121 τί σαυτὸν οὐκ ἐλλεβορίζεις ἐ. τούτοις [sc. λόγοις];=why do you not come to an understanding concerning these words?). ἐ. τῇ πίστει on the basis of faith Ac 3:16; Phil 3:9. ἐπʼ ἐλπίδι on the basis of hope, supporting itself on hope Ac 2:26 (? s. ἐλπίς 1bα); Ro 4:18; 8:20; 1 Cor 9:10; Tit 1:2.—Ac 26:6 ἐπʼ ἐλπίδι gives the basis of the trial at law, as does ἐ. εὐεργεσίᾳ 4:9. ἀπολύειν τ. γυναῖκα ἐ. πορνείᾳ Mt 19:9 (cp. Dio Chrys. 26 [43], 10 ἀπολύειν ἐπʼ ἀργυρίῳ; Ath. 2, 3 κρίνεσθαι … μὴ ἐ. τῷ ὀνόματι, ἐ. δὲ τῷ ἀδικήματι). γυναικὸς ἐ. πόλλαις ἁμαρτίαις διαβληθείσης Papias (2:17). On the basis of the testimony of two witnesses (cp. Appian, Iber. 79 §343 ἤλεγχον ἐ. μάρτυσι) Hb 10:28 (Dt 17:6); sim. use of ἐ. τινί on the basis of someth.: 8:6; 9:10, 15 (here it may also be taken in the temporal sense; s. 18 below), 17. ἁμαρτάνειν ἐ. τῷ ὁμοιώματι τ. παραβάσεως Ἀδάμ Ro 5:14 (ὁμοίωμα 1). δαπανᾶν ἐ. τινι pay the expenses for someone Ac 21:24. ἀρκεῖσθαι ἐ. τινι be content w. someth. 3J 10.
    w. verbs of believing, hoping, trusting: πεποιθέναι (Wsd 3:9; Sus 35; 1 Macc 10:71; 2 Macc 7:40 and oft.) Lk 11:22; 18:9; 2 Cor 1:9; Hb 2:13 (2 Km 22:3). πιστεύειν Lk 24:25; Ro 9:33; 10:11; 1 Pt 2:6 (the last three Is 28:16). ἐλπίζειν (2 Macc 2:18; Sir 34:7) Ro 15:12 (Is 11:10); 1 Ti 4:10; 6:17; cp. 1J 3:3. παρρησιάζεσθαι Ac 14:3.
    after verbs which express feelings, opinions, etc.: at, because of, from, with (Hom. et al.) διαταράσσεσθαι Lk 1:29. ἐκθαυμάζειν Mk 12:17. ἐκπλήσσεσθαι Mt 7:28; Mk 1:22; Lk 4:32; Ac 13:12. ἐξίστασθαι (Jdth 11:16; Wsd 5:2 al.) Lk 2:47. ἐπαισχύνεσθαι (Is 1:29) Ro 6:21. εὐφραίνεσθαι (Sir 16:1; 18:32; 1 Macc 11:44) Rv 18:20. θαμβεῖσθαι Mk 10:24; cp. Lk 5:9; Ac 3:10. θαυμάζειν (Lev 26:32; Jdth 10:7 al.; Jos., Ant. 10, 277) Mk 12:17 v.l. μακροθυμεῖν (Sir 18:11; 29:8; 35:19) Mt 18:26, 29; Lk 18:7; Js 5:7. μετανοεῖν (Plut., Ag. 803 [19, 5]; Ps.-Lucian, Salt. 84; Prayer of Manasseh [=Odes 12] 7; Just., A I, 61, 10; D. 95, 3 al.) 2 Cor 12:21. ὀδυνᾶσθαι (cp. Tob 6:15) Ac 20:38. ὀργίζεσθαι Rv 12:17. σπλαγχνίζεσθαι Mt 14:14; Lk 7:13. συλλυπεῖσθαι Mk 3:5. στυγνάζειν 10:22. χαίρειν (PEleph 13, 3; Jos., Ant. 1, 294; Tob 13:15; Bar 4:33; JosAs 4:2; Ar. 15, 7) Mt 18:13; Lk 1:14; 13:17; Ro 16:19 al. χαρὰν καὶ παράκλησιν ἔχειν Phlm 7. χαρὰ ἔσται Lk 15:7; cp. vs. 10 (Jos., Ant. 6, 116 ἡ ἐ. τῇ νίκῃ χαρά). Also w. verbs that denote aroused feelings παραζηλοῦν and παροργίζειν make jealous and angry at Ro 10:19 (Dt 32:21). παρακαλεῖν 1 Th 3:7a (cp. Just., D. 78:8 παράκλησιν ἐχουσῶν ἐ.), as well as those verbs that denote an expression of the emotions ἀγαλλιᾶσθαι (cp. Tob 13:15; Ps 69:5) Lk 1:47; Hs 8, 1, 18; 9, 24, 2. καυχᾶσθαι (Diod S 16, 70; Sir 30:2) Ro 5:2. κοπετὸν ποιεῖν (cp. 3 Macc 4:3) Ac 8:2. ὀλολύζειν Js 5:1. αἰνεῖν (cp. X., An. 3, 1, 45 al.) Lk 2:20. δοξάζειν (Polyb. 6, 53, 10; cp. Diod S 17, 21, 4 δόξα ἐ. ἀνδρείᾳ=fame because of bravery) Ac 4:21; 2 Cor 9:13. εὐχαριστεῖν give thanks for someth. (s. εὐχαριστέω 2; UPZ 59, 10 [168 B.C.] ἐ. τῷ ἐρρῶσθαί σε τ. θεοῖς εὐχαρίστουν) 1 Cor 1:4; cp. 2 Cor 9:15; 1 Th 3:9.—ἐφʼ ᾧ = ἐπὶ τούτῳ ὅτι for this reason that, because (Diod S 19, 98; Appian, Bell. Civ. 1, 112 §520; Ael. Aristid. 53 p. 640 D.; Synes., Ep. 73 p. 221c; Damasc., Vi. Isid. 154; Syntipas p. 12, 9; 127, 8; Thomas Mag. ἐφʼ ᾧ ἀντὶ τοῦ διότι; cp. W-S. §24, 5b and 12f. S. WKümmel, D. Bild des Menschen im NT ’48, 36–40) Ro 5:12 (SLyonnet, Biblica 36, ’55, 436–56 [denies a causal sense here]. On the probability of commercial idiom s. FDanker, FGingrich Festschr. ’72, 104f, also Ro 5:12, Sin under Law: NTS 14, ’68, 424–39; against him SPorter, TynBull 41, ’90, 3–30, also NTS 39, ’93, 321–33; difft. JFitzmyer, Anchor Bible Comm.: Romans, ad loc. ‘w. the result that all have sinned’); 2 Cor 5:4; Phil 3:12; for, indeed 4:10.
    marker of addition to what is already in existence, to, in addition to. W. dat. (Hom. et al.; PEleph 5, 17 [284/283 B.C.] μηνὸς Τῦβι τρίτῃ ἐπʼ εἰκάδι; Tob 2:14; Sir 3:27; 5:5) προσέθηκεν τοῦτο ἐ. πᾶσιν he added this to everything else Lk 3:20 (cp. Lucian, Luct. [On Funerals], 24). ἐ. τ. παρακλήσει ἡμῶν in addition to our comfort 2 Cor 7:13. λύπη ἐ. λύπῃ grief upon grief Phil 2:27 v.l. (cp. Soph., Oed. C. 544, also Polyb. 1, 57, 1 πληγὴ ἐ. πληγῇ; Plut., Mor. 123f; Polyaenus 5, 52 ἐ. φόνῳ φόνον; Quint. Smyrn. 5, 602 ἐ. πένθει πένθος=sorrow upon sorrow; Sir 26:15). ἐ. τῇ σῇ εὐχαριστίᾳ to your prayer of thanks 1 Cor 14:16. So perh. also Hb 8:1. ἐ. πᾶσι τούτοις to all these Col 3:14; Lk 16:26 v.l. (X., Mem. 1, 2, 25 al.; Sir 37:15; cp. 1 Macc 10:42; Just., D. 133, 1 ἐ. τούτοις πᾶσι).—W. acc.: addition to someth. of the same kind Mt 6:27; Lk 12:25; Rv 22:18a. λύπην ἐ. λύπην sorrow upon sorrow Phil 2:27 (cp. Is 28:10, 13; Ezk 7:26; Ps 68:28).
    marker of perspective, in consideration of, in regard to, on the basis of, concerning, about, w. gen. (Antig. Car. 164 ἐ. τῶν οἴνων ἀλλοιοῦσθαι; 4 Macc. 2:9 ἐ. τῶν ἑτέρων … ἔστιν ἐπιγνῶναι τοῦτο, ὅτι …; Ath. 29, 2 τὰ ἐ. τῆς μανίας πάθη) ἐ. δύο ἢ τριῶν μαρτύρων on the evidence of two or three witnesses 1 Ti 5:19 (cp. TestAbr A 13 p. 92, 22ff. [Stone p. 32]). Sim. in the expr. ἐ. στόματος δύο μαρτύρων (Dt 19:15) Mt 18:16; 2 Cor 13:1. ἐπʼ αὐτῆς on the basis of it Hb 7:11. ἐπʼ ἀληθείας based on truth = in accordance w. truth, truly (Demosth. 18, 17 ἐπʼ ἀληθείας οὐδεμιᾶς εἰρημένα; POxy 255, 16 [48 A.D.]; Da 2:8; Tob 8:7; En 104:11) Mk 12:14, 32; Lk 4:25; 20:21; Ac 4:27. ἐφʼ ἑαυτοῦ based on himself = to or by himself (X., An. 2, 4, 10; Demosth. 18, 224 ἐκρίνετο ἐφʼ ἑαυτοῦ; Dionys. Hal., Comp. Verb. 16 ἐ. σεαυτοῦ. Cp. Kühner-G. I 498e) 2 Cor 10:7.—To introduce the object which is to be discussed or acted upon λέγειν ἐ. τινος speak of, about someth. (Pla., Charm., 155d, Leg. 2, 662d; Isocr. 6, 41; Aelian, VH 1, 30; Jer 35:8; EpArist 162; 170; Ath. 5:1 ἐ. τοῦ νοητοῦ … δογματίζειν) Gal 3:16. Do someth. on, in the case of (cp. 1 Esdr 1:22) σημεῖα ποιεῖν ἐ. τῶν ἀσθενούντων work miracles on the sick J 6:2.—On B 13:6 s. τίθημι 1bζ.—In ref. to someth. (Aristot., Pol. 1280a, 17; 4 Macc 12:5 τῶν ἐ. τῆς βασιλείας … πραγμάτων; Just., A I, 5, 1 ἐφʼ ἡμῶν ‘in our case’, D. 131, 4; Ath. 15, 3 ἐ. τῆς ὕλης καὶ τοῦ θεοῦ ‘as respects God and matter, so …’) ἐ. τινων δεῖ ἐγκρατεύεσθαι in certain matters one must practice self-control Hm 8:1. οὔτε … οἴδασι τὸν ἐ. τοῦ πυροῦ σπόρον nor do they comprehend (the figurative sense of) the sowing of wheat AcPlCor 2:26 (cp. 1 Cor 15:36f).
    marker of power, authority, control of or over someone or someth., over
    w. gen. (Hdt. 5, 109 al.; Mitt-Wilck. I/1, 124, 1=BGU 1120, 1 [5 B.C.] πρωτάρχῳ ἐ. τοῦ κριτηρίου; 287, 1; LXX; AscIs 2:5 τοῦ ἐ. τῶν πραγματε[ι] ῶν=Denis p. 109) βασιλεύειν ἐ. τινος (Judg 9:8, 10; 1 Km 8:7) Rv 5:10. ἔχειν βασιλείαν ἐ. τῶν βασιλέων 17:18. ἐξουσίαν ἔχειν ἐ. τινος have power over someone 20:6. διδόναι ἐξουσίαν ἐ. τινος 2:26. καθιστάναι τινὰ ἐ. τινος set someone over, put someone in charge, of someth. or someone (Pla., Rep. 5, 460b; Demosth. 18, 118; Gen 39:4f; 1 Macc 6:14; 10:37; 2 Macc 12:20 al.; EpArist 281; τεταγμένος En 20:5) Mt 24:45; Lk 12:42; Ac 6:3. εἶναι ἐ. τινος (Synes., Ep. 79 p. 224d; Tob 1:22; Jdth 14:13; 1 Macc 10:69) ὸ̔ς ἦν ἐ. πάσης τῆς γάζης αὐτῆς who was in charge of all her treasure 8:27. Of God ὁ ὢν ἐ. πάντων (Apollonius of Tyana [I A.D.] in Eus., PE 4, 13) Ro 9:5; cp. Eph 4:6. ὁ ἐ. τινος w. ὤν to be supplied (Demosth. 18, 247 al.; Diod S 13, 47, 6; Plut., Pyrrh. 385 [5, 7], Aemil. Paul. 267 [23, 6]; PTebt 5, 88 [118 B.C.] ὁ ἐ. τ. προσόδων; 1 Macc 6:28; 2 Macc 3:7; 3 Macc 6:30 al.; EpArist 110; 174) ὁ ἐ. τοῦ κοιτῶνος the chamberlain Ac 12:20.
    w dat. (X., Cyr. 1, 2, 5; 2, 4, 25 al., An. 4, 1, 13; Demosth. 19, 113; Aeschines 2, 73; Esth 8:12e; Just., A II, 5, 2 ἀγγέλοις οὓς ἐ. τούτοις ἔταξε; cp. Ath. 24, 3; Ath. 6, 4 τὸν ἐ. τῇ κινήσει τοῦ σώματος λόγον) Mt 24:47; Lk 12:44.
    w. acc. (X., Hell. 3, 4, 20 al.; Dionys. Byz. §56 θεῷ ἐ. πάντα δύναμις; LXX; PsSol 17:3, 32) βασιλεύειν ἐ. τινα rule over someone (Gen 37:8; Judg 9:15 B al.) Lk 1:33; 19:14, 27; Ro 5:14. καθιστάναι τινὰ ἐ. τινα set someone over someone (X., Cyr. 4, 5, 58) κριτὴν ἐφʼ ὑμᾶς as judge over you Lk 12:14; ἡγούμενον ἐπʼ Αἴγυπτον Ac 7:10; cp. Hb 2:7 v.l. (Ps 8:7); 3:6; 10:21. ἐξουσίαν ἔχειν ἐ. τι Rv 16:9. ἐξουσίαν διδόναι ἐ. τι (Sir 33:20) Lk 9:1; 10:19; Rv 6:8; cp. 22:14. φυλάσσειν φυλακὰς ἐ. τι Lk 2:8 (cp. En 100:5). ὑπεραίρεσθαι ἐ. τινα exalt oneself above someone 2 Th 2:4 (cp. Da 11:36); but here the mng. against is also poss. (s. 12b below). πιστὸς ἐ. τι faithful over someth. Mt 25:21, 23.
    marker of legal proceeding, before, w. acc. in the lang. of the law-courts ἐ. ἡγεμόνας καὶ βασιλεῖς ἄγεσθαι be brought before governors and kings Mt 10:18; cp. Lk 21:12 (cp. BGU 22, 36 [114 A.D.] ἀξιῶ ἀκθῆναι [=ἀχθῆναι] τ. ἐνκαλουμένους ἐ. σὲ πρὸς δέουσαν ἐπέξοδον; Just., A II, 2, 12 ἐ. Οὔρβικον). ὑπάγεις ἐπʼ ἄρχοντα you are going before the magistrate Lk 12:58; cp. Ac 16:19. ἤγαγον αὐτὸν ἐ. τὸν Πιλᾶτον Lk 23:1. ἐ. τοὺς ἀρχιερεῖς Ac 9:21. ἐ. Καίσαρα πορεύεσθαι come before the emperor 25:12. ἐ. τὰς συναγωγάς Lk 12:11. ἐ. τὸ βῆμα Ac 18:12. Cp. 3 above. Here the focus is on transfer to the judiciary.
    marker of purpose, goal, result, to, for, w. acc. (Demetr.: 722 Fgm. 2, 3 Jac. ἐ. κατοικίαν) ἐ. τὸ βάπτισμα for baptism=to have themselves baptized Mt 3:7 (cp. Just., A I, 61, 10 ἐ. τὸ λουτρόν; D. 56, 1 ἐ. τὴν … κρίσιν πεμφθεῖσι). ἐ. τὴν θεωρίαν ταύτην for (i.e. to see) this sight Lk 23:48 (sim. Hom. et al.; POxy 294, 18 [22 A.D.]; LXX; Tat. 23, 2 ἐ. τὴν θέαν). ἐ. τὸ συμφέρον to (our) advantage Hb 12:10 (cp. Tat. 6, 1; 34, 2 οὐκ ἐ. τι χρήσιμον ‘to no purpose’). ἐ. σφαγήν Ac 8:32 (Is 53:7); cp. Mt 22:5; ἐ. τ. τελειότητα Hb 6:1. ἐ. τοῦτο for this (X., An. 2, 5, 22; Jos., Ant. 12, 23) Lk 4:43. ἐφʼ ὅ; for what (reason)? Mt 26:50 v.l. (s. ὅς 1bα and 1iβ). Cp. 16.
    marker of hostile opposition, against
    w. dat. (Hom. et al.; 2 Macc 13:19; Sir 28:23 v.l.; fig. Ath. 22, 7 τοὺς ἐπʼ αὐτοῖς λόγους ‘counter-evidence’) Lk 12:52f (s. use of acc. b below); Ac 11:19. Cp. J 8:7 v.l. (1bβ above).
    w. acc. (Hdt. 1, 71; X., Hell. 3, 4, 20 al.; Jos., Ant. 13, 331; LXX; En; TestJud 3:1 al.; JosAs 19:2; Just., D. 103, 7; Tat. 36, 2) ὥρμησαν ἐ. αὐτόν Ac 7:57. ἔρχεσθαι Lk 14:31. ἐπαναστήσονται τέκνα ἐ. γονεῖς Mt 10:21; Mk 13:12; cp. ἔθνος ἐ. ἔθνος Mt 24:7; Mk 13:8. ἐφʼ ἑαυτόν divided against himself Mt 12:26; Mk 3:24f, 26; Lk 11:17f; cp. J 13:18 (s. Ps 40:10); Ac 4:27; 13:50 al.—Lk 12:53 (4 times; the first and third occurrences w. the acc. are prob. influenced by usage in Mic 7:6; the use of the dat. Lk 12:52f [s. a above] w. a verb expressing a circumstance is in accord with older Gk. [Il. et al.], which prefers the acc. with verbs of motion in ref. to hostility). Cp. 15.
    marker of number or measure, w. acc. (Hdt. et. al.; LXX; GrBar 3:6) ἐ. τρίς (CIG 1122, 9; PHolm α18) three times Ac 10:16; 11:10. So also ἐ. πολύ more than once Hm 4, 1, 8. ἐ. πολύ (also written ἐπιπολύ) in a different sense to a great extent, carefully (Hdt., Thu. et al.; Lucian, D. Deor. 6, 2; 25, 2; 3 Macc 5:17; Jos., Ant. 17, 107) B 4:1. ἐ. πλεῖον to a greater extent, further (Hdt., Thu. et al.; Diod S 11, 60, 5 al.; prob. 2 Macc 12:36; TestGad 7:2; Ar. 4, 3; Ath. 7, 1 ἐ. το πλεῖστον) 2 Ti 3:9; 1 Cl 18:3 (Ps 50:4). ἐ. τὸ χεῖρον 2 Ti 3:13. ἐφʼ ὅσον to the degree that, in so far as (Diod S 1, 93, 2; Maximus Tyr. 11, 3c ἐφʼ ὅσον δύναται; Hierocles 14 p. 451) Mt 25:40, 45; B 4:11; 17:1; Ro 11:13.
    marker indicating the one to whom, for whom, or about whom someth. is done, to, on, about
    w. dat. πράσσειν τι ἐ. τινι do someth. to someone Ac 5:35 (thus Appian, Bell. Civ. 3, 15 §51; cp. δρᾶν τι ἐ. τινι Hdt. 3, 14; Aelian, NA 11, 11); about γεγραμμένα ἐπʼ αὐτῷ J 12:16 (cp. Hdt. 1, 66). προφητεύειν ἐ. τινι Rv 10:11. μαρτυρεῖν bear witness about Hb 11:4; Rv 22:16. ἐ. σοὶ … φανερώσει κύριος τὸ λύτρον the Lord will reveal the salvation to you GJs 7:2.
    w. acc.
    α. ὁ ἄνθρωπος ἐφʼ ὸ̔ν γεγόνει τὸ σημεῖον the man on whom the miracle had been performed Ac 4:22 (cp. Just., D. 128, 1 κρίσεως γεγενημένης ἐ. Σόδομα). ἐφʼ ὸ̔ν λέγεται ταῦτα the one about whom this was said Hb 7:13 (cp. ἐ. πόρρω οὖσαν [γενεὰν] ἐγὼ λαλῶ En 1:2). γέγραπται ἐπʼ αὐτόν Mk 9:12f; cp. Ro 4:9; 1 Ti 1:18; βάλλειν κλῆρον ἐ. τι for someth. Mk 15:24; J 19:24 (Ps 21:19). ἀνέβη ὁ κλῆρος ἐ. Συμεών the lot came up in favor of Simeon GJs 24:4.
    β. of powers, conditions, etc., which come upon someone or under whose influence someone is: on, upon, to, over ἐγένετο ῥῆμα θεοῦ ἐ. Ἰωάννην the word of God came to John Lk 3:2 (cp. Jer 1:1). Of divine blessings (cp. En 1:8; ParJer 5:28) Mt 10:13; 12:28; Lk 10:6; 11:20; cp. 10:9; Ac 10:10. ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπʼ ἐμὲ ἡ δύναμις τ. Χριστοῦ that the power of Christ may rest upon me 2 Cor 12:9. χάρις θεοῦ ἦν ἐπʼ αὐτό Lk 2:40. Various verbs are used in ref. to the Holy Spirit, either in pass. or act. role, in connection w. ἐ. τινα: ἐκχεῖν Ac 2:17f (Jo 3:1f); cp. 10:45; Tit 3:6. ἀποστέλλειν (ἐξαποστέλλειν v.l.) Lk 24:49. ἐπέρχεσθαι 1:35; Ac 1:8 (Just., D. 87, 3; cp. ἔρχεσθαι A I, 33, 6; D. 49, 7 ἀπὸ τοῦ Ἠλίου ἐ. τὸν Ἰωάννην ἐλθεῖν). ἐπιπίπτειν 10:44. καταβαίνειν Lk 3:22; J 1:33. τίθεσθαι Mt 12:18 (cp. Is 42:1). Also εἶναι Lk 2:25. μένειν J 1:32f. ἀναπαύεσθαι 1 Pt 4:14. Of unpleasant or startling experiences Lk 1:12, 65; 4:36; Ac 13:11; 19:17; Rv 11:11.—Lk 19:43; 21:35, cp. vs. 34; J 18:4; Eph 5:6; cp. Rv 3:3.—Ro 2:2, 9; 15:3 (Ps 68:10). Of the blood of the righteous, that comes over or upon the murderers Mt 23:35; 27:25; Ac 5:28. Of care, which one casts on someone else 1 Pt 5:7 (Ps 54:23).
    marker of feelings directed toward someone, in, on, for, toward, w. acc., after words that express belief, trust, hope: πιστεύειν ἐ. τινα, w. acc. (Wsd 12:2; Just., D. 16:4 al.) Ac 9:42; 11:17; 16:31; 22:19; Ro 4:24. πίστις Hb 6:1. πεποιθέναι (Is 58:14) Mt 27:43; 2 Th 3:4; 2 Cor 2:3. ἐλπίζειν (1 Ch 5:20; 2 Ch 13:18 al.; PsSol 9:10; 17:3; Just., D. 16:4 al.) 1 Pt 1:13; 1 Ti 5:5. After words that characterize an emotion or its expression: for κόπτεσθαι (Zech 12:10) Rv 1:7; 18:9. κλαίειν Lk 23:28; Rv 18:9 (cp. JosAs 15:9 χαρήσεται ἐ. σέ). σπλαγχνίζεσθαι Mt 15:32; Mk 8:2; 9:22; Hm 4, 3, 5; Hs 9, 24, 2. χρηστός toward Lk 6:35. χρηστότης Ro 11:22; Eph 2:7; cp. Ro 9:23. Esp. also if the feelings or their expressions are of a hostile nature: toward, against (cp. λοιδορεῖν Just., D. 137, 2) ἀποτομία Ro 11:22. μαρτύριον Lk 9:5. μάρτυς ἐ. τ. ἐμὴν ψυχήν a witness against my soul (cp. Dssm., LO 258; 355 [LAE 304; 417]) 2 Cor 1:23. ἀσχημονεῖν 1 Cor 7:36. μοιχᾶσθαι Mk 10:11. τολμᾶν 2 Cor 10:2 (En 7:4). βρύχειν τ. ὀδόντας Ac 7:54. Cp. 12.
    marker of object or purpose, with dat. in ref. to someth. (Hom., Thu. et al.; SIG 888, 5 ἐ. τῇ τῶν ἀνθρ. σωτηρίᾳ; PTebt 44, 6 [114 B.C.] ὄντος μου ἐ. θεραπείᾳ ἐν τῷ Ἰσιείω; LXX; TestJob 3:5 ὁ ἐ. τῇ σωτηρίᾳ τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἐλθών; Jos., Ant. 5, 101; Just., A I, 29, 1 ἐ. παίδων ἀναστροφῇ; D. 91, 4 ἐ. σωτηρίᾳ τῶν πιστευόντων) καλείν τινα ἐ. τινι call someone for someth. Gal 5:13 (on ἐπʼ ἐλευθερίᾳ cp. Demosth. 23, 124; [59], 32); ἐ. ἀκαθαρσίᾳ for impurity, i.e. so that we should be impure 1 Th 4:7. κτισθέντες ἐ. ἔργοις ἀγαθοῖς for good deeds Eph 2:10. λογομαχεῖν ἐ. καταστροφῇ τῶν ἀκουόντων for the ruin of those who hear 2 Ti 2:14 (cp. Eur., Hipp. 511; X., Mem. 2, 3, 19 ἐ. βλάβη; Hdt. 1, 68 ἐ. κακῷ ἀνθρώπου; Polyb. 27, 7, 13 and PGM 4, 2440 ἐπʼ ἀγαθῷ=‘for good’). Cp. 11.
    marker in idiom of authorization, w. dat.: the formula ἐ. τῷ ὀνοματί τινος, in the name of someone, used w. many verbs (Just., D. 39, 6 w. γίνεσθαι, otherw. ἐ. ὀνόματος, e.g. A I, 61, 13; w. διὰ τοῦ ὀ. and in oaths κατὰ τοῦ ὀ. A II, 6, 6, D. 30, 3; 85, 2.—Ath. 23, 1 ἐ. ὀνόματι εἰδώλων.—ἐν τῷ ὀνόματι LXX; JosAs 9:1), focuses on the authorizing function of the one named in the gen. (cp. WHeitmüller [‘Im Namen Jesu’ 1903, 13ff], ‘in connection with, or by the use of, i.e. naming, or calling out, or calling upon the name’ [88]): βαπτίζειν Ac 2:38. δέχεσθαί τινα Mt 18:5; Mk 9:37; Lk 9:48. διδάσκειν Ac 4:18; 5:28. δύναμιν ποιεῖν Mk 9:39. ἐκβάλλειν δαιμόνια Lk 9:49 v.l. ἔρχεσθαι Mt 24:5; Mk 13:6; Lk 21:8. κηρύσσειν 24:47. λαλεῖν Ac 4:17; 5:40. Semantically divergent from the preceding, but formulaically analogous, is καλεῖν τινα ἐ. τῷ ὀν. τινος name someone after someone (2 Esdr 17:63) Lk 1:59.—ὄνομα 1dγג.—M-M.
    marker of temporal associations, in the time of, at, on, for
    w. gen., time within which an event or condition takes place (Hom.+) in the time of, under (kings or other rulers): in the time of Elisha Lk 4:27 (cp. Just., D. 46, 6 ἐ. Ἠλίου). ἐ. τῆς μετοικεσίας at the time of the exile Mt 1:11. Under=during the rule or administration of (Hes., Op. 111; Hdt. 6, 98 al.; OGI 90, 15; PAmh 43, 2 [173 B.C.]; UPZ 162 V, 5 [117 B.C.]; 1 Esdr 2:12; 1 Macc 13:42; 2 Macc 15:22; Jos., Ant. 12, 156 ἐ. ἀρχιερέως Ὀ.) ἐ. Ἀβιαθὰρ ἀρχιερέως under, in the time of, Abiathar the high priest Mk 2:26. ἐ. ἀρχιερέως Ἅννα καὶ Καιάφα Lk 3:2. ἐ. Κλαυδίου Ac 11:28 (Just., A I, 26, 2). ἐ. τῶν πατέρων in the time of the fathers 1 Cl 23:3. ἐπʼ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν in the last days (Gen 49:1; Num 24:14; Mi 4:1; Jer 37:24; Da 10:14) 2 Pt 3:3; Hs 9, 12, 3; cp. Hb 1:2. ἐπʼ ἐσχάτου τοῦ χρόνου in the last time Jd 18. ἐπʼ ἐσχάτου τῶν χρόνων at the end of the times/ages 1 Pt 1:20. ἐ. τῶν προσευχῶν μου when I pray, in my prayers (cp. PTebt 58, 31 [111 B.C.] ἐ. τ. διαλόγου, ‘in the discussion’; 4 Macc 15:19 ἐ. τ. βασάνων ‘during the tortures’; Sir 37:29; 3 Macc 5:40; Demetr.: 722, Fgm. 1, 14 Jac. ἐ. τοῦ ἀρίστου; Synes., Ep. 121 p. 258c ἐ. τῶν κοινῶν ἱερῶν) Ro 1:10; Eph 1:16; 1 Th 1:2; Phlm 4.
    w. dat., time at or during which (Hom. et al.; PTebt 5, 66 [118 B.C.]; PAmh 157; LXX; Just., A I, 13, 3 ἐ. χρόνοις Τίερίου) at, in, at the time of, during: ἐ. τοῖς νῦν χρόνοις in these present times 2 Cl 19:4. ἐ. τῇ πρώτῃ διαθήκῃ at the time of the first covenant Hb 9:15. ἐ. συντελείᾳ τ. αἰώνων at the close of the age 9:26 (Tat. 13, 1 ἐ. ς. τοῦ κόσμου; cp. Sir 22:10 and PLond III, 954, 18 p. 154 [260 A.D.] ἐ. τέλει τ. χρόνου; POxy 275, 20 [66 A.D.] ἐ. συνκλεισμῷ τ. χρόνου; En 27:3 ἐπʼ ἐσχάτοις αἰώσιν). ἐ. τῇ θυσίᾳ at the time of, together with, the sacrifice Phil 2:17. ἐ. πάσῃ τῇ μνείᾳ ὑμῶν at every remembrance of you Phil 1:3. ἐ. παροργισμῷ ὑμῶν during your wrath, i.e. while you are angry Eph 4:26. ἐ. πάσῃ τῇ ἀνάγκῃ in all (our) distress 1 Th 3:7b. ἐ. πάσῃ τῇ θλίψει 2 Cor 1:4. ἐ. τούτῳ in the meanwhile J 4:27 (Lucian, Dial. Deor. 17, 2, cp. Philops. 14 p. 41; Syntipas p. 76, 2 ἐφʼ ἡμέραις ἑπτα; 74, 6).
    w. acc.
    α. answering the question ‘when?’ on: ἐ. τὴν αὔριον (Sb 6011, 14 [I B.C.]; PRyl 441 ἐ. τὴν ἐπαύριον) (on) the next day Lk 10:35; Ac 4:5. ἐ. τὴν ὥραν τ. προσευχῆς at the hour of prayer 3:1 (Polyaenus 8, 17 ἐ. ὥραν ὡρισμένην).
    β. answering the qu. ‘how long?’ for, over a period of (Hom. et al.; Mitt-Wilck. II/2, 170, 8=BGU 1058, 9 [13 B.C.]; POxy 275, 9; 15 ἐ. τὸν ὅλον χρόνον; PTebt 381, 19 ἐφʼ ὸ̔ν χρόνον περίεστιν ἡ μήτηρ; LXX; En 106:15; TestJob 30:2 ἐ. ὥρας τρεῖς; TestJud 3:4; TestGad 5:11; Jos., Ant. 11, 2; Just., D. 142, 1 ἐ. ποσόν ‘for awhile’) ἐ. ἔτη τρία for three years (Phlegon: 257 Fgm. 36, 2, 1 Jac.) Lk 4:25. ἐ. τρεῖς ἡμέρας for three days (Diod S 13, 19, 2; Arrian, Anab. 4, 9, 4; GDI 4706, 119 [Thera] ἐπʼ ἀμέρας τρεῖς) GPt 8:30 al. ἐ. ἡμέρας πλείους over a period of many days (Jos., Ant. 4, 277) Ac 13:31.—16:18 (ἐ. πολλὰς ἡμέρας as Appian, Liby. 29 §124; cp. Diod S 3, 16, 4); 17:2; 19:8, 10, 34; 27:20; Hb 11:30. ἐ. χρόνον for a while (cp. Il. 2, 299; Hdt. 9, 22, 1; Apollon. Rhod. 4, 1257; Jos., Vi. 2) Lk 18:4. ἐ. πλείονα χρόνον (Diod S 3, 16, 6; Hero Alex. I p. 344, 17) Ac 18:20. ἐφʼ ὅσον χρόνον as long as Ro 7:1; 1 Cor 7:39; Gal 4:1. Also ἐφʼ ὅσον as long as Mt 9:15; 2 Pt 1:13 (for other mngs. of ἐφʼ ὅσον s. above under 13). ἐφʼ ἱκανόν (sc. χρόνον) for a considerable time (EpArist 109) Ac 20:11. ἐ. χρόνον ἱκανόν Qua. ἐ. πολύ for a long time, throughout a long period of time (Thu. 1, 7; 1, 18, 1; 2, 16, 1 al.; Appian, Liby. 5 §21; Arrian, Cyneg. 23, 1; Lucian, Toxar. 20; Wsd 18:20; Sir 49:13; JosAs 19:3; Jos., Vi. 66: Just., A I, 65, 3) Ac 28:6. ἐ. πλεῖον the same (schol. on Pind., N. 7, 56b; PLille 3, 16 [III B.C.]; Jdth 13:1; Sir prol. l. 7; Jos., Ant. 18, 150) Ac 20:9; any longer (Lucian, D. Deor. 5, 3; Appian, Hann. 54 §227; 3 Macc 5:8; Wsd 8:12; Ath. 12, 3) Ac 24:4; 1 Cl 55:1.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐπί

  • 8 εἰμί

    A sum), [dialect] Aeol. [full] ἔμμι Sapph.2.15, Theoc.20.32; Cret. [full] ἠμί GDI 4959a; [ per.] 2sg. εἶ, [dialect] Ep. and [dialect] Ion.

    εἰς Od.17.388

    , al., [dialect] Aeol. ἔσσι, [dialect] Ep. and [dialect] Dor.

    ἐσσί Il.1.176

    , Pi.O.6.90, Sophr.134;

    ἐσί GDI4959a

    ; [ per.] 3sg. ἐστί, [dialect] Dor.

    ἐντί IG12(1).677

    ([place name] Rhodes), Theoc.1.17, etc.; [ per.] 3 dual

    ἐστόν Th.3.112

    ; [ per.] 1pl. ἐσμέν, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. εἰμέν (also in Pi.P.3.60),

    ἐμέν Call.Fr. 294

    , [dialect] Dor.

    εἰμές Theoc.15.73

    , but

    ἠμέν GDI5178.34

    ; [ per.] 3pl. εἰσί ([etym.] - ίν), [dialect] Ep. and [dialect] Ion. ἔασι ([etym.] - ιν) Il.7.73, Xenoph.8.1, Antim.29, Herod.4.84, [dialect] Dor.

    ἐντί Pi.N.1.24

    , Theoc.11.45, IG9(1).32.22 ([place name] Phocis), etc.: imper. ἴσθι (

    ἔσθι Hecat.361

    J.), [dialect] Ep. and Lyr. also in [voice] Med. form

    ἔσσο Od.3.200

    , Sapph.1.28, Maced.Pae.31, late Prose

    ἔσο Plu.2.241d

    , M.Ant.3.5, Hld.5.12, Porph.Marc.34; [ per.] 3sg. ἔστω (

    ἤτω LXXPs.103.31

    , and late Inscrr., CIG2664, al.; but in Pl.R. 361c leg. ἴτω), [dialect] Dor. εἴτω, ἤτω, Heraclid. ap. Eust.1411.21, Elean

    ἤστω Schwyzer 424

    ; [ per.] 3pl. ἔστωσαν, but

    ἔστων Hom.

    , Pl.R. 502a,

    ὄντων Id.Lg. 879b

    , and early [dialect] Att. Inscrr., IG12.22, etc. ( ἔστωσαν first in ii B. C., ib.22.1328), [dialect] Dor. ἐόντων ib.1126: subj. ὦ, ᾖς, ᾖ, [dialect] Ep.

    ἔω Od.9.18

    ; [ per.] 3sg.

    ἔῃ Il.12.300

    ,al. (also

    ἔῃσι 2.366

    , al., ᾖσι ([etym.] ν) 19.202, Hes.Op. 294), also [dialect] Boeot.

    ἔνθω IG7.3172.165

    ,

    μετείω Il.23.47

    and perh.

    εἴῃ 9.245

    , etc.; [dialect] Dor. [ per.] 3pl.

    ὦντι SIG940.3

    ([place name] Crete),

    ἔωντι GDI5040.14

    ([place name] Hierapytna), [dialect] Boeot.

    ἴωνθι IG7.3171.46

    (iii B. C.): opt. εἴην, -ης (

    εἴησθα Thgn.715

    ), -η, also ἔοις, ἔοι, Il.9.284, 142, al., cf. Hdt.7.6; [ per.] 3pl.

    εἴοισαν Ἀρχ. Ἐφ. 1911.133

    ([place name] Gonni); [ per.] 3 dual

    εἴτην Pl. Prm. 149e

    , Sph. 243e; [ per.] 1pl.

    εἶμεν E.Alc. 921

    (lyr.), Pl.; [ per.] 2pl.

    εἶτε Od. 21.195

    ; [ per.] 3pl.

    εἶεν Il.2.372

    , etc.,

    εἴησαν Hdt.1.2

    , etc.; Elean ἔα, = εἴη, SIG9 (vi B. C.), and σύν-εαν, = συνεῖεν, GDI 1149 (vi B. C.): inf. εἶναι, Arc.

    ἦναι SIG306.9

    (Tegea, iv B. C.); [dialect] Ep. ἔμμεναι (also [dialect] Aeol.

    ἔμμεν' Sapph.34

    ), ἔμμεν (also Pi.P.6.42, S.Ant. 623 (lyr.)), ἔμεναι, ἔμεν, also

    ἔμειν SIG1166

    ([place name] Dodona); [dialect] Dor. εἶμεν Foed. ap. Th.5.77,79, IG7.1.7 ([place name] Megara),

    ἦμεν Test.Epict.5.16

    , Tab.Heracl.1.75, Cret. ἦμεν or

    ἤμην Leg.Gort.1.15

    , al., GDI4998i 2, al., Megar.

    εἴμεναι Ar.Ach. 775

    ,

    εἴμειν IG12(1).155.100

    ([place name] Rhodes), 14.952 ([place name] Agrigentum); εἶν ib. 12(9).211.10 ([place name] Eretria), SIG135.4 ([place name] Olynthus), etc.: part. ὤν, [dialect] Ep. ἐών, ἐοῦσα, ἐόν, Cypr.

    ἰών Inscr.Cypr.135.23

    H.; [dialect] Boeot. fem.

    ἰῶσα IG 7.3172.116

    (Orchom.), [dialect] Aeol. and [dialect] Dor. fem.

    ἔσσα Sapph.75.4

    , IG4.952.2 (Epid.), Theoc.28.16,

    ἐοῖσα Pi.P.4.265

    ,

    ἔασσα Lyr.Alex.Adesp. 9

    , Diotog. ap. Stob.4.7.62,

    εὖσα Erinn.5.5

    (also [dialect] Ion., Herod.5.16,

    εὔντων 2.85

    ),

    ἐᾶσα Ti.Locr.96d

    , IG5(1).1470.8 ([place name] Messene),

    ἴαττα Leg.Gort.8.47

    ; acc. sg.

    εὖντα Theoc.2.3

    ; nom. sg. εἴς in Heraclid. ap. Eust.1756.13, pl.

    ἔντες Tab.Heracl.1.117

    ; dat. pl. ἔντασσι ib.104; gen. pl.

    παρ-έντων Alcm. 64

    : [tense] impf.

    ἦν Il.2.77

    , etc., [dialect] Ep. ἔον (also [dialect] Aeol., Alc.127, Sapph.Oxy. 1787 Fr.3 ii 21), in [dialect] Att. (dub. in [dialect] Aeol., Alc. Supp.14.9), Ar.Pl.77, Pl.Phd. 61b, etc., but usu. altered to ἦν in codd. (and ἦν is required by metre in E. Ion 280), [var] contr. from [dialect] Ep. and [dialect] Ion. ἦα (Il.5.808, al., IG12(8).449.2 ([place name] Thasos), whence Hom.and later [dialect] Ion.

    ἔᾱ Il.4.321

    , al.,

    ἔας Hdt.1.187

    ,

    ἔατε Id.4.119

    ); [dialect] Ep. [ per.] 3sg. ἦεν, always with ν in Hom.; ἔην as [ per.] 1sg., only Il.11.762 (s. v.l., al. ἔον), freq. as [ per.] 3sg. (generally before a consonant, so that ἔεν is possible), sts. also ἤην; [ per.] 2sg. ἦσθα, later ἦς (wh. is v.l. in Pi.I.1.26), sts. in LXX (Jd. 11.35, Ru.3.2,al.), cf. Pl.Ax. 365e, Erinn.4.4, Ev.Matt.25.21, al.,

    ἦσθας Men.Epit. 156

    , [dialect] Ep. ἔησθα; [ per.] 3sg. ἦν, [dialect] Ep. ἔην, ἤην, ἦεν (v. supr.), [dialect] Dor. and [dialect] Aeol.

    ἦς Alc.Supp.30.1

    , Epich.102, Sophr.59, Theoc.2.90, SIG241.145 (Delph.); [ per.] 3 dual

    ἤστην Il.5.10

    , E.Hipp. 387, Ar.Eq. 982, Pl.Euthd. 272a, al.; [dialect] Dor. [ per.] 1pl.

    ἦμες Plu.Lyc.21

    ; [ per.] 2pl.

    ἦτε Pl.Euthd. 276c

    ,

    ἦστε Ar. Pax 821

    , Ec. 1086; [ per.] 3pl. ἦσαν, [dialect] Ion. and Poet. ἔσαν (in Hes.Th. 321, 825, ἦν is not pl. for ἦσαν, but is rather a peculiarity of syntax, v. infr. v, but is [ per.] 3pl. in Epich.46, al., SIG560.15 (Epidamnus, iii B. C.)); [dialect] Aeol.

    ἔον Schwyzer 644.12

    ; later

    ἤμην PSI4.362.21

    (iii B. C.), SIG527.46 (Crete, iii B. C.), IGRom.4.1740 ([place name] Cyme), always in LXX as Ba.1.19, cf. Ev.Matt.23.30, Plu.2.174a, etc., and sts. in codd. of earlier writers, Lys.7.34, Trag.Adesp. 124 (cited from E. Hel. 931 by Choerob. and from Id.Tr. 474 by Aps.), X.Cyr.6.1.9, Hyp.Ath.26, [ per.] 2sg.

    ἦσο Epigr.Gr.379

    ([place name] Aezani), [ per.] 3sg.

    ἦστο Supp.Epigr. 1.455.7

    ([place name] Phrygia), [ per.] 1pl.

    ἤμεθα PPetr.2p.11

    (iii B. C.), LXX Ba.1.19, 1 Ki.25.16, Ep.Eph.2.3; subj.

    ὦμαι PBaden 48.12

    (ii B. C.), ἦται GDI 1696, ἦνται prob. in IG5(1).1390.83 ([place name] Andania); [dialect] Ion. and [dialect] Ep. also ἔσκον, used by A.Pers. 656 (lyr.): [tense] fut. ἔσομαι, ἔσται, [dialect] Ep. and [dialect] Aeol. also ἔσσομαι, ἔσεται, ἔσσεται; [dialect] Aeol. [ per.] 2sg. ἔσσῃ prob. in Alc.67,87; [dialect] Dor. 2 and [ per.] 3sg. ἐσσῇ, ἐσσεῖται, Il.2.393, 13.317, Theoc.10.5, [ per.] 3pl. ἐσσοῦνται Foed. ap. Th.5.77 codd. (but

    ἔσσονται Tab.Heracl.1.113

    ), inf.

    ἐσσεῖσθαι Sophr.57

    .—All forms of the [tense] pres.ind. are enclitic (exc. [ per.] 2sg. εἶ and [ per.] 3pl. ἔασι); but [ per.] 3sg. is written ἔστι when it begins a sentence or verse, or when it immediately follows οὐκ, καί, εἰ, ὡς, ἀλλά, or τοῦτ', Hdn.Gr.1.553 (also μή acc. to EM301.3); later Gramm. wrote ἔστι as Subst. Verb, Phot., Eust.880.22.
    A as the Subst. Verb,
    I of persons, exist,

    οὐκ ἔσθ' οὗτος ἀνήρ, οὐδ' ἔσσεται Od.16.437

    ; ἔτ' εἰσί they are still in being, 15.433, cf. S.Ph. 445, etc.;

    τεθνηῶτος.. μηδ' ἔτ' ἐόντος Od.1.289

    ; οὐκέτ' ἐστί he is no more, E.Hipp. 1162; οὐδὲ δὴν ἦν he was not long- lived, Il.6.131; ὁ οὐκ ὤν, οἱ οὐκ ὄντες, of those who are no more, Th.2.45,44; οἱ ὄντες the living, Plb.9.29.2; ὁ ὤν the Eternal, LXX Ex.3.14, al., Ph.1.289;

    θεοὶ αἰὲν ἐόντες Il.1.290

    ; ἐσσόμενοι posterity, 2.119;

    κἀγὼ γὰρ ἦ ποτ', ἀλλὰ νῦν οὐκ εἴμ' ἔτι E.Hec. 284

    ; ὡς ἂν εἶεν ἅνθρωποι might continue in being, Pl.Smp. 190c;

    ζώντων καὶ ὄντων Ἀθηναίων D.18.72

    , cf. Arist.GC 318b25; of things, εἰ ἔστι ἀληθέως [ἡ τράπεζα] Hdt.3.17, etc.; of cities,

    ὄλωλεν, οὐδ' ἔτ' ἐστὶ Τροία E.Tr. 1292

    , cf. Heracl. 491; δοκεῖ μοι Καρχηδόνα μὴ εἶναι censeo Carthaginem esse delendam, Plu.Cat.Ma.27; ἂν ᾖ τὸ στράτευμα be in existence, D.8.17; of money, to be in hand,

    τῶν ὄντων χρημάτων καὶ τῶν προσιόντων IG12.91.25

    ; τὰ ὄντα property, Pl.Grg. 511a, Plu.Ant.24, etc.; τὸ ἐσόμενον ἐκ .. future revenue from.., BCH46.420 (Olymos, i B. C.); of place, τὴν οὖσαν ἐκκλησίαν the local church, Act.Ap.13.1; of time, τοῦ ὄντος μηνός in the current month, BGU146.4, etc.; in office,

    ἱερέων τῶν ὄντων PPar.5.4

    (ii B. C.); αἱ οὖσαι [ἐξουσίαι] the powers that be, Ep. Rom.13.1.
    II of the real world, be, opp. become,

    γίγνεται πάντα ἃ δή φαμεν εἶναι Pl.Tht. 152d

    , etc.; τὸ ὄν Being, Parm.8.35, Protag.2, Pl.Ti. 27d, etc.; opp. τὸ μὴ ὄν, Gorg.Fr.3 D., etc.;

    οὐδὲν γίνεται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος Epicur.Ep. 1p.5U.

    ;

    ἐξ οὐκ ὄντων ἐποίησεν αὐτὰ ὁ θεός LXX 2 Ma.7.28

    ; τὰ ὄντα the world of things, Heraclit.7, Emp.129.5, etc.; ὄνindecl., τῶν ὂν εἰδῶν species of Being, Plot.6.2.10.
    2 of circumstances, events, etc., to happen,

    τά τ' ἐόντα, τά τ' ἐσσόμενα, πρό τ' ἐόντα Il.1.70

    ;

    ἡ ἐσβολὴ ἔμελλεν ἔσεσθαι Th.2.13

    , etc.; τῆς προδοσίας οὔσης since treachery was there, Id.4.103; ἕως ἂν ὁ πόλεμος ᾖ so long as it last, Id.1.58;

    αἱ σπονδαὶ ἐνιαυτὸν ἔσονται Id.4.118

    ; τί ἐστιν; what is it? what's the matter? Ar.Th. 193; τί οὖν ἦν τοῦτο; how came it to pass? Pl.Phd. 58a: repeated with a relat. to avoid a positive assertion, ἔστι δ' ὅπῃ νῦν ἔ. things are as they are, i.e. are ill, A.Ag.67.
    III be the fact or the case, διπλασίαν ἂν τὴν δύναμιν εἰκάζεσθαι ἤ ἐστιν twice as large as it really is, Th.1.10; αὐτὸ ὅ ἐστι καλόν beauty in its essence, Pl.Smp. 211c, cf. Phd. 74b; freq. in part., τὸν ἐόντα λόγον λέγειν or φαίνειν the true story, Hdt.1.95, 116; τῷ ἐόντι χρήσασθαι tell the truth, ib. 30;

    τὰ ὄντα ἀπαγγέλλειν Th.7.8

    ; σκῆψιν οὐκ οὖσαν, λόγον οὐκ ὄντα, S.El. 584, Ar.Ra. 1052; τῷ ὄντι in reality, in fact, Pl.Prt. 328d, etc.; to apply a quotation to a case in point, τῷ ὄντι κλαυσίγελως real 'smiles through tears' (with allusion to Il.6.484), X.HG7.2.9, cf. Pl. La. 196d; κατὰ τὸ ἐόν according to the fact, rightly, Hdt.1.97; πᾶν τὸ ἐόν the whole truth, Id.9.11;

    τοῦ ἐόντος ἀποτεύξεται Hp.VM 2

    .
    IV folld. by the relat., οὐκ ἔστιν ὅς or ὅστις no one,

    οὐκ ἔσθ' ὃς.. ἀπαλάλκοι Il.22.348

    ;

    οὐκ ἔ. οὐδεὶς ὅς E.El. 903

    ; οὐκ ἔ. ὅτῳ, = οὐδενί, A.Pr. 293 (anap.), cf. 989: freq. in pl., εἰσὶν οἵ, = Lat. sunt qui, used exactly like ἔνιοι, Th.6.88, 7.44, Pl.Men. 77d, Grg. 503a, etc. ( εἰσί τινες οἵ .. Th.3.24); ἐστὶν ἃ χωρία, πολίσματα, Id.1.12,65;

    ἐστὶν ἃ εἰπεῖν Id.2.67

    ;

    ἦσαν οἵ X.An.5.2.14

    ; the sg. Verb is used even with masc. and fem. pl., ἐστὶν οἵ, αἵ, Hp.Fract.1, VC4, X.Cyr.2.3.16; more freq. in oblique cases,

    ποταμῶν ἐστὶ ὧν Hdt.7.187

    ;

    ἐστὶν ἀφ' ὧν Th.8.65

    ; ἐστὶ παρ' οἷς, ἐστὶν ἐν οἷς, Id.1.23, 5.25: in questions ὅστις is used, ἔστιν ἥντινα δόξαν.. ἀπεκρίνατο; Pl.Men. 85b: with relat. Particles, ἐστὶν ἔνθα, = Lat. est ubi, X.Cyr.7.4.15, etc.; ἐ. ὅπῃ, ἔσθ' ὅπου, somehow, somewhere, Pl.Prt. 331d, A.Eu. 517, S.OT 448, etc.; in questions expecting a neg. answer, ἐ. ὁπόθεν, ὅπως; Pl.Phlb. 35a, R. 493e, etc.;

    οὐ γάρ ἐσθ' ὅπως Pi.Fr.61

    , cf. Hdt.7.102, A.Ag. 620; οὐκ ἔ. ὅπως οὐ in any case, necessarily, Ar. Pax 188;

    οὐκ ἔ. ὡς Pl. Men. 76e

    , etc.; ἐ. ὅτε, ἔσθ' ὅτε, sometimes, Pi.Fr.180.2, S.Aj.56, Th. 7.21, etc.
    V ἦν is sts. used with pl. masc. and fem., usu. at the beginning of a sentence, there was,

    τῆς δ' ἦν τρεῖς κεφαλαί Hes.Th. 321

    ; (but in

    ἦν δ' ἐρῳδιοί τε πολλοί Epich.46

    , cf. 59, al., it may be taken as [dialect] Dor. [ per.] 3pl.);

    ἦν δ' ἀμφίπλεκτοι κλίμακες S.Tr. 520

    (lyr.); ἦν ἄρα κἀκεῖνοι ταλακάρδιοι Epigr. ap. Aeschin.3.184; less freq.

    ἔστι, ἔστι δὲ μεταξὺ.. ἑπτὰ στάδιοι Hdt.1.26

    , cf. 7.34;

    ἔστι.. ἄρχοντές τε καὶ δῆμος Pl.R. 463a

    ; before dual Nouns, Ar.V.58, Pl.Grg. 500d.
    VI ἔστι impers., c. inf., it is possible,

    ἔστι γὰρ ἀμφοτέροισιν ὀνείδεα μυθήσασθαι Il.20.246

    ;

    ἔστι μὲν εὕδειν, ἔστι δὲ τερπομένοισιν ἀκούειν Od. 15.392

    ; εἴ τί πού ἐστι (sc. πιθέσθαι) 4.193;

    τοιάδε.. ἐστὶν ἀκοῦσαι A. Pr. 1055

    (anap.);

    ἔστι τεκμήρια ὁρᾶν X.An.3.2.13

    , cf. Ar.Ra. 1163, Aeschin.3.105, D.18.272, Arist.Ath.53.6, etc.; so in imper., opt., and subj.,

    ἔστω ἀποφέρεσθαι τῷ βουλομένῳ IG12.10.7

    ;

    μυρία ἂν εἴη λέγειν Pl.Plt. 271e

    ;

    ὅπως ἂν ᾖ δρᾶν IG2.1054.91

    : more freq. in neg. clauses, Il.6.267, etc.; folld. by ὥστε c. inf., S.Ph. 656: c. acc. et inf.,

    ἁδόντα δ' εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν Pi.P.2.96

    ;

    ἔστιν ἐκπεσεῖν ἀρχῆς Δία A.Pr. 757

    : sts. not impers. in this sense,

    θάλασσα δ' οὐκέτ' ἦν ἰδεῖν Id.Pers. 419

    .
    B most freq., to be, the Copula connecting the predicate with the Subject, both being in the same case: hence, signify, import,

    τὸ γὰρ εἴρειν λέγειν ἐστίν Pl.Cra. 398d

    ; esp. in the phrase τοῦτ' ἔστι, hoc est;

    Σκαιόλαν, ὅπερ ἐστὶ Λαϊόν Plu.Publ.17

    : with numerals, τὰ δὶς πέντε δέκα ἐστίν twice five are ten, X.Mem.4.4.7; εἶναί τις or τι, to be somebody, something, be of some consequence, v. τις; οὐδὲν εἶναι Pl.R. 562d, etc.
    2 periphr. with the Participle to represent the finite Verb: with [tense] pf. part. once in Hom., τετληότες εἰμέν, for τετλήκαμεν, Il.5.873; so in Trag. and [dialect] Att., ἦν τεθνηκώς, for ἐτεθνήκει, A. Ag. 869; ἔσται δεδορκώς ib. 1179;

    εἰμὶ γεγώς S.Aj. 1299

    ;

    πεφυκός ἐστι Ar.Av. 1473

    ;

    δεδρακότες εἰσίν Th.3.68

    ;

    κατακεκονότες ἔσεσθε X.An.7.6.36

    : with [tense] aor. part., once in Hom.,

    βλήμενος ἦν Il.4.211

    ; so προδείσας εἰμί, οὐ σιωπήσας ἔσει; S.OT90, 1146, cf. A.Supp. 460: with [tense] pres. part.,

    ἦν προκείμενον Id.Pers. 371

    ;

    φεύγων Ὀρέστης ἐστίν Id.Ch. 136

    ;

    εἴην οὐκ ἂν εὖ φρονῶν S.Aj. 1330

    ; τί δ' ἐστί.. φέρον; Id.OT 991, cf. 274, 708;

    λέγων ἐστίν τις E.Hec. 1179

    ;

    ἦν τίς σ' ὑβρίζων Id.HF 313

    ;

    πόρρω ἤδη εἶ πορευόμενος Pl.Ly. 204b

    ;

    βαδίζων εἰμί Ar.Ra. 36

    ; freq. in Hdt.,

    ἦσαν ἱέντες 1.57

    , al.; even

    εἰσὶ διάφοροι ἐόντες 3.49

    (s.v.l.):— if the Art. is joined with the Part., the noun is made emphatic, Κᾶρές εἰσι οἱ καταδέξαντες the persons who showed her were Carians, Id.1.171;

    αὐτὸς ἦν ὁ μαρτυρῶν A.Eu. 798

    ;

    δόλος ἦν ὁ φράσας S.El. 197

    (anap.).
    C εἶναι is freq. modified in sense by the addition of Advbs., or the cases of Nouns without or with Preps.:
    I εἶναι with Advbs., where the Adv. often merely represents a Noun and stands as the predicate,

    ἅλις δέ οἱ ἦσαν ἄρουραι Il.14.122

    , etc.; ἀκέων, ἀκήν εἶναι, to be silent, 4.22, Od.2.82;

    σῖγα πᾶς ἔστω λεώς E.Hec. 532

    ;

    διαγνῶναι χαλεπῶς ἦν ἄνδρα ἕκαστον Il.7.424

    ; ἀσφαλέως ἡ κομιδὴ ἔσται will go on safely, Hdt.4.134; ἐγγύς, πόρρω εἶναι, Th.6.88, Pl.Prt. 356e: freq. impers. with words implying good or ill fortune, Κουρήτεσσι κακῶς ἦν it fared ill with them, Il.9.551;

    εὖ γὰρ ἔσται E.Med.89

    , cf. Ar.Pl. 1188, etc.;

    ἡδέως ἂν αὐτοῖς εἴη D.59.30

    .
    II c. gen., to express descent or extraction,

    πατρὸς δ' εἴμ' ἀγαθοῖο Il.21.109

    ;

    αἵματός εἰς ἀγαθοῖο Od. 4.611

    , cf. Hdt.3.71, Th.2.71, etc.;

    πόλεως μεγίστης εἶ X.An.7.3.19

    .
    d to express that a thing belongs to another,

    Τροίαν Ἀχαιῶν οὖσαν A.Ag. 269

    ;

    τὸ πεδίον ἦν μέν κοτε Χορασμίων Hdt.3.117

    , etc.: hence, to be of the party of,

    ἦσαν.. τινὲς μὲν φιλίππου, τινὲς δὲ τοῦ βελτίστου D.9.56

    , cf. 37.53; to be de pendent upon, S.Ant. 737, etc.; to be at the mercy of,

    ἔστι τοῦ λέγοντος, ἢν φόβους λέγῃ Id.OT 917

    .
    e to express one's duty, business, custom, nature, and the like , οὔτοι γυναικός ἐστι 'tis not a woman's part, A.Ag. 940;

    τὸ ἐπιτιμᾶν παντὸς εἶναι D.1.16

    ; τὸ δὲ ναυτικὸν τέχνης ἐστίν is matter of art, requires art, Th.1.142, cf.83.
    III with the dat., ἐστί μοι I have, freq. in Hom., etc.
    3 with ἄσμενος, βουλόμενος, etc., added, ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη 'twould be to my delight, Il.14.108;

    οὐκ ἂν σφίσι βουλομένοις εἶναι Th.7.35

    ;

    προσδεχομένῳ Id.6.46

    ;

    θέλοντι S.OT 1356

    (lyr.);

    ἡδομένοις Pl.La. 187c

    .
    IV with Preps., εἶναι ἀπό τινος, = εἶναί τινος (supr. 11.a), X.Mem.1.6.9;

    εἰσὶν ἀπ' ἐναντίων αὗται πραγμάτων Pl.Phlb. 12d

    ; but εἶναι ἀπ' οἴκου to be away from.., Th.1.99.
    2 εἶναι ἔκ τινος to be sprung from, εἴμ' ἐκ Παιονίης, Μυρμιδόνων ἔξ εἰμι, Il.21.154, 24.397, etc.; ἔστιν ἐξ ἀνάγκης it is of necessity, i. e. necessary, Pl.Sph. 256d.
    3 εἶναι ἐν .. to be in a certain state,

    ἐν εὐπαθείῃσι Hdt.1.22

    ; ἐν ἀθυμία, etc., Th.6.46, etc.;

    ἐν ταραχαῖς D.18.218

    ; εἶναι ἐν ἀξιώματι to be in esteem, Th.1.130; οἱ ἐν τέλεϊ ἐόντες those in office, Hdt.3.18, etc.; but εἶναι ἐν τέχνῃ, ἐν φιλοσοφία to be engaged in.., S.OT 562, Pl.Phd. 59a.
    b ἐν σοί ἐστι it depends on thee, Hdt.6.109, S.Ph. 963;

    ἐν σοὶ γάρ ἐσμεν Id.OT 314

    ; so also

    ἐπί τινι Id.Ph. 1003

    , X.Cyr.1.6.2, etc.
    4 εἶναι διά .., much like εἶναι ἐν .., εἶναι διὰ φόβου, = φοβεῖσθαι, Th.6.34; εἶναι δι' ὄχλου, = ὀχληρὸν εἶναι, Id.1.73;

    εἶναι διὰ μόχθων X.Cyr.1.6.25

    ; εἶναι δι' αἰτίας, = αἰτιᾶσθαι, D.H.1.70; Geom., pass through,

    διὰ τᾶς ἑτέρας διαμέτρου ἐόντος τοῦ ἐπιπέδου Archim.Con.Sph.20

    .
    6 εἶναι πρός τινος to be in one's favour, Th.4.10,29, etc.; to suit, X.An. 1.2.11, etc.; εἶναι πρός τινι engaged in, Pl.Phd. 84c, Philostr.VA5.31; πρὸς τοῖς ἰδίοις mind one's own affairs, Arist.Pol. 1309a6, Ath.16.3;

    εἶναι πρὸς τὸ κωλύειν Plb.1.26.3

    ; πρὸς τὸ πονεῖν Telesp.46 H.;

    εἶναι περί τι X.An.3.5.7

    , etc.
    7 εἶναι παρά τινι or τινα, = παρειναι, Id.Cyr.6.2.15, Hdt.8.140.ά (s.v.l.).
    8 εἶναι ὑπό τινα or τινι to be subject to.., X.HG5.2.17 (s.v.l.), 6.2.4.
    9 περὶ τούτων ἐστίν that is the question, Men.Epit.30.
    10 εἶναι ἀπό .., in Geom., to be constructed upon, Archim.Sph.Cyl.2.9, Con.Sph.7.
    D ἐστί is very freq. omitted, mostly in the [tense] pres. ind. before certain predicates, as ἀνάγκη, ἄξιον, δυνατόν, εἰκός, ἕτοιμον, οἷόν τε, ῥᾴδιον, χρεών, etc., and after the neut. of Verbals in - τέος, and such forms as θαυμαστὸν ὅσον: less freq. with other persons and moods, εἰμί omitted, S.OT92, Aj. 813; εἶ, Od.4.206; ἐσμέν, S.Ant. 634; ἐστέ, Od.10.463; εἰσί, S.OT 499 (lyr.), IG2.778 B; subj. , Il.14.376, E.Hipp. 659, Antipho 5.32; opt. εἴη, IG22.1183.12; [tense] impf. ἦν, ib.2.778 B; [tense] fut. ἔσονται, Od.14.394.
    E the Inf. freq. seems redundant,
    1 in phrases implying power or will to do a thing, ἑκὼν εἶναι (v. ἑκών)

    κατὰ δύναμιν εἶναι Is.2.32

    ;

    εἰς δύναμιν εἶναι Pl.Plt. 300c

    ; τὸ ἐπ' ἐκείνοις εἶναι, quantum in illis esset, Th.8.48, X.HG3.5.9, cf. Lys.13.58;

    τὸ ἐπὶ σφᾶς εἶναι Th.4.28

    ;

    τὸ κατὰ τοῦτον εἶναι X.An.1.6.9

    ;

    κατὰ τοῦτο εἶναι Pl.Prt. 317a

    ; τὸ τήμερον, τὸ νῦν εἶναι, Id.Cra. 396e, La. 201c, Theopomp. Com.98, Decr. ap. Arist.Ath.31.2, etc.
    F [tense] impf. ἦνissts. used where other languages take the [tense] pres.,
    1 after ἄρα, to express a fact which is and has always been the same, δέρμα δὲ ἀνθρώπου.. ἦν ἄρα σχεδὸν δερμάτων πάντων λαμπρότατον human skin then it appears is.., Hdt.4.64;

    Κύπρις οὐκ ἄρ' ἦν θεός E. Hipp. 359

    ; ὡς ἄρ' ἦσθ' ἐμὸς πατὴρ ὀρθῶς ib. 1169;

    ἦ πολύμοχθον ἄρ' ἦν γένος.. ἁμερίων Id.IA 1330

    ;

    ἦ στωμύλος ἦσθα Theoc.5.79

    ; so also when there is reference to a past thought, τουτὶ τί ἦν; what is this? Ar.Ach. 157, cf. Pl.Cra. 387c: so in the Aristotelian formula τὸ τί ἦν εἶναι (APo.82b38, al.), used to express the essential nature of a thing, where τί ἦν (for ἐστί) takes the place of the dat. in such phrases as τὸ ἀγαθῷ εἶναι, τὸ μεγέθει εἶναι, APr.67b12, de An.429b10.
    G ἐγώ εἰμι, in LXX, pleonastic for

    ἐγώ, ἐγώ εἰμι οὐχ ἥμαρτον Jd. 11.27

    , cf. 6.18; also

    ἔσται πᾶς ἀποκτενεῖ με Ge.4.14

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰμί

  • 9 ὄρνυμι

    ὄρνῡμι or [suff] ὀρνῑθ-ύω, poet. Verb: from the former come imper. ὄρνῠθι, ὄρνῠτε, Il.6.363, Od.10.457, al. ; inf.
    A

    ὀρνύμεναι Il.17.546

    ,

    ὀρνύμεν 9.353

    , al.; and from the latter, [tense] pres.

    ὀρνύει Pi.O.13.12

    , cf. Orph.L. 222 : [ per.] 3sg. and pl. [tense] impf. ὤρνυε, -υον, Od.21.100, Il.12.142 : [tense] fut.

    ὄρσω 21.335

    , Pi.N.9.8, S.Ant. 1060 : [tense] aor.

    ὦρσα Il.5.629

    , al., Hes.Th. 523, A. Pers. 496; [dialect] Ion. [ per.] 3sg.

    ὄρσασκε Il.17.423

    : redupl. [tense] aor. 2

    ὤρορε 2.146

    , Od.4.712, etc. (but ὤρορε stands for ὄρωρε, Il.13.78, Od.8.539):— [voice] Med. ὄρνῠμαι, used by Hom. in [ per.] 3sg.

    ὄρνυται Il.5.532

    , al., imper. ὄρνυσθε ib. 102, al., part.

    ὀρνύμενος 20.158

    , al.: [tense] impf. ὠρνύμην, used by Hom. in [ per.] 3sg. and pl.,

    ὤρνῠτο Il.3.267

    , al.,

    ὤρνυντο Od.2.397

    , al.: [tense] fut. [ per.] 3sg.

    ὀρεῖται Il.20.140

    : [tense] aor. 2 ὠρόμην, [ per.] 3sg.

    ὤρετο 12.279

    ,14.397, also very freq. ὦρτο, 5.590, al.; [ per.] 3pl. without augm.

    ὄροντο Od.3.471

    (but v. ὄρομαι),

    ὀρέοντο Il.2.398

    ,23.212 (unless this is [tense] impf.); imper. ὄρσο or ὄρσεο, 5.109, al., 3.250, al.; [dialect] Ion. [var] contr.

    ὄρσευ 4.264

    , 19. 139; subj.

    ὄρηται Od.16.98

    ,al. ; inf.

    ὄρθαι Il.8.474

    ; part.

    ὀρόμενος A. Th.87

    , 115 (both lyr.),

    ὄρμενος Il.11.326

    , al., and in lyr. passages of Trag., A.Ag. 1408 (cf. 429), Supp. 422, S.OT 177: to the [voice] Med. also belongs the [tense] pf. ὄρωρα, used by Hom. only in [ per.] 3sg. ὄρωρε (v. supr.), subj.

    ὀρώρῃ Il.9.610

    , al.; and [tense] plpf.

    ὀρώρει 2.810

    , al. (cf. ὄρομαι), also

    ὠρώρει 18.498

    , A.Ag. 653, S.OC 1622:—[voice] Pass., [tense] perf. ὀρώρεται, = ὄρωρε, Od. 19.377 ; subj.

    ὀρώρηται Il.13.271

    : [ per.] 3pl. [tense] aor.

    ὦρθεν Corinn.Supp.1.21

    . (Cf. Skt. ṛṇóti 'rush', [tense] aor. [ per.] 3sg. ārta = ὦρτο, Lat. orior; cf. also ἔρσεο, ἔρσῃ, and ἔρετο in Hsch.):—stir, stir up; esp.
    1 of bodily movement, urge on, incite,

    τινὰ ἐπί τινι Il.5.629

    , 12.293; οἱ ἐπ' αἰετὸν ὦρσε let loose his eagle upon him, Hes.Th. 523;

    τινὰ ἀντία τινός Il.20.79

    ; rarely,

    τινὰ εἰς ἀυάταν Pi.P.2.29

    : c. inf., Ζεὺς ὦρσε μάχεσθαι urged them on to fight, Il.13.794, cf. 17.273;

    τὴν.. ῥέξαι θεὸς ὤρορεν ἔργον Od.23.222

    ;

    τόλμα μοι γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν Pi.O.13.12

    , cf. P.4.170, S.Ant. 1060:—[voice] Med., with [tense] pf. ὄρωρα, move, stir oneself, εἰς ὅ κε.. μοι φίλα γούνατ' ὀρώρῃ while my limbs have power to move, Il.9.610, cf. Od.18.133, etc.: used by Hom. in imper. ὄρσεο, up! arise! (like ἄγε and ἴθι) in exhorting, Il.3.250, al.;

    ὄρσο 5.109

    ,24.88;

    ἀλλ' ὄρσευ πόλεμόνδε 4.264

    , 19.139: in hostile sense, rush on, rush furiously,

    ὦρτο δ' ἐπ' αὐτοὺς [Ἕκτωρ] 5.590

    , 11.343;

    ὦρτο δ' ἐπ' αὐτῷ 21.248

    ;

    ὤρνυτο χαλκῷ Τυδεΐδης 5.17

    , etc.;

    ὄρνυται λαός A.Th.89

    (lyr.), cf. 419(lyr.), S.OC 1320.
    2 make to arise, call forth,

    ἀπ' Ὠκεανοῦ.. Ἠριγένειαν ὦρσεν Od.23.348

    , cf. 7.169; awaken, arouse from sleep,

    ὦρσεν.. Ἱπποκόωντα Il.10.518

    ; of animals, start, chase,

    ὦρσαν δὲ Νύμφαι.. αἶγας ὀρεσκῴους Od.9.154

    ;

    ὡς δ' ὅτε νεβρὸν ὄρεσφι κύων.. ὄρσας ἐξ εὐνῆς Il.22.190

    :— [voice] Med., arise, start up, esp. from bed,

    Ἠὼς ἐκ λεχέων.. ὤρνυθ' 11.2

    ;

    ὤρνυτ' ἄρ' ἐξ εὐνῆφιν Od.2.2

    , etc.;

    ἀπὸ θρόνου ὦρτο φαεινοῦ Il.11.645

    ; ἀπὸ χθονὸς ὤρνυτο attacked from.., 5.13 : abs.,

    ὀρνυμένοιο ἄνακτος Hes.Th. 843

    : c. inf., rise to do a thing, set about it,

    οἱ δ' εὕδειν ὤρνυντο Od.2.397

    (so c. part., ὄρσο κέων get thee to bed, 7.342);

    ὦρτο.. ἴμεν 7.14

    , cf. Hes.Sc. 40;

    ὦρτο πέτεσθαι Il.13.62

    , etc.; ὤρετο.. Ζεὺς νειφέμεν started or began to.., 12.279 ; without inf.,

    ὤρορε θεῖος ἀοιδός Od.8.539

    .
    3 freq. used of things as well as persons, call forth, excite, of storms and the like , which the gods call forth,

    ὄρσας.. ἀνέμων.. ἀϋτμήν 11.407

    , cf. Il.14.254, 21.335 ;

    νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὦρσε 1.10

    , etc.;

    θεὸς χειμῶν' ἄωρον ὦρσε A.Pers. 496

    :—and in [voice] Med., arise,

    ὀρώρει δ' οὐρανόθεν νύξ Od.5.294

    , al. ;

    φλὸξ ὦρτο Il.8.135

    ;

    ὅτε τις χειμὼν.. ὄροιτο Od.14.522

    ;

    ὦρτο δὲ κῦμα πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ Il.23.214

    ;

    πῦρ ὄρμενον ἐξαίφνης 17.738

    , cf. S.OT 177 (lyr.).
    b of human actions, passions, and the like ,

    ὄρσαι πόλεμον Il.4.16

    ;

    ἔριν Od.3.161

    ;

    ἐν δὲ κυδοιμὸν ὦρσε κακόν Il.11.53

    ;

    ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο 23.108

    , al. ;

    μή μοι γόον ὄρνυθι Od.17.46

    , cf. 10.457 ;

    ἐν φόβον ὦρσε Il.13.362

    ;

    ἐν μένος ὦρσεν 8.335

    :—and in [voice] Med.,

    φευγόντων δ' οὔτ' ἂρ κλέος ὄρνυται οὔτε τις ἀλκή 5.532

    ;

    καί μοι μένος ὤρορε 13.78

    ;

    ὅππῃ οἱ νόος ὄρνυται Od.1.347

    ;

    ἔριδος μέγα νεῖκος ὀρώρει Il.17.384

    ;

    τῶν δὲ στόνος ὤρνυτ' ἀεικής 10.483

    , al.; δοῦρα ὄρμενα πρόσσω the darts flying on wards, 11.572 ;

    ὀρνυμένων πολέμων Pi.O.8.34

    ; ἀφρὸς ἀπὸ χροὸς ὤρνυτο started from the skin, Hes.Th. 191 ;

    ὠς λόγος ἐκ πατέρων ὄρωρεν Alc.71

    .
    4 A.R. uses ὄρωρε nearly as = ἐστί, 1.713, al. ; ὀρώρει = ἦν, 2.473, 3.457.—The Verb is mainly used in [dialect] Ep. and Lyr. poetry; seldom found in Trag. trim.,

    ὄρσω S.Ant. 1060

    ;

    ὦρσα A.Pers. 496

    ;

    ὄρνυμαι S.OC 1320

    ; ὠρώρει ib. 1622, A.Ag. 653 ; prob. never in Com. (Ar.Ra. 1529 is mock-Epic) or correct Prose.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄρνυμι

  • 10 ἕως

    ἕως (Hom.+)
    to denote the end of a period of time, till, until.
    as conjunction
    α. w. the aor. ind. (Lysias 25, 26; Ps.-Demosth. 47, 58; Wsd 10:14; 1 Macc 10:50; Jdth 10:18; En 13:7; 102:10; PsSol 2:26; 4:10; SibOr 5, 528; Ar. 12, 2) ἕως ἐστάθη until it stood still Mt 2:9. ἕως ἦλθεν ὁ κατακλυσμός until the flood came 24:39.—Ac 19:10 D.
    β. w. the aor. subj. and, as the rule requires (s. AFuchs, D. Temporalsätze mit d. Konj. ‘bis’ u. ‘so lange als.’ 1902), ἄν (X., An. 5, 1, 11; SIG 966, 11; 1207, 10; PPetr II, 40a, 28; POxy 1124, 7; Gen 24:14; 49:10; Ex 33:22; Lev 22:4 and oft. LXX; TestAbr B 7 p. 112, 2 [Stone p. 72]; TestJob 21:2; ParJer 2:3; ApcMos 26 p. 14, 7 Tdf.; Jos., Ant. 13, 400; Just., A I, 45, 1), to denote that the commencement of an event is dependent on circumstances: ἕως ἂν εἴπω σοι until I tell you Mt 2:13.—5:18 (AHoneyman, NTS 1, ’54/55, 141f), 26 (cp. SIG 731, 16ff ἕως ἂν ἀποδῷ); 10:23; 22:44 (Ps 109:1); Mk 6:10; 9:1; 12:36 (Ps 109:1); Lk 20:43 (Ps 109:1); 21:32; Ac 2:35 (Ps 109:1); 1 Cor 4:5; Hb 1:13; B 12:10 (the two last Ps 109:1).—Without ἄν (Soph., Aj. 555, Phil. 764; Polyb. 35, 2, 4; SIG 976, 79; UPZ 18, 10 [II B.C.]; PGrenf II, 38, 16 [I B.C.]; POxy 531, 6; 1125, 15; 1159, 21; Sir 35:17; Tob 14:5 BA; En 10:12, 17; TestSol 15:10; ParJer 5:14; GrBar 11:2; SibOr 5, 217; Just. D. 39, 6): Mt 10:23 v.l.; 18:30; Mk 14:32; Lk 15:4 and 22:34 (both v.l. ἕως οὗ); 2 Th 2:7; Js 5:7; Hb 10:13; Rv 6:11.
    γ. w. the pres. ind. (cp. Plut., Lycurg. 29, 3) ἕως ἔρχομαι until I come J 21:22f; 1 Ti 4:13; Hs 5, 2, 2; 9, 10, 5f; cp. 9, 11, 1.
    δ. w. the fut. ind. (cp. PHolm 26, 7; Jdth 10:15) in a text-critically doubtful pass. (B-D-F §382, 2; Rob. 971f; 976) ἕως ἥξει ὅτε εἴπητε (ἥξει ὅτε is lacking as v.l.) until (the time) comes when you say Lk 13:35.
    used as prep. (appears first at the end of the IV cent. B.C. [Schwyzer II 550]) until, up to (Aristot. et al.; ins, pap, LXX; pseudepigr., also SibOr 5, 57; 118)
    α. w. gen. of a noun or an equivalent expr. (SIG 588, 64 [196 B.C.] ἕ. τοῦ τ. συνθήκης χρόνου; OGI 90, 16 ἕ. τοῦ πρώτου ἔτους; BGU 1128, 8 [14 B.C.]; oft. LXX; TestAbr A 20 p. 103, 23 [Stone p. 54]) ἕ. τῆς ἡμέρας (Jdth 12:14; 1 Esdr 4:55; 1 Macc 13:39) Mt 27:64; Lk 1:80. ἕ. τῆς ἡμέρας ἐκείνης (Jdth 1:15) Mt 26:29; Mk 14:25. ἕ. τ. ἡμ. ταύτης (4 Km 17:23; 1 Macc 8:10; 13:30; 1 Esdr 8:73; Bar 1:13; ApcMos 13 p. 7, 1 Tdf.) 1 Cl 11:2. ἕ. ὥρας ἐνάτης Mk 15:33; Lk 23:44. ἕ. τῆς πεντηκοστῆς 1 Cor 16:8. ἕ. τῆς σήμερον (sc. ἡμέρας) Mt 27:8 (Just., D. 134, 5). ἕ. τέλους until the end 1 Cor 1:8 (JosAs 12:3); ἕ. αἰῶνος forever (1 Ch 17:16; Sir 24:9; 44:13; Jdth 13:19; 1 Esdr 8:82; PsSol 18:11; TestJob 34:4) Hv 2, 3, 3. Of someone’s age or a period of life ἕ. ἐτῶν ὀγδοήκοντα τεσσάρων until the age of 84, prob.= until she was now 84 years old (so Goodsp., Probs. 79–81) Lk 2:37 (cp. Jos., Ant. 5, 181). Used w. proper names (Polyb. 2, 41, 5; Diod S 1, 50, 6) ἕ. Ἰωάννου up to the time of John Mt 11:13. ἕ. Σαμουήλ Ac 13:20. In such cases, as well as in others, ἕ. often looks back to a preceding ἀπό: from … to (Bar 1:19; 1 Esdr 8:73; Sir 40:1; 1 Macc 16:2; 3 Macc 6:38 al.; Demetr.: 722 Fgm. 1, 18 Jac.): ἀπὸ Ἀβραὰμ ἕ. Δαυίδ Mt 1:17a. ἀπὸ τ. βαπτίσματος Ἰωάννου ἕ. τῆς ἡμέρας Ac 1:22. ἀπὸ τ. ἕκτης ὥρας ἕ. ὥρας ἐνάτης Mt 27:45 (cp. SIG 736, 109 [92 B.C.] ἀπὸ τετάρτας ὥρας ἕ. ἑβδόμας; 1 Esdr 9:41). ἀπὸ πρωὶ̈ ἕ. ἑσπέρας Ac 28:23 (cp. Jos., Ant. 6, 364).—ἕ. τοῦ νῦν until now (Ps.-Lucian, Halc. 4; SIG 705, 44f [112 B.C.]; UPZ 122 [157 B.C.]; Gen 15:16; 18:12; Num 14:19; 1 Macc 2:33) after ἀπʼ ἀρχῆς Mt 24:21; Mk 13:19 (cp. BGU 1197, 8 [4 B.C.] ἕως τ. νῦν ἀπὸ τοῦ ἐννεακαιδεκάτου ἔτους Καίσαρος; Ezk 4:14). ἀπὸ Δαυὶδ ἕ. τ. μετοικεσίας Βαβυλῶνος to the Babylonian exile Mt 1:17b.—As here, a historical event forms the boundary (cp. 1 Esdr 5:71; ParJer 3:11) in ἕ. τ. τελευτῆς Ἡρῴδου 2:15.—W. the articular inf. (on the acc. with it s. B-D-F §406, 3) ἕ. τοῦ ἐλθεῖν αὐτὸν εἰς Καισάρειαν until he came to Caesarea Ac 8:40 (s. SIG 588, 93f; Gen 24:33; 28:15; 1 Macc 3:33; 5:19; Polyb., Joseph. [B-D-F §403]); but s. also 3a below.
    β. w. gen. of the relative pron. (οὗ or ὅτου) in the neut.
    א. ἕ. οὗ until (Hdt. 2, 143; Plut. et al.; LXX; En; TestAbr; TestJob 24:4; in local mng. SIG 495, 101) w. aor. ind. (Judg 3:30; 4:24 B; 4 Km 17:20; Tob 1:21; 2:4, 10; Jdth 10:10; 15:5; JosAs 10:2, 19; Jos., Ant. 10, 134) Mt 1:25; 13:33; Lk 13:21; Ac 21:26. W. aor. subj. (BGU 1209, 8 [23 B.C.]; PRyl 229, 14 [38 A.D.]; Judg 5:7 B; Ps 71:7; Jdth 6:5, 8; TestAbr B 2 p. 107, 3 [Stone p. 62]; ParJer 9:3; GrBar 13:5; ApcMos 31 p. 17, 10 Tdf.) Mt 18:34; Lk 15:4 v.l., 8; 22:18; 24:49; Ac 25:21; 2 Pt 1:19. After neg.=until, before Mt 17:9; J 13:38; Ac 23:12, 14, 21.
    ב. ἕ. ὅτου until w. aor. ind. (Diod S 19, 108, 3; 3 Km 10:7; 11:16; Da 2:34; 7:4) J 9:18. W. aor. subj. (POxy 1061, 16 [22 B.C.]; 1 Km 22:3; 2 Esdr 14:5) Lk 12:50; 13:8; 15:8 v.l.; 22:16, 18 v.l.
    γ. w. adv. of time (JosAs 10:17 ἕ. πρωί̈; Ath. 22, 6 ἕ. νῦν) ἕ. ἄρτι until now (s. ἄρτι 3), Mt 11:12; J 2:10; 5:17; 16:24; 1J 2:9; 1 Cor 4:13; 8:7; 15:6. ἕ. σήμερον (Sir 47:7) 2 Cor 3:15. ἕ. πότε; how long? (Ps 12:2, 3; 2 Km 2:26; 1 Macc 6:22; ApcSed 12:1f) Mt 17:17ab; Mk 9:19ab; Lk 9:41; J 10:24; Rv 6:10.
    to denote contemporaneousness, as long as, while
    conj. w. ind. (Hom.+; Jdth 5:17) in our lit. only the pres. (Appian, Bell. Civ. 2, 53 §218 ἕως χειμάζουσιν and ibid. ἕως Πομπήιος ἡγεῖται=while Pompey imagines; Jos., Bell. 7, 347; Just., D. 4, 4 ἕ. ἐν τῷ σώματί ἐστιν ἡ ψυχή) ἕ. ἡμέρα ἐστίν while it is day J 9:4 (v.l. ὡς. On this interchange s. LRadermacher, Philol. 60, 1901, 495f; B-D-F §455, 3); 12:35f v.l.; ἕ. αὐτὸς ἀπολύει τ. ὄχλον while he himself dismissed the crowd Mk 6:45. ἕ. ὑπάγουσιν while they were on their way Mt 25:10 D; ἕ. ἔτι ἔχομεν while we still have 2 Cl 16:1 (cp. Pla., Phd. 89c ἕ. ἔτι φῶς ἐστιν, Parmen. 135d ἕ. ἔτι νέος εἶ; Appian, Bell. Civ. 3, 32 §127 ἕως ἔτι δύνασαι; PEleph 14, 24 [223 B.C.]; Sir 33:21 ἕως ἔτι ζῇς).
    conj. w. subjunctive (PTebt 6, 42 [140 B.C.] ἕως … μένωσι; Dio Chrys. 27 [44], 5 ἕως ἂν … φέρῃ=‘as long as’; Appian, Numid. 4 §2) Mk 14:32; Lk 17:8.
    in a few cases ἕως also has this sense when functioning as prep. with the gen. of the rel. pronoun in the neut. while ἕ. οὗ (Jos., Ant. 3, 279 [ἔχουσι]) w. subj. Mt 14:22; 26:36 (but s. Burton, MT §325 and Zwaan §314).—ἕ. ὅτου (SSol 1:12) w. ind. Mt 5:25.
    marker of limit reached, as far as, to, funct. as prep.
    w. gen. of place as far as, to (Polyb. 3, 76, 2; Diod S 1, 27, 5; SIG 588, 32 [196 B.C.] ἕ. θαλάσσης; 1231, 12 ἀπὸ … ἕως; PTebt 33, 5 [112 B.C.]; LXX; En 21:1; 22:6; PsSol 15:10; TestAbr A 5 p. 82, 12f [Stone p. 12]; TestJob 20:6; GrBar 2:5; 11:8; JosAs 16:14; Jos., Bell. 1, 512; Mel., HE 4, 26, 14 ἕ. τοῦ τόπου …, ἔνθα) ἕ. Φοινίκης Ac 11:19. ἕ. Ἀντιοχείας vs. 22; ἕ. Βηθλεέμ Lk 2:15. ἕ. οὐρανοῦ, ᾅδου Mt 11:23; Lk 10:15 (ApcEsdr 4:32 p. 29, 8 Tdf.). ἕ. τῆς αὐλῆς Mt 26:58; cp. Lk 4:29. ἕ. ἐσχάτου τ. γῆς (Is 48:20; 62:11; 1 Macc 3:9; PsSol 1:4) Ac 1:8. ἕ. τρίτου οὐρανοῦ 2 Cor 12:2 (ApcSed 2:4). ἀπὸ … ἕ.: ἀπὸ ἀνατολῶν ἕ. δυσμῶν Mt 24:27. ἀπʼ ἄκρων οὐρανῶν ἕ. ἄκρων αὐτῶν vs. 31 (cp. Dt 30:4). ἀπʼ ἄκρου γῆς ἕ. ἄκρου οὐρανοῦ Mk 13:27 (cp. Jdth 11:21).—Also w. gen. of a pers., who is in a certain place (Aelian, VH 3, 18 ἕ. Ὑπερβορέων; 4 Km 4:22; 1 Macc 3:26) ἦλθον ἕ. αὐτοῦ Lk 4:42. διελθεῖν ἕ. ἡμῶν Ac 9:38. Prob. Ac 8:40 also belongs here (s. above 1bα end); then a pass. like Gen 10:19 would be comparable.
    w. adv. of place (LXX) ἕ. ἄνω (2 Ch 26:8) to the brim J 2:7. ἕ. ἔσω right into Mk 14:54. ἕ. κάτω (Ezk 1:27; 8:2 looking back to ἀπό) ἀπʼ ἄνωθεν ἕ. κάτω fr. top to bottom Mt 27:51; Mk 15:38 (cp. ἀπὸ ἔσω ἕω ἔξω TestSol 18:15 P). ἕ. ὧδε (Gen 22:5; 2 Km 20:16; 3 Km 18:45; Ar. 17, 1) ἀρξάμενος ἀπὸ τ. Γαλιλαίας ἕ. ὧδε Lk 23:5.
    w. a prep. or another adv. ἕ. πρός (Polyb. 3, 82, 6; 12, 17, 4; Gen 38:1; Ezk 48:1) ἕ. πρὸς Βηθανίαν as far as B. Lk 24:50 (for the v.l. ἕ. εἰς Β. cp. Polyb. 1, 11, 14; Diod S 1, 27, 5; Aelian, VH 12, 22; Dt 31:24; 4 Km 2:6; PsSol 2:5; Jos., Ant. 16, 90). ἕ. καὶ εἰς even into Ac 26:11. ἕ. ἔξω τῆς πόλεως 21:5. ἕ. ἐπὶ τὴν θάλασσαν Ac 17:14 (cp. 1 Macc 5:29; 3 Macc 7:18 A; PsSol 17:12; ἕ. ἐπὶ πολύ TestSol 7:2).
    marker of order in a series, up to ἀρξάμενος ἀπὸ τῶν ἐσχάτων ἕ. πρώτων Mt 20:8. ὁ δεύτερος καὶ ὁ τρίτος ἕ. τῶν ἑπτά 22:26. ἀπὸ μικροῦ ἕ. μεγάλου small and great (Bar 1:4; 1 Macc 5:45; Jdth 13:4) Ac 8:10; Hb 8:11 (Jer 38:34).—J 8:9 v.l.
    marker of degree and measure, denoting the upper limit, to the point of ἕ. ἑπτάκις (4 Km 4:35; cp. TestSol 5:8 ἕ. ἑπτά; ApcSed 16:4 ἕ. εἴκοσι) as many as seven times Mt 18:21f; cp. vs. 22. ἕ. ἡμίσους τῆς βασιλείας μου (Esth 5:3; 7:2) Mk 6:23. οὐκ ἔστιν ἕ. ἑνός (cp. PTebt 56, 7 [II B.C.] οὐκ ἔχομεν ἕ. τῆς τροφῆς τῶν κτηνῶν ἡμῶν=‘we do not even have enough to feed our cattle’; Leontios, Vi. Joh. [ed. HGelzer 1893] 66, 21ff οὐ … ἕως ἑνὸς νομίσματος=‘not even a single coin’; cp. PRossGeorg III, 3, 22 ἕως δραχμῶν ἕκατον) there is not even one Ro 3:12 (Ps 13:3). ἐᾶτε ἕ. τούτου stop! No more of this Lk 22:51 (ἕ. τούτου=‘to this point’ Aristot., HA 9, 46; Polyb. 9, 36, 1; cp. 2 Km 7:18). ἕ. θανάτου unto death (Antig. Car. 16; Sir 34:12; 51:6; 4 Macc 14:19; JosAs 29:3): contend (Sir 4:28; cp. OGI 266, 29 [III B.C.] μαχοῦμαι ἕως ζωῆς καὶ θανάτου) 1 Cl 5:2. περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕ. θανάτου Mt 26:38; Mk 14:34 (cp. Jon 4:9 σφόδρα λελύπημαι ἐγὼ ἕ. θανάτου).—DELG s.v. 2 ἕω. EDNT. New Docs 4, 154. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἕως

  • 11 συνίστημι

    συνίστημι, also [full] συνιστάνω (Plb.4.82.5, J.
    A BJ Prooem.5, Sor.1.126 ([voice] Pass.)); [full] συνιστάω (Arist.GA 777a6, Pr. 928a9, Conon 48, 2 Ep.Cor. 6.4; [tense] impf.

    συνίστα Plb.3.43.11

    , dub. in D.H.8.18): [tense] impf. συνίστην, [tense] fut. συστήσω, [tense] aor. 1 συνέστησα: trans. [tense] pf. συνέστᾰκα, found only in later texts, PSI9.1035.14 (ii A.D.), S.E.M.7.109, AP11.139 (Lucill.), Iamb.VP35.261:—set together, combine,

    τὰς χορδὰς ἀλλήλαις Pl.R. 412a

    ; τὰς ἄρκυς καὶ τὰ δίκτυα f.l. in X.Cyn.6.12.
    II combine, associate, unite,

    σ. τοὺς Ἀρκάδας ἐπὶ τῇ Σπάρτῃ Hdt.6.74

    , cf. 3.84;

    Πελοποννήσου τὰ δυνατώτατα Th.6.16

    ; ταύτας (sc. τὰς πόλεις) Isoc. 5.30;

    πόλεις πρὸς ἀλλήλας X.HG3.5.2

    ;

    τοὺς ἐπιτηδείους ἐς ξυνωμοσίαν Th.8.48

    ;

    τὰ πάντα ἀριθμοῖς S.E.M.7.109

    .
    b σ. Ἀσίην ἑωυτῷ unite Asia in dependence on himself, Hdt.1.103; μαντικὴν ἑωυτῷ συστῆσαι bring prophetic art into union with himself, i.e. win, acquire it, Id.2.49;

    σ. τινὰ ἀντίπαλον ἑαυτῷ X.Cyr.6.1.26

    ;

    σ. τισὶν ἡγεμόνα Plb.2.24.6

    , cf. 3.42.6, 15.5.5.
    2 contrive,

    σ. θάνατον ἐπί τινι Hdt.3.71

    ;

    ἐφ' ἡμᾶς πόλεμον D.15.3

    ;

    ἐπίθεσιν ἐπὶ τοὺς Σπαρτιάτας Arist.Pol. 1306b35

    ; σ. τιμάς settle prices, D.56.7.
    3 [voice] Med. in these senses,

    τὸ ὅλον συνίστασθαι Pl.Phdr. 269c

    ;

    τὸ δεῖπνον Diph.43.5

    : mostly [tense] aor. 1,

    μὴ ἐκ χρηστῶν καὶ κακῶν ἀνθρώπων συστήσηται πόλιν Pl.Plt. 308d

    ;

    οὐρανόν Id.Ti. 32b

    ; πᾶν τόδε ib. 69c, cf. R. 530a;

    πόλεμον Isoc. 10.49

    , Plb.2.1.1;

    σ. μοι μάχην PTeb.44.14

    (ii B.C.);

    πολιορκίαν Plb. 1.30.5

    ;

    κίνδυνον Id.3.106.4

    ;

    παρατάξεις D.S.1.18

    ;

    ἀντιλογίαν πρός με PGrenf.1.38.8

    (ii/i B.C.), cf. PSI3.167.14 (ii B.C.), Mitteis Chr. 31 iv 21 (ii B.C.);

    ἀηδίαν PLond.2.342.6

    (ii A.D.), BGU22.15 (ii A.D.); οὐδένα λόγον συνισταμένη πρὸς ἡμᾶς rendering no account to us. PAmh.2.31.17 (ii B.C.), cf. PRein.18.33 (ii B.C.);

    σ. ἀγῶνας Plu.Fab.19

    ;

    ἑορτήν Apollod.3.14.6

    ; ναυτικὰς δυνάμεις, μισθοφόρους, Plb.1.25.5, 4.60.5; also, arrange in order of battle, rally, Id.3.43.11, dub. in D.H. 8.18.
    4 Math., erect two straight lines from points on a given straight line so as to meet and form a triangle, in [voice] Pass., Arist.Mete. 376a2, b2, cf. Euc.1.7, Papp.106.12; of two arcs of great circles on a sphere, Id.476.19,22.
    5 of an author, compose, μύθους, τὴν Ὀδύσσειαν, etc., Arist.Po. 1455a22, 1451a29, etc.
    IV bring together as friends, introduce or recommend one to another,

    τινάς τινι Pl.La. 200d

    , cf. X.Smp.4.63; ἵνα τῳ τῶν.. σοφιστῶν.. συστήσω τουτονί, as a pupil, Pl.Thg. 122a;

    τινὰ ἰατρῷ σ. περὶ τῆς ἀσθενείας Id.Chrm. 155b

    ;

    σύστησον αὐτοὺς.. ὅπως πλέωσι PCair.Zen.2.2

    (iii B.C.), cf. 195.6 (iii B.C.), PMich.Zen.6.2,3 (iii B.C., [voice] Act. and [voice] Pass.):—[voice] Pass.,

    συνεστάθη Κύρῳ X.An.3.1.8

    ; Κύρῳ συσταθησόμενος ib.6.1.23, cf. PCair.Zen.447.1,11 (iii B.C.), Phld.Acad.Ind. p.49 M.; ἔχειν τινὰ συνεσταμένον, συνιστάμενον, regard him as introduced or recommended, POxy.787 (i A.D.), PHolm.p.42.
    b recommend, secure approval of a course of action, SIG679.90 (Magn. Mae., ii B.C.):— [voice] Med., recommend persons for appointment, PLond.3.1249.7 (iv A.D.).
    e appoint to a charge, LXXNu.27.23; appoint a representative,

    σ. ἀντ' ἐμαυτῆς τὸν ἕτερον ἐμοῦ ἀδελφόν PTeb.317.10

    (ii A.D.);

    συνέστησά σε φροντιοῦντά μου τῶν ὑπαρχόντων BGU300.3

    , cf. 20 (ii A.D.):—[voice] Pass., Sammelb.4512.39 (ii B.C.);

    ἐπίτροπος συσταθείς CPHerm.55.5

    (iii A.D.);

    συσταθεὶς συνήγορος Plu.2.840e

    .
    V make solid or firm, brace up,

    τὸ σῶμα Hp.Aph.3.17

    , cf. Thphr.CP1.8.3; σ. [τὰ ἴχνη] sets them, X.Cyn.5.3; ὑπὲρ τοῦ συνεστῶτος [τοῦ τείχους], i.e. the unbroken part, Jul.Or.2.64c; contract, condense, opp. διακρίνω or διαλύω, Arist.GC 336a4, Cael. 280a12; of liquids, make them congeal, curdle,

    γάλα Poll.1.251

    ;

    φλέγμα Hp.Vict.2.54

    (v.l.): metaph., συστήσας τὸ πρόσωπον with a frown, Plu.2.152b.
    VI exhibit, give proof of,

    εὔνοιαν Plb.4.5.6

    ;

    σ. ὅτι.. Id.3.108.4

    : c. acc. et inf., D.S.14.45: c. part.,

    σ. τινὰς ὄντας Id.13.91

    .
    2 prove, establish, Phld.Sign.4, Rh.1.112S.
    B [voice] Pass., with [tense] aor. 2 [voice] Act. συνέστην: [tense] pf. συνέστηκα, part. συνεστηκώς, [var] contr. συνεστώς, ῶσα, ώς or ός (Pl.Ti. 56b), [dialect] Ion. συνεστεώς, εῶσα (neut. not found), Hdt.1.74, 6.108: [tense] fut.

    συσταθήσομαι X.An.6.1.23

    , Arist.Mete. 376a2; [tense] fut.[voice] Med.

    ξυστήσομαι A.Th. 435

    , 509, 672, Pl.Ti. 54c: [tense] aor. [voice] Pass. συνεστάθην [ᾰ] X.An.3.1.8, al., PCair.Zen.447.1,11 (iii B.C.), PTeb.27.35 (ii B.C.), etc.:— stand together, περὶ τὸν τρίποδα (of statues) Hdt.8.27; opp. διίστασθαι, X.Cyn.6.16; of soldiers, form in order of battle, Id.An.5.7.16, 6.5.28, al.; συστάντες ἁθρόοι ib.7.3.47.
    3 to be involved or implicated in a thing, λιμῷ, πόνῳ, λιμῷ καὶ καμάτῳ, Hdt.7.170, 8.74, 9.89;

    ἀλγηδόνος ᾇ ξυνέστας S.OC 514

    (lyr.);

    συνεστῶτες ἀγῶνι ναυτικῷ Th.4.55

    ; καρτερᾷ μάχῃ ib.96.
    III of friends, form a league or union, band together, Id.6.21,33, etc.; κατὰ σφᾶς αὐτοὺς ξ. Id.2.88;

    ἀλλήλοις X.HG2.1.1

    ; ξυνίστασθαι πρὸς ἑκατέρους league themselves with one side or the other, Th.1.1, cf. 15;

    μετά τινος D.34.34

    , etc.; ἐπί τινας against them, Lys.22.17, cf. 30.10 (abs.); καί μ' οὐ λέληθεν οὐδὲν ἐν τῇ πόλει ξυνιστάμενον no conspiracy, Ar.Eq. 863, cf. X.Cyr.1.1.2; οἱ συνιστάμενοι the conspirators, Ar.Lys. 577 (anap.);

    τὸ ξυνεστηκός Th.8.66

    .
    2 generally, to be connected or allied, as by marriage, c. acc. cogn.,

    λέχος Ἡρακλεῖ ξυστᾶσα S.Tr.28

    : in magic,

    συνιστάνου.. τοῖς.. θεοῖς

    put yourself into connexion with.., PMag. Leid.W.

    1.29

    ;

    συσταθεὶς πρὸ<ς> τὸν ἥλιον PMag.Par.1.168

    : in law,

    Αὐρηλία Βησοῦς μετὰ συνεστῶτος Αὐρηλίου Θέωνος A.

    B. acting with A. T., POxy.912.4 (iii A.D.), cf. Sammelb.7338.5 (iii/iv A.D.).
    IV to come or be put together, of parts,

    συνιστάμεν' ἄλλοθεν ἄλλα Emp. 35.6

    , cf. E.Fr.910.6 (anap.), Pl.R. 530a;

    ἐπειδὴ πάντα συνειστήκει X.Cyr.6.1.54

    ;

    σ. ἐξ ὀλιγίστων μερῶν Pl.Ti. 56b

    , cf. 54c; ἡ πόλις ἐξ οἰκιῶν ς. X.Mem.3.6.14; ἐξ ὧν ὁ κόσμος ς. Arist.EN 1141b2; esp. in military sense, ξυνεστὼς στρατός an organized army, E.IA 87; ἱππικὸν συνεστηκός an organized force of cavalry, X.An.7.6.26; τὸ συνεστηκὸς στράτευμα the organized force, D.8.17,46.
    c arise, take shape or body,

    τὸ συνιστάμενον κακόν D.18.62

    , cf. 6.35;

    πόλις οὕτω συστᾶσα Pl.R. 546a

    ; ἐνταῦθα συνίστανται [ψύλλαι] Arist. HA 556b26, cf. Thphr.CP4.4.10, Sor.2.37, al., Gal.Vict.Att.9; σ. ἀπό τινος arise from.., Phld.Ir.p.76W.
    d in [tense] aor. 2 and [tense] pf., come into existence, exist,

    μεγάλη συνέστη δύναμις βασιλέων Pl.Ti. 25a

    ;

    συμμαχία ἡ περὶ Κόρινθον συστᾶσα Isoc.4.142

    ;

    τοῦ καιροῦ τῆς τῶν γενημάτων συναγωγῆς συνεστηκότος PSI3.173.12

    (ii B.C.);

    κεχωρίσθαι ἀπ' ἀλλήλων τῆς συστάσης αὐτοῖς συμβιώσεως BGU1102.9

    (i B.C.);

    οἰκία.. σὺν τοῖς συνεστῶσι μέτροις καὶ πηχισμοῖς καὶ συνεστῶσι θεμελίοις Sammelb.5247.6

    ,11 (i A.D.).
    V to be compact, solid, firm,

    οὔτε σκιδνάμενον οὔτε συνιστάμενον Parm.2.4

    ; συνεστῶτα σώματα, of animals in good condition, X.Cyn.7.8, cf. Pl.Ti. 83a; acquire substance or consistency, of eggs, Arist.HA 567a28; of blood, honey, milk, ib. 516a5, 554a6, Hp.Vict.2.51; of the embryo,

    συνίσταται καὶ λαμβάνει τὴν οἰκείαν μορφήν Arist.GA 733b20

    ; of the brain, ib. 744a22; of the bowels, Hp.Epid.3.17.ά, Coac. 589; ῥεῦμα συνεστηκός concentrated, Id.Medic.7; συνεστηκυῖα χιών congealed, frozen, Plb.3.55.2.
    VII συνέστηκε c. acc. et inf., it is well known that.., = Lat. constat, Marcian.Peripl.1 Prooem.
    VIII to be weighed together,

    συνεστάθη Inscr.Délos 1423

    Aai17, 1429Bi3 (ii B.C.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνίστημι

  • 12 ὥρα

    ὥρα or [full] ὤρα (B), only in [dialect] Ion. form [full] ὥρη, or [full] ὤρη, some part of a sacrificial victim,
    A

    λάψεται γλῶσσαν, ὀσφῦν δασέαν, ὤρην SIG1037.2

    (Milet., iv/iii B.C.); τοὺς Ἴωνας λέγειν φασὶ τὴν κωλῆν ὥρην καὶ ὡραίαν Sch.HQ Od.12.89: but distd. fr. κωλῆ, λάψεται.. κωλῆν ἀντὶ τῆς ὤρης SIGl.c.5; cf. ἄωρος(B). (Perh. cogn. with Lat. sūra.)
    ------------------------------------
    ὥρα (C), [dialect] Ion. [full] ὥρη, : [dialect] Ep. gen. pl. ὡράων, [dialect] Ion. ὡρέων: loc. pl. ὥρασι, q. v.
    A any period, fixed by natural laws and revolutions, whether of the year, month, or day (the sense 'day' is implied in the compd. ἑπτάωρος, q. v.),

    νυκτός τε ὥραν καὶ μηνὸς καὶ ἐνιαυτοῦ X.Mem. 4.7.4

    , cf. E.Alc. 449(lyr.), Pl.R. 527d;

    τοῦ γνώμονος ἡ σκιὰ ἐπιοῦσα ἐπὶ τὰς γραμμὰς σημαίνει τὰς ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ καὶ τῆς ἡμέρας IG12(8).240

    ([place name] Samothrace): but specially,
    I in Hom., part of the year, season; mostly in pl., the seasons,

    ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι Od.2.107

    , 19.152;

    ἀλλ' ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο, ἂψ περιτελλομένου ἔτεος, καὶ ἐπήλυθον ὧραι 11.295

    , 14.294;

    ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἐνιαυτὸς ἔην, περὶ δ' ἔτραπον ὧραι 10.469

    , cf. Hes. Th. 58;

    Διὸς ὧραι Od.24.344

    , cf. Pi.O.4.2;

    ὁ κύκλος τῶν ὡρέων ἐς τὠυτὸ περιιών Hdt.2.4

    , cf. 1.32;

    δυώδεκα μέρεα δασαμένους τῶν ὡρέων ἐς [τὸν ἐνιαυτόν] Id.2.4

    ; οὐ μεταλλάσσουσι αἱ ὧραι ib.77;

    περιτελλομέναις ὥραις S.OT 156

    (lyr.); πάσαις ὥραις at all seasons, Id.Fr.592.6 (lyr.), Ar.Av. 696 (anap.);

    ὧραι ἐτῶν καὶ ἐνιαυτῶν Pl.Lg. 906c

    , cf. Smp. 188a, etc.;

    τῆς.. ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ ταύτης οὔσης, ἐν ᾗ ἀσθενοῦσιν ἄνθρωποι μάλιστα Th.7.47

    ; χαλεπὴ ὥ. a bad season, Pl.Prt. 344d;

    ἀ δ' ὤρα χαλέπα Alc.39

    ; ἡ ὥ. αὕτη this season, X.Cyn.7.1, cf. 5.6; κατὰ τὰς ὥρας according to the seasons, Arist.GA 786a31;

    οἱ περὶ τὴν ὥραν χρόνοι Id.Pol. 1335a37

    .—Hom. and Hes. distinguish three seasons, and express each by the sg. ὥρη, with a word added to specify each:
    a spring,

    ἔαρος.. ὥρη Il.6.148

    ;

    ὥρη εἰαρινή 2.471

    , 16.643, Od.18.367, etc.; so in Trag. and [dialect] Att., ἦρος ὥρα or ὧραι, Ar.Nu. 1008 (anap.), E.Cyc. 508 (lyr.);

    ὥρα νέα Ar.Eq. 419

    ;

    νεᾶνις E.Ph. 786

    (lyr.); v. infr. 2.
    b summer,

    θέρεος ὥρη Hes.Op. 584

    , 664;

    ὥρα θερινή X.Cyn.9.20

    , Pl.Epin. 987a, etc.
    c winter,

    χείματος ὥρη Hes.Op. 450

    ;

    ὥρῃ χειμερίῃ Od.5.485

    , Hes.Op. 494; χειμῶνος ὥρᾳ in winter, And.1.137;

    χιονοβόλος Plu.2.182e

    .—A. also names three seasons, Pr. 454sq.; an Egyptian division of the year, acc. to D.S.1.26.—A fourth first appears in Alcm.76, θέρος καὶ χεῖμα κὠπώραν τρίταν καὶ τέτρατον τὸ ϝῆρ; and in Hp.Vict.3.68,

    χειμών, ἦρ, θέρος, φθινόπωρον; ὥρας φαίνομεν ἡμεῖς ἦρος χειμῶνος ὀπώρας Ar.Av. 709

    (anap.); τετράμορφοι ὧραι E(?).Fr. 943 (hex.): later, seven seasons are named,

    ἔαρ, θέρος, ὀπώρα, φθινόπωρον, σπορητός, χειμών, φυταλιά Gal.17(1).17

    .
    b in historians, the campaigning season,

    τὸν τῆς ὥρας εἰς τὸν περίπλουν χρόνον X.HG6.2.13

    ; esp. in the phrase ὥρα ἔτους, Th.2.52, 6.70, Pl.Phdr. 229a, Lg. 952e, D.50.23, Thphr.CP3.23.2; εἰς ἔτους ὥραν next season, Plu.Per.10.
    3 the year generally,

    τῆς ὥρης μέσον θέρος Hdt.8.12

    ; ἐν τῇ πέρυσιν ὥρᾳ last year, D.56.3; εἰς ὥρας next year, Philem.116, Pl.Ep. 346c, LXX Ge.18.10, AP11.17 (Nicarch.), cf. Plu.Ages.22; also

    εἰς ἄλλας ὥρας

    hereafter,

    E.IA 122

    (lyr.);

    ἐς τὰς ὥρας τὰς ἑτέρας Ar.Nu. 562

    (lyr.);

    ἐκ τῶν ὡρῶν εἰς τὰς ὥρας Id.Th. 950

    (anap.); κἠς ὥρας κἤπειτα next year and for ever, Theoc.15.74; also

    ὥραις ἐξ ὡρᾶν Isyll.25

    ; cf. ὥρασιν.
    4 in pl., of the climate of a country, as determined by its seasons, Hdt.1.142, cf. 149, 4.199 (here perh. three harvest seasons);

    τὰς ὥ. κάλλιστα κεκρημένας Id.3.106

    ; cf. Pl.Criti. 111e, Phd. 111b; climatic conditions, Hdt.2.26.
    II time of day,

    νυκτὸς ἐν ὥρῃ h.Merc.67

    , 155, 400; αἱ ὧ. τῆς ἡμέρας the times of day, i.e. morning, noon, evening, and night, X.Mem.4.3.4; δι' ὥραν ἡμέρας by the time of day (fixed for meetings), D.Prooem.49, etc.;

    πᾶσαν ὥ. τῆς ἡμέρας Arist.Mete. 371b31

    ;

    μεσονυκτίοις ποθ' ὥραις Anacreont.31.1

    : without ἡμέρας or

    νυκτός, ἑκάστης ἡμέρας μέχρι τρίτου μέρους ὥρας Pl. Lg. 784a

    ;

    τῆς ὥρας μικρὸν πρὸ δύντος ἡλίου X.HG7.2.22

    ; ψευσθεὶς τῆς ὥ. having mistaken the hour, And.1.38; ἐποίησαν ἔξω μέσων νυκτῶν τὴν ὥραν, i.e. they prolonged the day beyond midnight, D.54.26;

    τῆς ὥρας ἐγίγνετ' ὀψέ Id.21.84

    ;

    ὀψίτερον τῆς ὥ. PTeb. 793 xi 12

    (ii B. C.);

    πολλῆς ὥρας

    it being late,

    Plb.5.8.3

    ;

    ἤδη ὥρα πολλή Ev.Marc.6.35

    ; ἄχρι πολλῆς ὥρας till late in the day, D.H.2.54.
    b duration, interval or lapse of time,

    μετὰ ἱκανὴν ὥραν τοῦ κατενεχθῆναι τὸν πέλεκυν ἐξακούεται ἡ τῆς πληγῆς φωνή S.E.M.5.69

    ; length of time, term, Ἄρτεμις ἐννέ' ἐτῶν δεκάδας βίον Ἀρτεμιδώρῳ ἔκχρησεν, τρεῖς δ' ὥραι(date.)

    ἔτι προσέθηκε Προνοίη IG12(3).1350.3

    (Thera, ii B. C.); ἐπὶ πολλὴν ὥ. for a long time, J.AJ8.4.4.
    b in ordinary life the day from sunrise to sunset was divided into twelve equal parts called ὧραι ( ὧραι καιρικαί when it was necessary to distinguish them from the ὧραι ἰσημεριναί, v. καιρικός 2 c),

    ἡμέρα ἡ.. δωδεκάωρος, τουτέστιν ἡ ἀπὸ ἀνατολῆς μέχρι δύσεως S.E.M.10.182

    ;

    οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; Ev.Jo.11.9

    ;

    ὡράων ἀμφὶ δυωδεκάδι AP9.782

    (Paul.Sil.); the time of day was commonly given without the Art.,

    ὥρᾳ ᾱ PHamb.1.96.3

    (ii A. D.),

    τρίτης ὥρας Plu.Rom.12

    ; ὀγδόης, ἐνάτης, δεκάτης ὥ., Id.Alex.60, Aem.22, Ant.68, etc.; but we have περὶ τὴν τρίτην ὥραν, περὶ τὴν ἑνδεκάτην, Ev.Matt.20.3,6, beside περὶ ἕκτην καὶ ἐννάτην ὥ. ib.5;

    χθὲς ὥραν ἑβδόμην Ev.Jo.4.52

    , cf. IG5(1).1390.109 (Andania, i B. C.), etc.; ἐρωτᾷ σε Χαιρήμων δειπνῆσαι.. αὔριον, ἥτις ἐστὶν ιε, ἀπὸ ὥρας θ ¯ - to-morrow the 15th at 9 o'clock, POxy.110 (ii A. D.): prov., δωδεκάτης ὥ., as we say 'at the eleventh hour', Plu.Crass.17.
    c

    τὰ δυώδεκα μέρεα τῆς ἡμέρης παρὰ Βαβυλωνίων ἔμαθον οἱ Ἕλληνες Hdt. 2.109

    ; here ἡμέρη means the νυχθήμερον, and the μέρεα were each = 2 ὧραι ἰσημεριναί; these double hours (Assyr. kaš-bu) are called ὧραι by Eudox.,

    ἥμισυ ζῳδίου.., ὅ ἐστιν ὥρας ἥμισυ Ars14.11

    , cf. 16.2; cf.

    δωδεκάωρος 11

    .
    III Astrol., degree of the zodiac rising at the nativity (cf.

    ὡρονόμος 11

    ,

    ὡροσκόπος 11

    ), ὥ. μεροποσπόρος, τεκνοσπόρος, Man.4.577, 597; ἐξ ὥρης ἐσορῶν Ζεὺς Ἑρμείην Jupiter in the ascendant in aspect with Mercury, Id.3.186, cf. 32, al.
    B the fitting time or season for a thing (mostly without Art., even in [dialect] Att.), freq. in Hom. (v. infr.);

    ὥρα συνάπτει Pi.P.4.247

    ;

    ὧραι ἐπειγόμεναι Id.N.4.34

    ;

    ὅταν ὥ. ἥκῃ X.Mem.2.1.2

    ; but with Art.,

    τῆς ὥ. ἐνθυμεῖσθαι Id.Cyn.8.6

    : freq. in later writers,

    τῆς ὥρας ἐπιγενομένης Plb.2.34.3

    , etc.
    2 c. gen. rei, ὥρη κοίτοιο, μύθων, ὕπνου, the time for bed, tale-telling, or sleep, Od.3.334, 11.379, cf. Hdt.1.10;

    ὥρη δόρποιο Od.14.407

    ;

    περὶ ἀρίστου ὥραν Th.7.81

    , X.HG1.1.13;

    πολυηράτου ἐς γάμου ὥρην Od.15.126

    ;

    ἐς γάμου ὥρην ἀπικέσθαι Hdt. 6.61

    ;

    γάμων ἔχειν ὥραν D.H.5.32

    ; so εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἥκουσα time for a husband, Pl.Criti. 113d; ὥρη ἀρότου, ἀμήτου, Hes.Op. 460, 575;

    μέχρι ἀρότου ὥρης IG7.235.3

    (Oropus, iv B. C.);

    καρπῶν ὧραι Ar.Ra. 1034

    (anap.);

    ἡ ὥρα τῆς ὀχείας Arist.HA 509b20

    ; τοῦ φωλεύειν ib. 579a26, etc.; also ὥραν εἶχον παιδεύεσθαι I was of age to.. Is.9.28.
    3 ὥρα [ἐστίν] c. inf., it is time to do a thing,

    ἀλλὰ καὶ ὥρη εὕδειν Od.11.330

    , cf. 373; so also in Trag. and [dialect] Att., E.Ph. 1584, Heracl. 288 (anap.), Ar.Ec.30, Pl.Prt. 361e, 362a; so

    δοκεῖ οὐχ ὥρα εἶναι καθεύδειν X.An.1.3.11

    , cf. HG7.2.13 (dub. l.): c. acc. et inf.,

    ὥρα δ' ἐμπόρους καθιέναι ἄγκυραν A.Ch. 661

    , cf. S.OT 466 (lyr.): c. dat. et inf., X.Cyr.4.5.1, Pl.Tht. 145b: in these phrases the inf. [tense] pres. is almost universal; the [tense] aor., however, occurs in Od.21.428, S.Aj. 245 (lyr.), Ar.Ach. 393 (where also ἐστί is added to ὥρα, as in Philyll.3, ἀφαιρεῖν ὥρα 'στὶν ἤδη τὰς τραπέζας); and the [tense] pf. in

    ὥρα πεπαῦσθαι Plu.2.728d

    : sts. the inf. must be supplied,

    οὐδέ τί σε χρή, πρὶν ὥρη, καταλέχθαι Od.15.394

    , cf. E.El. 112 (lyr.), Ar.Ec. 877; ὥρα κἠς οἶκον (i. e. ἰέναι εἰς οἶκον) Theoc.15.147.
    4 in various adverb. usages,

    τὴν ὥρην

    at the right time,

    Hdt.2.2

    , 8.19, X.Oec.20.16: but τὴν ὥ. at that hour, Hes.Sc. 401; ταύτην τὴν ὥραν at this season, X.Cyn.9.1;

    [ἡ ἶρις] πᾶσαν ὥραν γίγνεται τῆς ἡμέρας Arist.Mete. 371b31

    ;

    δείελον ὥρην παύομαι ἀμήτοιο A.R. 3.417

    ; ὥραν οὐδενὸς κοινὴν θεῶν at an hour.., A.Eu. 109, cf. E.Ba. 724, Aeschin.1.9; αὐτῆς ὥρας immediately, PMich. in Class.Phil.22.255(iii A. D.); ἐν ὥρῃ in due season, in good time, Od.17.176, Hdt. 1.31, cf. Pi.O.6.28, Ar.V. 242, etc.; also αἰεὶ εἰς ὥρας in successive seasons, Od.9.135; ἐς τὰς ὥρας for all time, Ar.Ra. 382 (lyr. cf. supr. A. 1.3) (hence in an acclamation [ε] ἰς ὥρας πᾶσι τοῖς τὴν πόλιν φιλοῦσιν hurrah for.., POxy.41.29 (iii/iv A. D.));

    οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥ. μὴ ἔλθοιεν Milet.2(3)

    No.406, cf.

    ὥρασι; καθ' ὥραν Theoc.18.12

    , Plb.1.45.4, cf. 3.93.6, etc.; opp.

    παρ' ὥρην AP7.534

    (Alex.Aet. or Autom.), cf. Plu.2.784b, etc.:—

    πρὸ τῆς ὥρας X.Oec.20.16

    ;

    πρὸ ὥρας Luc.Luct.13

    ;

    πρὸ ὥρας τελευτῆσαι IG42(1).84.26

    (Epid., i A. D.);

    πρὶν ὥρας Pi.P.4.43

    (cf.

    πρίν A. 11.4

    ).
    II metaph., the spring-time of life, the bloom of youth, Mimn.3.1;

    ὥραν ἐχούσας A.Supp. 997

    , cf. Th.13, 535;

    παῖδας πρὸς τέρμασιν ὥρας Ar.Av. 705

    (anap.);

    πάντες οἱ ἐν ὥρᾳ Pl.R. 474d

    ; οὐκ ἐνὥ., = πρεσβύτερος, Id.Phdr. 240d;

    ἐὰν ἐπὶ ὥρᾳ ᾖ Id.R. 474e

    ;

    ἕως ἂν ἐν ὥρᾳ ὦσι Id.Men. 76b

    ; παυσαμένου τῆς ὥ. prob. in Id.Phdr. 234a;

    ἀνθεῖν ἐν ὥ. Id.R. 475a

    ;

    τὴν ὥ. διαφυλάξαι ἄβατον τοῖς πονηροῖς Isoc.10.58

    ; λήγειν ὥρας, opp. ἀνθεῖν, Pl.Alc.1.131e;

    ἑς ἐπιγινόμενόν τι τέλος, οἷον τοῖς ἀκμαίοις ἡ ὥρα Arist.EN 1174b33

    , cf. 1157a8.
    2 freq. involving an idea of beauty,

    φεῦ φεῦ τῆς ὥρας τοῦ κάλλους Ar.Av. 1724

    (lyr.);

    ὥρᾳ.. ἡλικίας λαμπρός Th.6.54

    ;

    κάλλει καὶ ὥρᾳ διενεγκόντες Aeschin.1.134

    , cf. ib.158;

    καλὸς ὥρᾳ τε κεκραμένος Pi.O.10(11).104

    , cf. X.Mem. 2.1.22, Pl.Lg. 837b;

    ἀφ' ὥρας ἐργάζεσθαι

    quaestum corpore facere,

    Plu.

    Tim..14, cf. X.Mem..1.6.13, Smp.8.21;

    τὴν ὥ. πεπωληκότες Phld.Rh.1.344

    S.:—then,
    b generally, beauty, grace, elegance of style, D.H.Pomp.2, Plu.2.874b, etc.;

    γλυκύτης καὶ ὥ. Hermog.Id.2.3

    , cf. Men.Rh.p.335 S., Him.Or.1.2; of beauty in general,

    χάρις καὶ ὥρα Plu.2.128d

    .
    3 Ὥρα personified, like Ἥβη, Pi.N.8.1.
    III = τὰ ὡραῖα, the produce of the season, fruits of the year,

    ἀπὸ τῆς ὥρας ἐτρέφοντο X.HG2.1.1

    .
    C personified, αἱὯραι, the Hours, keepers of heaven's cloudgate, Il.5.749, 8.393; and ministers of the gods, ib. 433;

    Ζεῦ, τεαὶ.. Ὧραι Pi.O.4.2

    ; esp. of Aphrodite, h.Hom.6.5,12; also Ὧ. Διονυσιάδες, Καρνειάδες, Simon.148, Call.Ap.87; three in number, Eunomia, Dike, Eirene, daughters of Zeus and Themis, Hes.Th. 901;

    Ωραι πολυάνθεμοι Pi.O.13.17

    , cf. Alex.261.6, Theoc.1.150, etc.: freq. joined with the Χάριτες, h.Ap. 194, Hes.Op.75; worshipped at Athens, Paus.9.35.1; at Argos, Id.2.20.5; at Attaleia, BMus.Inscr. 1044 (i B. C.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὥρα

  • 13 πούς

    πούς, , ποδός, ποδί, πόδα (not ποῦν, Thom.Mag.p.257 R.): dat.pl. ποσί, [dialect] Ep.and Lyr. ποσσί (also Cratin.100(lyr.)), πόδεσσι, once
    A

    πόδεσι S.Fr. 240

    (lyr.): gen.and dat. dual ποδοῖν, [dialect] Ep.

    ποδοῖιν Il.18.537

    :—[dialect] Dor. nom. [full] πός (cf. ἀρτίπος, πούλυπος, etc.) Lyr.Adesp.72, but [full] πούς Tab.Heracl.2.34 (perh. Hellenistic); [full] πῶς· πός, ὑπὸ Δωριέων, Hsch. (fort. [full] πός· πούς, ὑ.Δ.); [dialect] Lacon. [full] πόρ, Id. (on the accent v. Hdn.Gr.2.921, A.D. Adv.134.24):—foot, both of men and beasts, Il.7.212, 8.339 (both pl.), etc.; in pl., also, a bird's talons, Od.15.526; arms or feelers of a polypus, Hes.Op. 524: properly the foot from the ankle down wards, Il.17.386;

    ταρσὸς ποδός 11.377

    , 388; ξύλινος π., of an artificial foot, Hdt.9.37: but also of the leg with the foot, as χείρ for the arm and hand, Il.23.772, Od.4.149, Luc.Alex.59.
    2 foot as that with which one runs,

    πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς Il.1.215

    , al.; or walks,

    τῷ δ' ὑπὸ ποσσὶ μέγας πελεμίζετ' Ὄλυμπος 8.443

    ; freq. with reference to swiftness,

    περιγιγνόμεθ' ἄλλων πύξ τε.. ἠδὲ πόδεσσιν Od.8.103

    ; ποσὶν ἐρίζειν to race on foot, Il.13.325, cf. 23.792;

    πόδεσσι πάντας ἐνίκα 20.410

    , cf. Od.13.261;

    ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο Il.9.124

    , etc.; ποδῶν τιμά, αἴγλα, ἀρετά, ὁρμά, Pi.O.12.15, 13.36, P.10.23, B.9.20;

    ἅμιλλαν ἐπόνει ποδοῖν E.IA 213

    (lyr.): the dat. ποσί ([etym.] ποσσί, πόδεσσι) is added to many Verbs denoting motion, π. βήσετο, παρέδραμον, Il.8.389, 23.636; π. θέειν, πηδᾶν, σκαίρειν, πλίσσεσθαι, ib. 622,21.269, 18.572, Od.6.318;

    ὀρχεῖσθαι Hes.Th.3

    ;

    ἔρχεσθαι Od.6.39

    ;

    πάρος ποσὶν οὖδας ἱκέσθαι 8.376

    ;

    νέρθε δὲ ποσσὶν ἤϊε μακρὰ βιβάς Il.7.212

    ; also emphatically with Verbs denoting to trample or tread upon,

    πόσσι καταστείβοισι Sapph.94

    ;

    ἐπεμβῆναι ποδί S.El. 456

    ; πόδα βαίνειν, v. βαίνω A.11.4; πόδα τιθέναι to journey, Ar.Th. 1100: metaph., νόστιμον ναῦς ἐκίνησεν πόδα started on its homeward way, E.Hec. 940 (lyr.); νεῶν λῦσαι ποθοῦσιν οἴκαδ'.. πόδα ib. 1020; χειρῶν ἔκβαλλον ὀρείους πόδας ναός, i. e. oars, Tim.Pers. 102; φωνὴ τῶν π. τοῦ ὑετοῦ sound of the pattering of rain, LXX 3 Ki. 18.41.
    3 as a point of measurement, ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς from head to foot, Il.18.353;

    ἐκ κεφαλῆς ἐς πόδας ἄκρους 16.640

    ; and reversely,

    ἐκ ποδῶν δ' ἄνω.. εἰς ἄκρον κάρα A.Fr. 169

    ;

    ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τὴν κεφαλήν σοι Ar.Pl. 650

    ; also

    ἐκ τριχὸς ἄχρι ποδῶν AP5.193

    (Posidipp. or Asclep.); ἐς κορυφὰν ἐκ ποδός ib.7.388 ([place name] Bianor).
    4 πρόσθε ποδός or ποδῶν, προπάροιθε ποδῶν, just before one, Il.23.877,21.601, 13.205;

    τὸ πρὸ ποδὸς.. χρῆμα Pi.I.8(7).13

    ;

    αὐτὰ τὰ πρὸ τῶν ποδῶν ὁρᾶν X.Lac.3.4

    , cf.An.4.6.12, Pl.R. 432d.
    b παρά or πὰρ ποδός off-hand, at once,

    ἀνελέσθαι πὰρ ποδός Thgn.282

    ;

    γνόντα τὸ πὰρ ποδός Pi.P.3.60

    , cf.10.62;

    πὰρ ποδί

    close at hand,

    Id.O.1.74

    ; but παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός sank to their feet, Il.15.280;

    παρὰ πόδα

    in a moment,

    S.Ph. 838

    (lyr.), Pl.Sph. 242a; close behind, Νέμεσις δέ γε πὰρ πόδας (leg. πόδα) βαίνει Prov. ap. Suid.; also

    παρὰ πόδας

    immediately afterwards

    Plb.1.35.3

    ,5.26.13, Gal.5.272;

    παρὰ π. οἱ ἔλεγχοι Luc.Hist. Conscr.13

    , cf. Aristid.2.115 J.;

    τὰ ἔμπροσθεν αὐτοῦ καὶ παρὰ πόδας

    at his very feet,

    Pl.Tht. 174a

    ; περὶ τῶν παρὰ πόδας καὶ τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς ib.c;

    τὸ πλησίον καὶ παρὰ π. Luc.Cal.1

    .
    c ἐν ποσί in one's way, close at hand,

    τὸν ἐν π. γινόμενον Hdt.3.79

    , cf. Pi.P.8.32;

    τἀν ποσὶν κακά S.Ant. 1327

    , cf. E.Andr. 397;

    τοὐν ποσὶν κακόν Id.Alc. 739

    ;

    τὴν ἐν ποσὶ [κώμην] αἱρεῖν Th.3.97

    ;

    τὰ ἐν ποσὶν ἀγνοεῖν

    everyday matters,

    Pl.Tht. 175b

    , cf.Arist.Pol. 1263a18, etc.
    d τὸ πρὸς ποσί, = τὸ ἐν ποσί, S.OT 130.
    e all these phrases are opp. ἐκ ποδῶν out of the way, far off, written

    ἐκποδών Hdt.6.35

    , etc.; also,

    βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις Pi.N.7.67

    .
    5 to denote close pursuit, ἐκ ποδὸς ἕπεσθαι follow in the track, i.e. close behind, Plb.3.68.1, cf. D.S.20.57, D.H.2.33, etc.;

    ἐκ ποδῶν διώξαντες Plu.Pel.11

    .
    b in earlier writers κατὰ πόδας on the heels of a person, Hdt.5.98, Th.3.98, 8.17, X.HG2.1.20, LXXGe.49.19 (also

    κατὰ πόδα ὑπολαβεῖν

    on the moment,

    Pl.Sph. 243d

    ); ἡ κατὰ πόδας ἡμέρα the very next day, Plb.1.12.1 (but κατὰ πόδας αἱρεῖν catch it running, X.Cyr.1.6.40, cf. Mem.2.6.9): c. gen. pers., κατὰ πόδας τινὸς ἐλαύνειν, ἰέναι, march, come close at his heels, on his track, Hdt.9.89, Th.5.64; τῇ κατὰ π. ἡμέρᾳ τῆς ἐκκλησίας on the day immediately after it, Plb.3.45.5;

    κατὰ π. τῆς μάχης Aristid. 1.157J.

    , etc.
    6 various phrases:
    a

    ἀνὰ πόδα

    backwards,

    Hsch.

    b ἐπὶ πόδα backwards facing the enemy, ἐπὶ π. ἀναχωρεῖν, ἀνάγειν, ἀναχάζεσθαι, to retire without turning to fly, leisurely, X.An. 5.2.32, Cyr.3.3.69, 7.1.34, etc.; also

    ἐπὶ πόδας Luc.Pisc.12

    ; but γίνεται ἡ ἔξοδος οἷον ἐπὶ πόδας the offspring is as it were born feetforemost, Arist.GA 752b14.
    c περὶ πόδα, properly of a shoe, round the foot, i.e. fitting exactly,

    ὡς ἔστι μοι τὸ χρῆμα τοῦτο περὶ πόδα Pl.Com.197

    , cf. 129: c. dat.,

    ὁρᾷς ὡς ἐμμελὴς ἡ ἀρχὴ καὶ περὶ πόδα τῇ ἱστορίᾳ Luc.Hist.Conscr.14

    , cf. Ind.10, Pseudol.23.
    d ὡς ποδῶνἔχει as he is off for feet, i. e. as quick as he can,

    ὡς ποδῶν εἶχον [τάχιστα] ἐβοήθεον Hdt.6.116

    ;

    ἐδίωκον ὡς ποδῶν ἕκαστος εἶχον Id.9.59

    ;

    φευκτέον ὡς ἔχει ποδῶν ἕκαστος Pl.Grg. 507d

    ; so,

    σοῦσθε.. ὅπως ποδῶν < ἔχετε> A.Supp. 837

    (lyr.).
    e ἔξω τινὸς πόδα ἔχειν keep one's foot out of a thing, i. e. be clear of it,

    ἔξω κομίζων πηλοῦ πόδα Id.Ch. 697

    ;

    πημάτων ἔξω πόδα ἔχει Id.Pr. 265

    ;

    ἐκτὸς κλαυμάτων S.Ph. 1260

    ;

    ἔξω πραγμάτων E.Heracl. 109

    : without a gen., ἐκτὸς ἔχειν πόδα Pi.P.4.289: opp.

    εἰς ἄντλον ἐμβήσῃ πόδα E.Heracl. 168

    ;

    ἐν τούτῳ πεδίλῳ.. πόδ' ἔχων Pi.O.6.8

    .
    g τὴν ὑπὸ πόδα [κατάστασιν] just below them, Plb.2.68.9; ὑπὸ πόδας τίθεσθαι trample under foot, scorn, Plu.2.1097c; οἱ ὑπὸ πόδα those next below them (in rank), Onos.25.2; ὑπὸ πόδα χωρεῖν recede, decline, of strength, Ath. [voice] Med. ap.Orib. inc.21.16.
    h for ὀρθῷ ποδί, v. ὀρθός 11.1.
    k ἁλιεῖς ἀπὸ ποδός prob. fishermen who fish from the land, not from boats, BGU221.5 (i1/iii A. D.); ποτίσαι ἀπὸ ποδός perh. irrigate by the feet (of oxen turning the irrigation-wheel), PRyl.157.21 (ii A. D.); τόπον.. ἀπὸ ποδὸς ἐξηρτισμένον dub. sens. in POsl.55.11 (ii/iii A. D.).
    1

    ἀγγεῖον.. τρήματα ἐκ τῶν ὑπὸ ποδὸς ἔχον

    round the bottom,

    Dsc.2.72

    .
    7 πούς τινος, as periphr. for a person as coming, etc., σὺν πατρὸς μολὼν ποδί, i.e. σὺν πατρί, E.Hipp. 661;

    παρθένου δέχου πόδα Id.Or. 1217

    , cf. Hec. 977, HF 336;

    χρόνου πόδα Id.Ba. 889

    (lyr.), Ar.Ra. 100; also ἐξ ἑνὸς ποδός, i.e. μόνος ὤν, S.Ph.91; οἱ δ' ἀφ' ἡσύχου π., i.e. οἱ ἡσύχως ζῶντες, E.Med. 217.
    II metaph., of things, foot, lowest part, esp. foot of a hill, Il.2.824, 20.59 (pl.), Pi.P.11.36, etc.; of a table, couch, etc., Ar.Fr. 530, X.Cyr.8.8.16, etc.; cf. πέζα; of the side strokes at the foot of the letter Ω, Callias ap.Ath.10.454a; = ποδεών 11.1,

    ἀσκοῦ.. λῦσαι π. E.Med. 679

    .
    2 in a ship, πόδες are the two lower corners of the sail, or the ropes fastened therelo, by which the sails are tightened or slackened, sheets (cf.

    ποδεών 11.4

    ), Od.5.260; χαλᾶν πόδα ease off the sheet, as is done when a squall is coming, E.Or. 707; τοῦ ποδὸς παρίει let go hold of it, Ar.Eq. 436;

    ἐκδοῦναι ὀλίγον τοῦ ποδός Luc.Cont.3

    ; ἐκπετάσουσι πόδα ναός (with reference to the sail), E.IT 1135 (lyr.): opp. τεῖναι πόδα haul it tight, S.Ant. 715; ναῦς ἐνταθεῖσα ποδί a ship with her sheet close hauled, E.Or. 706;

    κὰδ' δ'.. λαῖφος ἐρυσσάμενοι τανύοντο ἐς πόδας ἀμφοτέρους A.R.2.932

    ;

    ἱστία.. ἐτάνυσσαν ὑπ' ἀμφοτέροισι πόδεσσι Q.S.9.438

    .
    b perh. of the rudder or steering-paddle,

    αἰεὶ γὰρ πόδα νηὸς ἐνώμων Od.10.32

    (cf. Sch.ad loc.);

    πὰρ ποδὶ ναός Pi.N.6.55

    .
    III a foot, as a measure of length, = 4 palms ([etym.] παλασταί ) or 6 fingers, Hdt.2.149, Pl.Men. 82c, etc.
    IV foot in Prosody, Ar.Ra. 1323 (lyr.), Pl.R. 400a, Aristox. Harm.p.34 M., Heph.3.1, etc.; so of a metrical phrase or passage,

    ἔκμετρα καὶ ὑπὲρ τὸν π. Luc.Pr.Im.18

    ; of a long passage declaimed in one breath,

    κήρυκες ὅταν τὸν καλούμενον πόδα μέλλωσιν ἐρεῖν Gal.4.459

    , cf. Luc.Demon.65, Poll.4.91.
    V boundary stone, Is.Fr.27. (Cf. Lat. pes, Goth. fotus, etc. 'foot'; related to πέδον as noted by Arist. IA 706a33.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πούς

  • 14 ὥρα

    ὥρα, ας, ἡ (Hom. [ὥρη]+; ins, pap, LXX; PsSol 18:10; TestSol, TestAbr, TestJob, Test12Patr, JosAs, ParJer, GrBar; ApcEsdr 3:4 p. 27, 9 Tdf.; ApcSed, ApcMos, EpArist, Philo, Joseph.; Ar. 15:10; Just.; Tat. 20, 2).
    an undefined period of time in a day, time of day ὀψὲ ἤδη οὔσης τῆς ὥρας since it was already late in the day or since the hour was (already) late Mk 11:11 v.l.; cp. MPol 7:1b (s. ὀψέ 1 and 2; Demosth. 21, 84; Polyb. 3, 83, 7 ὀψὲ τῆς ὥρας). ὀψίας οὔσης τῆς ὥρας Mk 11:11 (ὄψιος 1). ὥρα πολλή late hour (Polyb. 5, 8, 3; Dionys. Hal. 2, 54; TestAbr A 14 p. 94, 24 [Stone p. 36]; Jos., Ant. 8, 118) 6:35ab. ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν Mt 14:15 (παρέρχομαι 2).—Mt 24:42 v.l., 44; Lk 12:39, 40; Rv 3:3; D 16:1. W. ἡμέρα day and time of day, hour (ApcEsdr 3:4 p. 27, 9 Tdf.) Mt 24:36, 50; 25:13; Mk 13:32; Lk 12:46.
    a period of time as division of a day, hour
    beside year, month, and day Rv 9:15; the twelfth part of a day (=period of daylight) οὐχὶ δώδεκα ὧραί εἰσιν τῆς ἡμέρας; J 11:9 (TestAbr B 7 p. 111, 24 [Stone p. 70]). μίαν ὥραν ἐποίησαν Mt 20:12 (s. ποιέω 6); cp. Lk 22:59; Ac 5:7; 19:34 (ἐπὶ ὥρας δύο CBurchard, ZNW 61, ’70, 167f; TestBenj 3:7, Judah 3, 4); MPol 7:3. συνεψήφισα τὰς ὥρας I counted the hours Hv 3, 1, 4. One ὥρα in this world corresponds to a ὥρα thirty days in length in the place of punishment Hs 6, 4, 4. μίαν ὥραν (not even) one hour Mt 26:40; Mk 14:37. Such passages help us to understand how ὥρα can acquire the sense
    a short period of time μιᾷ ὥρᾳ (cp. TestJob 7:12; ApcMos 25 [both ἐν]) in a single hour=in an extraordinarily short time Rv 18:10, 17, 19. μίαν ὥραν for a very short time 17:12. Likew. πρὸς ὥραν for a while, for a moment J 5:35; 2 Cor 7:8; Gal 2:5 (s. on this pass. KLake, Gal 2:3–5: Exp. 7th ser., 1, 1906, 236–45; CWatkins, Der Kampf des Pls um Galatien 1913; BBacon, JBL 42, 1923, 69–80); Phlm 15; MPol 11:2. πρὸς καιρὸν ὥρας 1 Th 2:17.
    as a temporal indicator, reckoned from the beginning of the day (6 hours or 6 A.M., our time) or the night (18 hours or 6 P.M.) (Plut. et al.; Appian, Mithrid. 19 §72 ἑβδόμης ὥρας=at the 7th hour or 1 P.M.; SIG 671A, 9 [162/160 B.C.] ὥρας δευτέρας; 736, 109 [92 B.C.] ἀπὸ τετάρτας ὥρας ἕως ἑβδόμας; Jos., Vi. 279 ἕκτη ὥ.; Mitt-Wilck. I/2, 1 II, 21 [246 B.C.] περὶ ὀγδόην ὥραν; PTebt 15, 2 [II B.C.]; Sb 5252, 20 [I A.D.] ἀφʼ ὥρας ὀγδόης; EpArist 303 μέχρι μὲν ὥρας ἐνάτης) ἕως ὥρας δευτέρας until the second hour (=8 A.M.) Hs 9, 11, 7. ὥρα τρίτη nine o’clock (A.M.) Mk 15:25 (Goodsp., Probs. 68f); Ac 2:15 (τῆς ἡμέρας); περὶ τρίτην ὥραν about nine o’clock (Appian, Bell. Civ. 2, 45 §182 περὶ τρίτην ὥραν ἡμέρας) Mt 20:3; ἀπὸ τρίτης ὥρας τῆς νύκτος by nine o’clock at night (= 21 hours, or simply tonight) Ac 23:23 (TestAbr A 5 p. 82, 11 [Stone p. 12] περὶ ὥραν τρίτην τῆς νυκτός; cp. ibid. B 6 p. 109, 27 [St. p. 66]; Jos., Bell. 6, 68; 79 ἀπὸ ἐνάτης ὥ. τῆς νυκτὸς εἰς ἑβδόμην τῆς ἡμέρας). ἀπὸ ὥρας ε´ (=πέμπτης) ἕως δεκάτης from eleven o’clock in the morning until four in the afternoon (= 16 hours) Ac 19:9 v.l. περὶ ὥραν πέμπτην (PTebt 15, 2 [114 B.C.]; POxy 1114, 24 περὶ ὥ. τρίτην) at eleven o’clock (A.M.) Hv 3, 1, 2. ὥρα ἕκτη twelve o’clock noon Mt 20:5; 27:45a; Mk 15:33a; Lk 23:44a; J 4:6 (ὥρα ὡς ἕκτη about noon; TestJos 8:1 ὥρα ὡσεὶ ἕκτη; ParJer 1:11 ἕκτην ὥραν τῆς νυκτός); 19:14 (ὥρα ὡς ἕκτη); Ac 10:9. ἐχθὲς ὥραν ἑβδόμην yesterday at one o’clock in the afternoon (= 13 hours) J 4:52b (on the use of the acc. to express a point of time s. Hdb. ad loc.; Soph., Lex. I 44; B-D-F §161, 3; Rob. 470). ὥρᾳ ὀγδόῃ at two o’clock in the afternoon (= 14 hours) MPol 21. ὥρα ἐνάτη three in the afternoon (= 15 hours) Mt 20:5; 27:45f; Mk 15:33b, 34; Lk 23:44b; Ac 3:1 (ἐπὶ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς τὴν ἐνάτην); 10:3 (ὡσεὶ περὶ ὥ. ἐνάτην τῆς ἡμέρας); ὥρας θ´ AcPl Ha 11, 3; περὶ ὥραν ἐνάτην GJs 2:4; GPt 6:22 (TestAbr B 12 p. 117, 2 [Stone p. 82] κατὰ τὴν ἐνάτην ὥραν). ὥρα ὡς δεκάτη about four in the afternoon (= 16 hours) J 1:39. ἑνδεκάτη ὥρα five o’clock in the afternoon (= 17 hours) Mt 20:(6, without ὥρα), 9. ἀπὸ τετάρτης ἡμέρας μέχρι ταύτης τῆς ὥρας ἤμην τὴν ἐνάτην προσευχόμενος four days ago, reckoned from (=at) this very hour, I was praying at three o’clock in the afternoon (= 15 hours) Ac 10:30 (echoing vs. 3, but inelegantly phrased; s. comm. on the textual problems). ἐπύθετο τὴν ὥραν ἐν ᾗ … he inquired at what timeJ 4:52a; cp. vs. 53 (cp. Ael. Arist. 50, 56 K.=26 p. 519 D.: … τὴν ὥραν αἰσθάνομαι … ἐκείνην, ἐν ᾗ … ; 47, 56 K.=23 p. 459 D.: ἀφυπνιζόμην κ. εὗρον ἐκείνην τὴν ὥραν οὖσαν, ᾗπερ …). ᾗ ἡμέρᾳ καὶ ὥρᾳ ἐμαρτύρησεν ὁ Πολύκαρπος the very day and hour that … EpilMosq 4.—Less definite are the indications of time in such expressions as ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας up to the present moment 1 Cor 4:11. πᾶσαν ὥραν hour after hour, every hour, constantly (Ex 18:22; Lev 16:2; JosAs 15:7; Ar. [Milne 76, 34]; cp. TestJob 10:1 πάσας ὥρας) 15:30. Also καθʼ ὥραν (Strabo 15, 1, 55; Ps.-Clem., Hom. 3, 69) 2 Cl 12:1. αὐτῇ τῇ ὥρᾳ at that very time, at once, instantly (oft. pap, e.g. POxy 235, 7 [I A.D.]; Da 3:6, 15; TestAbr B 12 p. 116, 27 [Stone p. 80]; GrBar 14:1; 15:1; ApcMos 20) Lk 2:38; 24:33; Ac 16:18; 22:13.
    a point of time as an occasion for an event, time (BGU 1816, 12 [I B.C.] πρὸ ὥρας=before the right time) ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ Mt 8:13; 10:19; 18:1 (v.l. ἡμέρᾳ); 26:55; Mk 13:11; Lk 7:21; Ac 16:33; Rv 11:13; MPol 7:2a; GJs 20:2 (only pap). Likew. ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ Lk 10:21; 12:12; 13:31; 20:19 (on both expressions s. JJeremias, ZNW 42, ’49, 214–17). ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης from that time on, at once Mt 9:22; 15:28; 17:18; J 19:27. ὥρα ἐν ᾗ J 5:28. ὥρα ὅτε 4:21, 23; 5:25; 16:25 (cp. ApcMos 17 περὶ ὥραν ὅταν). ὥρα ἵνα 16:2, 32. W. gen. of thing, the time for which has come (Diod S 13, 94, 1; Ael. Aristid. 51, 1 K.=27 p. 534 D.; PGM 1, 221 ἀνάγκης; JosAs 3:3 μεσημβρίας … καὶ ἀρίστου; ApcMos 42 [of Eve’s request] ἐν τῇ ὥρᾳ τῆς τελευτῆς αὐτῆς; Jos., Ant. 7, 326 ὥ. ἀρίστου; SibOr 4, 56) ἡ ὥρα τοῦ θυμιάματος Lk 1:10; τοῦ δείπνου 14:17, cp. MPol 7:1a; τοῦ πειρασμοῦ Rv 3:10; τῆς κρίσεως 14:7; τῆς δοξολογίας αὐτοῦ GJs 13:1; τοῦ ἀσπασμοῦ 24:1; ἡ ὥρα αὐτῶν the time for them J 16:4; w. the gen. (of the Passover) to be supplied Lk 22:14. Also w. inf. (Hom. et al.; Lucian, Dial. Deor. 20, 1; Aelian, VH 1, 21) ἡ ὥρα θερίσαι the time to reap Rv 14:15 (cp. Theopomp. [IV B.C.]: 115 Fgm. 31 Jac. θερινὴ ὥ.; Paus. 2, 35, 4 ὥ. θέρους). Also acc. w. inf. (Gen 29:7) ὥρα (ἐστιν) ὑμᾶς ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι Ro 13:11.—W. gen. of pers. the time of or for someone to do or to suffer someth. (cp. Philo, Leg. ad Gai. 168 σὸς νῦν ὁ καιρός ἐστιν, ἐπέγειρε σαυτόν) of a woman who is to give birth (cp. GrBar 3:5 ἐν τῇ ὥρᾳ τοῦ τεκεῖν αὐτήν) ἡ ὥρα αὐτῆς J 16:21 (v.l. ἡμέρα, s. ἡμέρα 3, beg.).—Lk 22:53. Esp. of Jesus, of whose ὥρα J speaks, as the time of his death (Diod S 15, 87, 6: the dying Epaminondas says ὥρα ἐστὶ τελευτᾶν. Cp. MPol 8:1 τοῦ ἐξιέναι) and of the glorification which is inextricably bound up w. it ἡ ὥρα αὐτοῦ J 7:30; 8:20; 13:1 (foll. by ἵνα); cp. ἡ ὥρα μου 2:4 (s. Hdb. ad loc.). ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ 12:23. ἡ ὥρα αὕτη 12:27ab. Also abs. ἐλήλυθεν ἡ ὥρα 17:1 (AGeorge, ‘L’heure’ de J 17, RB 61, ’54, 392–97); cp. Mt 26:45; Mk 14:35, 41.—ἐσχάτη ὥρα the last hour in the present age of the world’s existence 1J 2:18ab.—CCowling, Mark’s Use of ὥρα, Australian Biblical Review 5, ’56, 153–60. EBickermann, Chronology of the Ancient World 2 ’80, 13–16.—B. 954 and esp. 1001. DELG. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ὥρα

  • 15 σαλεύω

    + V
    0-7-12-41-19=79 Jgs 5,5; 2 Sm 22,37; 2 Kgs 17,20; 21,8
    A: to cause to rock [τινα] Sir 29,17; to shake (the head) [τι] Ps 108(109),25; to shake, to afflict [τινα] 2 Kgs 17,20; to stir up [τινα] Sir 28,14
    P: to be driven to and fro (by the wind) Wis 4,4; to be shaken, to be moved (of the sea) Ps 97(98),7; to be shaken (of mountains) Jgs 5,5; to be shaken, to tremble Zech 12,2; to slip (of steps) Ps 16(17),5; to totter 2 Sm 22,37; to stagger Ps 106 (107),27; to tremble, to shudder (from fear) Eccl 12,3; to be moved, to waver, to change one’s mind Jb 41,15; to be shaken, to be in sore distress Sir 13,21; to wander Ps 108(109),10; to be (re)moved DnTh 4,14
    τοῦ σαλεῦσαι τὸν πόδα Ισραηλ ἀπὸ τῆς γῆς to remove Israel’s foot from the land 2 Kgs 21,8 et al.; βοοζύγιον σαλευόμενον an ox yoke rubbing and chafing the neck, a hard yoke Sir 26,7; σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων he shall shake them to their foundations, he shall eradicate them from their foundations Wis 4,19
    *Hab 2,16 σαλεύθητι καὶ σείσθητι shake and quake-והרעל (cpr. 1QpHab 11,9, see σείω) for MT והערל be uncircumcised
    Cf. HELBING 1928, 320; TALMON 1964, 131; →NIDNTT; TWNT
    (→διασαλεύω,,)

    Lust (λαγνεία) > σαλεύω

  • 16 ποιέω

    ποιέω, [dialect] Dor. [full] ποιϝέω IG4.800 ([place name] Troezen), etc.: [dialect] Ep. [tense] impf.
    A

    ποίεον Il. 20.147

    ; [var] contr.

    ποίει 18.482

    ; [dialect] Ion.

    ποιέεσκον Hdt.1.36

    , 4.78: [tense] fut. ποιήσω: [tense] aor. ἐποίησα, [dialect] Ep.

    ποίησα Il.18.490

    : [tense] pf. πεποίηκα:—[voice] Med., [dialect] Ion. [tense] impf.

    ποιεέσκετο Hdt.7.119

    : [tense] fut.

    ποιήσομαι Il.9.397

    : in pass. sense, Hp.Decent.11, Arist.Metaph. 1021a23: [tense] aor. ἐποιησάμην, [dialect] Ep.

    ποι- Od.5.251

    , al.: [tense] pf. πεποίημαι in med. sense, And.4.22, Decr. ap. D. 18.29:—[voice] Pass., [tense] fut. ποιηθήσομαι ([etym.] μετα-) D.23.62, v. supr.;

    πεποιήσομαι Hp.Mul.1.11

    ,37: [tense] aor.

    ἐποιήθην Hdt.2.159

    , etc. (used as [voice] Med. only in compd. προς-): [tense] pf.

    πεποίημαι Il.6.56

    , etc.:—[dialect] Att. [full] ποῶ (EM 679.24), etc., is guaranteed by metre in Trag. and Com., as

    ποῶ S. OT 918

    ,

    ποεῖν Id.Tr. 385

    ,

    ποεῖς Ar.Ach. 410

    , etc., and found in cod. Laur. of S., cod. Rav. of Ar., also IG12.39.6 ([etym.] ποήσω), 82.9 ([etym.] ποεῖ), 154.7 ([etym.] ἐποησάτην), etc.; but ποι- is always written before -οι, -ου, -ω in Inscrr.: πο- also in [dialect] Aeol.

    πόημι πόης πόει PBouriant8.71

    ,75, Sapph. Supp.1.9, al., and Arc. ποέντω, = ποιούντων, IG5(2).6.9 (Tegea, iv B.C.); cf. ποιητής.
    0-0 Used in two general senses, make and do.
    A make, produce, first of something material, as manufactures, works of art, etc. (opp. πράττειν, Pl.Chrm. 163b), in Hom. freq. of building, π. δῶμα, τύμβον, Il.1.608,7.435;

    εἴδωλον Od.4.796

    ; π. πύλας ἐν [πύργοις] Il.7.339; of smith's work, π. σάκος ib. 222;

    ἐν [σάκεϊ] ποίει δαίδαλα πολλά 18.482

    , cf. 490, 573: freq. in Inscrr. on works of art, Πολυμήδης ἐποίϝηh' (= ἐποίησε )

    Ἀργεῖος SIG5

    (vi B.C., cf. Class.Phil.20.139);

    Θεόπροπος ἐποίει Αἰγινάτας SIG18

    (vi/v B.C.), etc.; ἐποίησε Τερψικλῆς ib.3b(Milet., vi B.C.), etc.;

    τίς.. τὴν λίθον ταύτην τέκτων ἐποίει; Herod.4.22

    ; εἵματα ἀπὸ ξύλων πεποιημένα made from trees, i.e. of cotton, Hdt.7.65;

    ναὸν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἀργυρίου X.An. 5.3.9

    ;

    πλοῖα ἐκ τῆς ἀκάνθης ποιεύμενα Hdt.2.96

    ;

    καρβάτιναι πεποιημέναι ἐκ βοῶν X.An.4.5.14

    : c. gen. materiae,

    πωρίνου λίθου π. τὸν νηόν Hdt.5.62

    ;

    ἔρυμα λίθων λογάδην πεποιημένον Th.4.31

    ;

    φοίνικος αἱ θύραι πεποιημέναι X.Cyr.7.5.22

    : rarely

    ποιεῖσθαί τινι

    to be made with..,

    Longus 1.4

    ; also τῶν τὰ κέρεα.. οἱ πήχεες ποιεῦνται the horns of which are made into the sides of the lyre, Hdt.4.192; also δέρμα εἰς περικεφαλαίας πεποίηται Sch.Patm.D.in BCH1.144:—[voice] Med., make for oneself, as of bees, οἰκία ποιήσωνται build them houses, Il.12.168, cf. 5.735, Od.5.251, 259, Hes.Op. 503; [ῥεῖθρον] π., of a river, Thphr. HP3.1.5; also, have a thing made, get it made,

    ὀβελούς Hdt.2.135

    ;

    στεφάνους οὓς ἐποιησάμην τῷ χορῷ D.21.16

    , cf. X.An.5.3.5; τὸν Ἀπόλλω, i.e. a statue of A., Pl.Ep. 361a;

    αὑτοῦ εἰκόνας Plu. Them.5

    , cf. Inscr.Prien.25.9 (iii B.C.?).
    2 create, bring into existence,

    γένος ἀνθρώπων χρύσεον Hes.Op. 110

    , cf. Th. 161, 579, etc.;

    ὁ ποιῶν

    the creator,

    Pl.Ti. 76c

    ;

    ἕτερον Φίλιππον ποιήσετε D.4.11

    :—[voice] Med., beget,

    υἱόν And.1.124

    ;

    ἔκ τινος Id.4.22

    ; παῖδας ποιεῖσθαι, = παιδοποιεῖσθαι, X.Cyr.5.3.19, D.57.43; conceive,

    παιδίον π. ἔκ τινος Pl.Smp. 203b

    :—[voice] Act. in this sense only in later Gr., Plu.2.312a; of the woman, παιδίον ποιῆσαι ib.145d.
    3 generally, produce, ὕδωρ π., of Zeus, Ar.V. 261: impers., ἐὰν πλείω ποιῇ ὕδατα, = ἐὰν ὕη, Thphr.CP1.19.3; π. γάλα, of certain kinds of food, Arist.HA 522b32; ἄρρεν π., of an egg, Ael.VH1.15; μέλι ἄριστον π., of Hymettus, Str.9.1.23; π. καρπόν, of trees, Ev.Matt.3.10 (metaph. in religious sense, ib.8); of men, κριθὰς π. grow barley, Ar. Pax 1322;

    π. σίτου μεδίμνους D.42.20

    ; π. πενίαν, πλοῦτον, of the stars, Plot.2.3.1.
    b Math., make, produce, τομήν, σχῆμα, ὀρθὰς γωνίας, Archim. Sph.Cyl.1.16,38, Con.Sph.12;

    ὁ Α τὸν Γ πολλαπλασιάσας τὸν Η πεποίηκεν Euc.7.19

    :—[voice] Pass., πεποιήσθω ὡς.. let it be contrived that.., Archim. Sph.Cyl.2.6.
    d π. τὸ πρόβλημα effect a solution of the problem, Apollon.Perg.Con.2.49,51; π. τὸ ἐπίταγμα fulfil, satisfy the required condition, Archim.Sph.Cyl.1.2,3.
    4 after Hom., of Poets, compose, write, π. διθύραμβον, ἔπεα, Hdt.1.23, 4.14;

    π. θεογονίην Ἕλλησι Id.2.53

    ; π. Φαίδραν, Σατύρους, Ar.Th. 153, 157; π. κωμῳδίαν, τραγῳδίαν, etc., Pl.Smp. 223d;

    παλινῳδίαν Isoc.10.64

    , Pl.Phdr. 243b, etc.;

    ποιήματα Id.Phd. 60d

    : abs., write poetry, write as a poet,

    ὀρθῶς π. Hdt.3.38

    ;

    ἐν τοῖσι ἔπεσι π. Id.4.16

    , cf. Pl. Ion 534b: folld. by a quotation,

    ἐπόησάς ποτε.. Ar.Th. 193

    ;

    εἴς τινα Pl.Phd. 61b

    ;

    περὶ θεῶν Id.R. 383a

    , etc.
    c describe in verse,

    θεὸν ἐν ἔπεσιν Pl.R. 379a

    ; ἐποίησα μύθους τοὺς Αἰσώπου put them into verse, Id.Phd. 61b;

    μῦθον Lycurg.100

    .
    d invent,

    καινοὺς θεούς Pl.Euthphr.3b

    ; ὑπὸ ποιητέω τινὸς ποιηθὲν [τοὔνομα] Hdt.3.115;

    πεποιημένα ὀνόματα Arist.Rh. 1404b29

    , cf.Po. 1457b2; opp. αὐτοφυῆ, κύρια, D.H.Is.7, Pomp. 2.
    II bring about, cause,

    τελευτήν Od.1.250

    ;

    γαλήνην 5.452

    ;

    φόβον Il.12.432

    ;

    σιωπὴν παρὰ πάντων X.HG6.3.10

    ;

    τέρψιν τοῖς θεωμένοις Id.Mem.3.10.8

    ;

    αἰσχύνην τῇ πόλει Isoc.7.54

    , etc.; also of things,

    ἄνεμοι αὐτοὶ μὲν οὐχ ὁρῶνται· ἃ δὲ ποιοῦσι φανερά X.Mem.4.3.14

    ;

    ταὐτὸν ἐποίει αὐτοῖς νικᾶν τε μαχομένοις καὶ μηδὲ μάχεσθαι Th.7.6

    , cf. 2.89.
    b c. acc. et inf., cause or bring about that..,

    σε θεοὶ ποίησαν ἱκέσθαι [ἐς] οἶκον Od.23.258

    ;

    π. τινὰ κλύειν S.Ph. 926

    ;

    π. τινὰ βλέψαι Ar.Pl. 459

    , cf. 746;

    π. τινὰ τριηραρχεῖν Id.Eq. 912

    , cf. Av.59; π. τινὰ αἰσχύνεσθαι, κλάειν, ἀπορεῖν, etc., X.Cyr.4.5.48, 2.2.13, Pl.Tht. 149a, etc.: with ὥστε inserted, X.Cyr.3.2.29, Ar.Eq. 351, etc.: folld. by a relat. clause,

    π. ὅκως ἔσται ἡ Κύπρος ἐλευθέρη Hdt.5.109

    , cf. 1.209;

    ὡς ἂν.. εἰδείην ἐποίουν X.Cyr.6.3.18

    :—also [voice] Med., ἐποιήσατο ὡς ἐν ἀσφαλεῖ εἶεν ib.6.1.23.
    2 procure,

    π. ἄδειάν τε καὶ κάθοδόν τινι Th.8.76

    ;

    ὁ νόμος π. τὴν κληρονομίαν τισί Is.11.1

    ; λόγος ἀργύριον τῷ λέγοντι π. gets him money, D.10.76:—[voice] Med., procure for oneself, gain,

    κλέος αὐτῇ ποιεῖτ' Od.2.126

    ;

    ἄδειαν Th.6.60

    ;

    τιμωρίαν ἀπό τινων Id.1.25

    ;

    τὸν βίον ἀπὸ γεωργίας X.Oec.6.11

    , cf. Th.1.5.
    3 of sacrifices, festivals, etc., celebrate,

    π. ἱρά Hdt.9.19

    , cf. 2.49 ([voice] Act. and [voice] Pass.);

    π. τὴν θυσίαν τῷ Ποσειδῶνι X.HG4.5.1

    ; π. Ἴσθμια ib.4.5.2;

    τῇ θεῷ ἑορτὴν δημοτελῆ π. Th.2.15

    ;

    παννυχίδα π. Pl.R. 328a

    ; π. σάββατα observe the Sabbath, LXXEx.31.16; π. ταφάς, of a public funeral, Pl. Mx. 234b;

    π. ἐπαρήν SIG38.30

    (Teos, v B.C.); also of political assemblies,

    π. ἐκκλησίαν Ar.Eq. 746

    , Th.1.139;

    π. μυστήρια Id.6.28

    ([voice] Pass.);

    ξύλλογον σφῶν αὐτῶν Id.1.67

    :—[voice] Med.,

    ἀγορὴν ποιήσατο Il.8.2

    ;

    ἢν θυσίην τις ποιῆται Hdt.6.57

    (v.l.);

    δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο Th.2.34

    ;

    π. ἀγῶνα Id.4.91

    ;

    π. ἐκκλησίαν τοῖς Γρᾳξὶ περὶ μισθοῦ Ar.Ach. 169

    .
    4 of war and peace, πόλεμον π. cause or give rise to a war,

    πόλεμον ἡμῖν ἀντ' εἰρήνης πρὸς Αακεδαιμονίους π. Is.11.48

    ; but π. ποιησόμενοι about to make war (on one's own part), X.An.5.5.24; εἰρήνην π. bring about a peace (for others), Ar. Pax 1199;

    σπονδὰς π. X.An.4.3.14

    ;

    ξυμμαχίαν ποιῆσαι Th.2.29

    ; but εἰρήνην ποιεῖσθαι make peace (for oneself), And.3.11;

    σπονδὰς ποιήσασθαι Th.1.28

    , etc.:—[voice] Pass.,

    ἐπεποίητο συμμαχίη Hdt.1.77

    , etc.
    5 freq. in [voice] Med. with Nouns periphr. for the Verb derived from the Noun, μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην submit a plea, Od.21.71; ποιέεσθαι ὁδοιπορίην, for ὁδοιπορέειν, Hdt.2.29;

    π. ὁδόν Id.7.42

    , 110, 112, etc.; π. πλόον, for πλέειν, Id.6.95, cf. Antipho 5.21; π. κομιδήν, for κομίζεσθαι, Hdt.6.95; θῶμα π. τὴν ἐργασίην, for θωμάζειν, Id.1.68; ὀργὴν π., for ὀργίζεσθαι, Id.3.25; λήθην π. τι, for λανθάνεσθαί τινος, Id.1.127; βουλὴν π., for βουλεύεσθαι, Id.6.101; συμβολὴν π., for συμβάλλεσθαι, Id.9.45; τὰς μάχας π., for μάχεσθαι, S.El. 302, etc.; καταφυγὴν π., for καταφεύγειν, Antipho 1.4; ἀγῶνα π., for ἀγωνίζεσθαι, Th.2.89; π. λόγον [τινός] make account of.., Hdt.7.156; but τοὺς λόγους π. hold a conference, Th.1.128; also simply for λέγειν, Lys.25.2, cf. Pl.R. 527a, etc.; also π. δι' ἀγγέλου, π. διὰ χρηστηρίων, communicate by a messenger, an oracle, Hdt.6.4, 8.134.
    III with Adj. as predic., make, render so and so, ποιῆσαί τινα ἄφρονα make one senseless, Od.23.12; [δῶρα] ὄλβια ποιεῖν make them blest, i.e. prosper them, 13.42, cf. Il.12.30;

    τοὺς Μήδους ἀσθενεῖς π. X.Cyr.1.5.2

    , etc.;

    χρήσιμον ἐξ ἀχρήστου π. Pl.R. 411b

    : with a Subst., ποιῆσαι ἀθύρματα make into playthings, Il. 15.363;

    ποιεῖν τινα βασιλῆα Od.1.387

    ;

    ταμίην ἀνέμων 10.21

    ;

    γέροντα 16.456

    ;

    ἄκοιτίν τινι Il.24.537

    ;

    γαμβρὸν ἑόν Hes.Th. 818

    ; [

    μύρμηκας] ἄνδρας π. [καὶ] γυναῖκας Id.Fr.76.5

    ;

    πολιήτας π. τινάς Hdt.7.156

    ;

    Ἀθηναῖον π. τινά Th.2.29

    , etc.;

    π. τινὰ παράδειγμα Isoc.4.39

    : hence, appoint, instal,

    τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρών LXX 1 Ki.12.6

    ;

    δώδεκα Ev.Marc.3.14

    :—[voice] Med., ποιεῖσθαί τινα ἑταῖρον make him one's friend, Hes. Op. 707, cf. 714; π. τινὰ ἄλοχον or ἄκοιτιν take her to oneself as wife, Il.3.409, 9.397, cf. Od.5.120, etc.; π. τινὰ παῖδα make him one's son, i.e. adopt him as son, Il.9.495, etc.; θετὸν παῖδα π. adopt a son, Hdt. 6.57: without υἱόν, adopt,

    ἐπειδὴ οὐκ ἦσαν αὐτῷ παῖδες ἄρρενες, π. Λεωκράτη D.41.3

    , cf. 39.6,33, 44.25, Pl.Lg. 923c, etc.;

    π. τινὰ θυγατέρα Hdt.4.180

    : generally,

    ἅπαντας ἢ σῦς ἠὲ λύκους π. Od.10.433

    ;

    π. τινὰ πολίτην Isoc.9.54

    ;

    μαθητήν Pl.Cra. 428b

    ;

    τὰ κρέα π. εὔτυκα Hdt. 1.119

    ; τὰ ἔπεα ἀπόρρητα π. making them a secret, Id.9.45, etc.; also ἑωυτοῦ ποιέεται τὸ.. ἔργον makes it his own, Id.1.129;

    μηδ' ἃ μὴ 'θιγες ποιοῦ σεαυτῆς S.Ant. 547

    .
    IV put in a certain place or condition, etc.,

    ἐμοὶ Ζεὺς.. ἐνὶ φρεσὶν ὧδε νόημα ποίησ' Od.14.274

    ;

    σφῶϊν ὧδε θεῶν τις ἐνὶ φρεσὶ ποιήσειεν Il.13.55

    ;

    αἲ γὰρ τοῦτο θεοὶ ποιήσειαν ἐπὶ νόον νησιώτῃσι Hdt.1.27

    , cf. 71;

    ἐν αἰσχύνῃ π. τὴν πόλιν D.18.136

    ;

    τὰς ναῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ π. Th.1.109

    ;

    ἔξω κεφαλὴν π. Hdt.5.33

    ;

    ἔξω βελῶν τὴν τάξιν π. X.Cyr.4.1.3

    ;

    ἐμαυτὸν ὡς πορρωτάτω π. τῶν ὑποψιῶν Isoc.3.37

    ; of troops, form them,

    ὡς ἂν κράτιστα.. X.An.5.2.11

    , cf. 3.4.21; in politics,

    ἐς ὀλίγους τὰς ἀρχὰς π. Th.8.53

    ; and in war, π. Γετταλίαν ὑπὸ Φιλίππῳ bring it under his power, D.18.48;

    μήτε τοὺς νόμους μήθ' ὑμᾶς αὐτοὺς ἐπὶ τοῖς λέγουσι π. Id.58.61

    :—[voice] Med.,

    ποιέεσθαι ὑπ' ἑωυτῷ Hdt.1.201

    , cf.5.103, etc.;

    ὑπὸ χεῖρα X.Ages.1.22

    ; π. τινὰς ἐς φυλακήν, τὰ τῶν ξυμμάχων ἐς ἀσφάλειαν, Th.3.3, 8.1;

    τινὰς ἐς τὸ συμμαχικόν Hdt.9.106

    ; τὰ λεπτὰ πλοῖα ἐντὸς π. put the small vessels in the middle, Th.2.83, cf. 6.67; π. τινὰ ἐκποδών (v. ἐκποδών)

    ; ὄπισθεν π. τὸν ποταμόν X.An. 1.10.9

    .
    2 Math., multiply, π. τὰ ιβ ἐπὶ τὰ έ, τὰ ζ ἐφ' ἑαυτὰ π., Hero Metr.1.8, 2.14.
    V [voice] Med., deem, consider, reckon a thing as.., συμφορὴν ποιέεσθαί τι take it for a misfortune, Hdt.1.83, 6.61; δεινὸν π. τι esteem it a grievous thing, take it ill, Id.1.127, etc. (rarely in [voice] Act.,

    δεινὰ π. 2.121

    .έ, Th.5.42); μέγα π. c. inf., deem it a great matter that.., Hdt.8.3, cf. 3.42, etc.;

    μεγάλα π. ὅτι.. Id.1.119

    ; ἑρμαῖον π. τι count it clear gain, Pl.Grg. 489c;

    οὐκέτι ἀνασχετὸν π. τι Th.1.118

    : freq. with Preps., δι' οὐδενὸς π. deem of no account, S.OC 584; ἐν ἐλαφρῷ, ἐν ὁμοίῳ π., Hdt.1.118,7.138;

    ἐν σμικρῷ μέρει S.Ph. 498

    ;

    ἐν ὀλιγωρίᾳ Th.4.5

    ;

    ἐν ὀργῇ D.1.16

    ; ἐν νόμῳ π. consider as lawful, Hdt. 1.131; ἐν ἀδείῃ π. consider as safe, Id.9.42;

    παρ' ὀλίγον π. τι X. An.6.6.11

    ; περὶ πολλοῦ π., Lat. magni facere, Lys.1.1, etc.; περὶ πλείονος, περὶ πλείστου π., Id.14.40, Pl.Ap. 21e, etc.; περὶ ὀλίγου, περὶ ἐλάττονος, Isoc.17.58, 18.63;

    περὶ παντός Id.2.15

    (rarely

    πολλοῦ π. τι Pl.Prt. 328d

    ); πρὸ πολλοῦ π. c. inf., Isoc.5.138.
    VII of Time, οὐ π. χρόνον make no long time, i. e. not to delay, D.19.163 codd.; μακρότερον ποιεῖς you are taking too long, PCair.Zen.48.4 (iii B.C.); μέσας π. νύκτας let midnight come, Pl.Phlb. 50d, cf. AP11.85 (Lucill.); ἔξω μέσων νυκτῶν π. τὴν ὥραν put off the time of business to past midnight, D.54.26; τὴν νύκτα ἐφ' ὅπλοις ποιεῖσθαι spend it under arms, Th.7.28(s.v.l.);

    ποιήσουσιν ἐν πλούτῳ ἔτη πολλά LXXPr.13.23

    , cf. To.10.7;

    δύο ἡμέρας ποιεῖ ἐν τῷ Ἀνουβιείῳ UPZ70.21

    (ii B.C.), cf. PSI4.362.15 (iii B.C.);

    τὰς ἡμέρας ἐν τοῖς ὕδασι π. D.S.1.35

    ; tarry, stay,

    μῆνας τρεῖς Act.Ap. 20.3

    , cf. AP11.330 (Nicarch.).
    VIII in later Greek, sacrifice,

    μοσχάριον LXXEx.29.36

    ; καρπώσεις ὑπέρ τινος ib.Jb.42.8: without acc., π. Ἀστάρτῃ sacrifice to Ashtoreth, ib.3 Ki.11.33.
    IX make ready, prepare, as food, μοσχάριον ib.Ge.18.7 sq.; π. τὸν μύστακα trim it, ib.2 Ki.19.24(25).
    X ποιεῖν βασιλέα play the king, ib.3 Ki.20 (21).7.
    B do, much like πράσσω, οὐδὲν ἂν ὧν νυνὶ πεποίηκεν ἔπραξεν D. 4.5;

    περὶ ὧν πράττει καὶ μέλλει ποιεῖν Id.8.2

    , cf. 18.62;

    ἄριστα πεποίηται Il.6.56

    ;

    πλείονα χρηστὰ περὶ τὴν πόλιν Ar.Eq. 811

    ;

    τὰ δίκαια τοῖς εὐεργέταις D.20.12

    ;

    ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Hdt.3.134

    fin.; ποιέειν Σπαρτιητικά act like a Spartan, Id.5.40;

    οὗτος τί ποιεῖς; A. Supp. 911

    , etc.;

    τὸ προσταχθὲν π. S.Ph. 1010

    ; π. τὴν μουσικήν practise it, Pl.Phd. 60e, etc.; πᾶν or πάντα π., v. πᾶς D. 111.2, etc.: Math., ὅπερ ἔδει ποιῆσαι, = Q.E.F., Euc.1.1, etc.
    2 c. dupl. acc., do something to another, κακά or ἀγαθὰ ποιεῖν τινα, first in Hdt.3.75, al.; ἀγαθόν, κακὸν π. τινά, Isoc.16.50, etc.;

    μεγάλα τὴν πόλιν ἀγαθά Din.1.17

    ; also

    εὖ ποιεῖν τὸν εὖ ποιοῦντα X.Mem.2.3.8

    ; τὴν ἐκείνου (sc. χώραν)

    κακῶς π. D.1.18

    ; in LXX with Prep.,

    π. κακὸν μετά τινων Ge. 26.29

    ;

    ταῦτα τοῦτον ἐποίησα Hdt.1.115

    ;

    κοὐκ οἶδ' ὅ τι χρῆμά με ποιεῖς Ar.V. 697

    , cf. Nu. 259; also of things, ἀργύριον τωὐτὸ τοῦτο ἐποίεε he did this same thing with silver, Hdt.4.166: less freq. c. dat. pers.,

    τῷ τεθνεῶτι μηδὲν τῶν νομιζομένων π. Is.4.19

    ;

    ἵππῳ τἀναντία X.Eq.9.12

    codd., cf. Ar.Nu. 388, D.29.37: c. dat. rei,

    τί ποιήσωμεν κιβωτῷ; LXX 1 Ki.5.8

    :—in [voice] Med.,

    φίλα ποιέεσθαί τισι Hdt.2.152

    ,5.37.
    3 with an Adv., ὧδε ποίησον do thus, Id.1.112; πῶς ποιήσεις; how will you act? S.OC 652;

    πῶς δεῖ ποιεῖν περὶ θυσίας X.Mem.1.3.1

    ;

    ποίει ὅπως βούλει Id.Cyr.1.4.9

    ;

    μὴ ἄλλως π. Pl.R. 328d

    ; πρὸς τοὺς πολεμίους πῶς ποιήσουσιν; ib. 469b; ὀρθῶς π. ib. 403e; εὖ, κακῶς π. τινά, v. supr. 2: freq. c. part.,

    εὖ ἐποίησας ἀπικόμενος Hdt.5.24

    , cf. Pl.Phd. 60c;

    καλῶς ποιεῖς προνοῶν X.Cyr.7.4.13

    ;

    οἷον ποιεῖς ἡγούμενος Pl.Chrm. 166c

    ; καλῶς ποιῶν almost Adverbial,

    καλῶς γ', ἔφη, ποιῶν σύ Id.Smp. 174e

    ;

    καλῶς ποιοῦντες.. πράττετε D.20.110

    , cf. 1.28;

    εὖ ποιοῦν

    fortunately,

    Id.23.143

    .
    4 in Prose (rarely in Poetry, A.Pr. 935), used in the second clause, to avoid repeating the Verb of the first, ἐρώτησον αὐτούς· μᾶλλον δ' ἐγὼ τοῦθ' ὑπὲρ σοῦ ποιήσω I will do this for you, D.18.52, cf. 292, Hdt.5.97, Is.7.35.
    II abs., to be doing, act,

    ποιέειν ἢ παθεῖν πρόκειται ἀγών Hdt.7.11

    ; ποιεῖν, as a category, opp. πάσχειν, Arist.Cat. 2a3, cf. GC 322b11, Ph. 225b13.
    b of medicine, operate, be efficacious, Pl.Phd. 117b;

    λουτρὰ κάλλιστα ποιοῦντα πρὸς νόσους Str. 5.3.6

    ; πρὸς στραγγουρίαν, πρὸς τοὺς δαιμονιζομένους, Thphr.HP7.14.1, Ps.-Plu.Fluv.16.2: freq. in Dsc.,

    πρὸς ἐπιλημπτικούς 1.6

    , al.;

    εἰς τὰ αὐτά 2.133

    : c. dat.,

    στομαχικοῖς Gal.13.183

    : abs., ἄκρως π. ib.265; also of charms, PMag.Osl.1.361.
    2 Th. has a peculiar usage, ἡ εὔνοια παρὰ πολὺ ἐποίει μᾶλλον ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους good-will made greatly for, on the side of, the L., 2.8: impers., ἐπὶ πολὺ ἐποίει τῆς δόξης τοῖς μὲν ἠπειρώταις εἶναι, τοῖς δέ.. it was the general character of the one to be landsmen, of the others.., 4.12: the former passage is imitated by Arr.An.2.2.3, App.BC1.82, D.C.57.6.
    C [voice] Med., = προσποιέομαι, pretend, c. inf., Zos.2.14.1, Procop.Arc. 10. ( ποιϝέω perh. from Ποι-ϝό-ς (in κλινοποιός, νεωποιός, τραπεζοποιός, etc.) 'builder', 'maker', cf. Skt. cinóti, cáyati 'arrange in order', 'build'.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποιέω

  • 17 ἀνήρ

    ἀνήρ, , ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα, voc. ἄνερ: pl. ἄνδρες, -δρῶν, -δράσι [pron. full] [ᾰ], -dras: [dialect] Aeol. dat. pl.
    A

    ἄνδρεσι Alc.Supp.14.8

    : late nom. sg.

    ἄνδρας Cat.Cod.Astr.7.109.7

    : in [dialect] Att. the Art. often forms a crasis with the Noun, ἁνήρ for ὁ ἀνήρ, τἀνδρός, τἀνδρί for τοῦ ἀνδρός, etc., ἅνδρες for οἱ ἄνδρες; the [dialect] Ion. crasis is ὡνήρ, ὧνδρες, Hdt.4.161, 134: [dialect] Ep. also ἀνέρα, ἀνέρος, ἀνέρι, dual ἀνέρε, pl. ἀνέρες, ἀνέρας, ἄνδρεσσι. [[dialect] Ep. Poets mostly use [pron. full] in arsi, [pron. full] in thesi; but in trisyll. forms with stem ἀνέρ- always ᾱ; so also Trag. in lyr., S.Tr. 1011, OT 869. But in Trag. senarians [pron. full] always.] (ἀ- in nom. by analogy; cf. Skt. nar- from I.-E. ner-, nṛ- from nṛ-, Gk. ἀνδρ- from ṇr-):—man, opp. woman ( ἄνθρωπος being man as opp. to beast), Il.17.435, Od.21.323; τῶν ἀνδρῶν ἄπαις without male children, Pl.Lg. 877e; in Hom. mostly of princes, leaders, etc., but also of free men; ἀ δήμου one of the people, Il.2.198, cf. Od.17.352; with a qualifying word to indicate rank,

    ἀ. βουληφόρος Il.2.61

    ;

    ἀ. βασιλεύς Od.24.253

    ;

    ἡγήτορες ἄ. Il.11.687

    .
    II man, opp. god, πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε ib.1.544, al.; Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν ib. 334, cf. 403, Hdt.5.63, etc.: most common in pl., yet sts. in sg., e.g. Il.18.432:—freq. with a Noun added, βροτοί, θνητοὶ ἄ., Od.5.197,10.306;

    ἄ. ἡμίθεοι Il.12.23

    ; ἄ. ἥρωες ib.5.746:—also of men, opp. monsters, Od.21.303:—of men in societies and cities,

    οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις Pi.O. 6.10

    ; and so prob.,

    ἄλλοτε μέν τ' ἐπὶ Κύνθου ἐβήσαο.., ἄλλοτε δ' ἂν νήσους τε καὶ ἀνέρας.. h.Ap. 142

    .
    III man, opp. youth, unless the context determines the meaning, as in

    οὔ πως ἔστι νεωτέρῳ ἀνδρὶ μάχεσθαι ἄνδρα γέροντα Od.18.53

    ; but ἀ. alone always means a man in the prime of life, esp. warrior,

    ἀ. ἕλεν ἄνδρα Il.15.328

    ; so

    ἀ. ἀντ' ἀνδρὸς ἐλύθησαν Th.2.103

    ; the several ages are given as

    παῖς, μειράκιον, ἀ., πρεσβύτης X.Smp.4.17

    ; εἰς ἄνδρας ἐγγράφεσθαι, συντελεῖν, D.19.230, Isoc.12.212;

    εἰς ἄνδρας ἀναβῆναι BMus.Inscr.898

    ; in Inscrr. relating to contests, opp. παῖδες, IG22.1138.10, etc.
    IV man emphatically, man indeed,

    ἀνέρες ἄστε, φίλοι Il.5.529

    ; freq. in Hdt.,

    πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες 7.210

    ;

    πρόσθεν οὐκ ἀ. ὅδ' ἦν; S.Aj.77

    ;

    ἄνδρα γίγνεσθαί σε χρή E.El. 693

    ;

    ἀ. γεγένησαι δι' ἐμέ Ar.Eq. 1255

    ;

    ὃ μαθὼν ἀ. ἔσει Id.Nu. 823

    ;

    ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν Id.Ach.77

    ;

    εἰ ἄνδρες εἶεν οἱ στρατηγοί Th.4.27

    ;

    οὐκέτι ἀ. ἀλλὰ σκευοφόρος X.Cyr.4.2.25

    ;

    τὸν Αυκομήδην.. μόνον ἄνδρα ἡγοῦντο Id.HG7.1.24

    ; οὐκ ἐν ἀνδράσι not like a man, E.Alc. 723, cf. 732; ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν 'tis the part of a man.., Men.771, etc.
    V husband, Il.19.291, Od.24.196, Hdt.1.146, etc.;

    εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἡκούσης τῆς κόρης Pl. Criti. 113d

    ; so

    ἐξοικιεῖν εἰς ἀνδρὸς [οἶκον] θυγατέρα Luc.Lex.11

    :—also of a paramour, opp. πόσις, S.Tr. 551, cf. E.Hipp. 491, Theoc.15.131;

    ἀ. ἁπασῶν τῶν γυναικῶν ἐστι νῦν Pherecr.155

    ;

    αἰγῶν ἄνερ Theoc.8.49

    .
    VI Special usages:
    1 joined with titles, professions, etc.,

    ἰητρὸς ἀ. Il.11.514

    ; ἀ. μάντις, ἀ. στρατηγός, Hdt.6.83,92 (dub.);

    ἀ. νομεύς S.OT 1118

    ; ἄνδρες λοχῖται, λῃσταί, ἀσπιστῆρες, ib. 751, 842, Aj. 565; esp. in disparagement,

    κλῶπες ἄ. E.Rh. 645

    ;

    ἀ. δημότης S. Ant. 690

    ; with names of nations, as

    Φοίνικες ἄ. Hdt.4.42

    ;

    ἀ. Θρῇξ E. Hec.19

    ,al.; esp. in addresses,

    ἄ. ἔφοροι Hdt.9.9

    ;

    ἄ. πολῖται S.OT 513

    ;

    ἄ. δικασταί D.21.1

    , etc.; ὦ ἄνδρες gentlemen of the jury, Antipho 1.1, Lys.1.1, etc.;

    ὦ ἄ. Ἀθηναῖοι Id.6.8

    , etc.: hence in Comedy,

    ἄ. ἰχθύες Archipp.29

    ;

    ἄ. θεοί Luc.JTr.15

    ;

    ὦ ἄ. κύνες Ath.4.160b

    .
    2 ὁ ἀνήρ, by crasis [dialect] Att. ἁνήρ, [dialect] Ion. ὡνήρ, is freq. used emphatically for

    αὐτός, ἐκεῖνος Ar.V. 269

    , prob. in Pl.Sph. 216b, etc.: sts. so in oblique cases without the Art., S.Tr.55, 109, 293, etc.; but not in Prose.
    3 ἀ. ὅδε, ὅδ' ἀ., in Trag., = ἐγώ, S.Aj.78, E.Alc. 690, etc.
    4 πᾶς ἀ. every man, every one, freq. in Pl.Lg. 736c, al., cf. E.Or. 1523.
    5 a man, any man,

    εἶτ' ἄνδρα τῶν αὑτοῦ τι χρὴ προϊέναι; Ar.Nu. 1214

    ;

    οὐ πρέπει νοῦν ἔχοντι ἀνδρί Pl.Phd. 114d

    , etc.; οὐ παντὸς ἀνδρὸς.. ἐσθ' ὁ πλοῦς 'tis not every one that can go, Nicol.Com. 1.26.
    6

    ὦ δαιμόνι' ἀνδρῶν Eup.316

    ; and often with a [comp] Sup.,

    ὦ φίλτατ' ἀνδρῶν Phryn.Com.80

    , etc.
    7

    κατ' ἄνδρα

    viritim,

    Isoc. 12.180

    , POxy. 1047 iii 11, BGU145.5, etc.; so τοὺς κατ' ἄνδρα individuals, opp. κοινῇ τὴν πόλιν, D.Chr.32.6.
    8 In LXX, ἀνήρ = ἕκαστος, δότε μοι ἀνὴρ ἐνώτιον Jd.8.24; ἀ. τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται 'each to his fellow', of leviathan's scales, Jb.41.8; also

    ἀ. εἷς 4 Ki.6.2

    ; with negs., ἀ. μὴ ἐπισκεπήτω ib.10.19;

    ἀνὴρ ἀνήρ

    any one, Le.

    15.2

    .
    9 ἄνδρας γράφειν· τὸ ἐν διδασκάλου τὰ παιδία ὀνόματα γράφειν, Hsch.
    VII male animal, Arist.HA 637b15.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνήρ

  • 18 ἐσθίω

    ἐσθίω (Hom.+) and, mainly in the ptc., ἔσθω (Hom., also in other poets, rare in prose [Plut., Mor. p. 101d]; Coan ins, III B.C.: RHerzog, ARW 10, 1907, 400ff; 23; 27; 42; POslo 153, 15 [beg. II A.D.]; PGiss 80, 5; ostraca [BGU 1507, 14; 1508, 3; 4: III B.C.]; LXX; En 98:11 [?]. ἔσθων Lev 17:14; 1 Km 14:30; Sir 20:17; Mk 1:6; Lk 7:33f, 10:7 [the three last v.l.]; μὴ ἔσθετε Lev 19:26. ὅταν ἔσθητε Num 15:19. ἵνα ἔσθητε Lk 22:30. B-D-F §101; W-S. §15; Mlt-H. 238; Schwyzer, I 704 n. 1). Impf. ἤσθιον; fut. ἔδομαι LXX (Mel, P. 12, 80; 13, 83; 93, 697; 1 Cl 39:9; 57:6); 2 aor. ἔφαγον, w. extension of 1 aor. endings (B-D-F §84, 2; Rob. 333; cp. Schwyzer I 753f): 3 pl. ἐφάγοσαν Ps 77:29, 1 pl. ἐφάγαμεν 2 Km 19:43; fut. φάγομαι (B-D-F §74, 2; Mlt-H. 238), 2 sing. φάγεσαι Lk 17:8; Ruth 2:14 (W-S. §13, 6 and 17; B-D-F §87; Mlt-H. 198); pf. pass. ptc. acc. ἐδηδεμένους (Ath., R. 52, 20); pres. 3 sg. ἔσθεται Lev 11:34; Dt 12:22.
    to take someth. in through the mouth, usually solids, but also liquids, eat.
    w. acc. of thing (Hom. et al.) τί φάγωσιν (after neg.) anything to eat Mt 15:32; Mk 6:36; 8:1f; cp. Mt 6:25, 31; Lk 12:22 (s. Epict. 1, 9, 8; 19). τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως the consecrated bread Mt 12:4; Mk 2:26; Lk 6:4. Locusts and wild honey Mk 1:6. Manna (Ps 77:24) J 6:31, 49 (Just., D. 20, 4). Vegetables Ro 14:2b. Meat 14:21; 1 Cor 8:13; GEb 308, 31f; 34f (τὰς σάρκας αὐτῶν ‘one’s own flesh’ 4 [6] Esdr; POxy 1010). τὰ εἰδωλόθυτα 1 Cor 8:10; cp. vs. 7; Rv 2:14, 20 (Just., D. 34, 8; 35, 1). τὰς θυσίας (Sir 45:21; Ps 105:28) 1 Cor 10:18. τὰ ἐκ τοῦ ἱεροῦ food from the temple 9:13. τὴν σάρκα τ. υἱοῦ τ. ἀνθρώπου J 6:53 (which passage many interpret as referring to the Eucharist while others explain it as speaking of receiving Christ spiritually through faith). πάντα all kinds of food Ro 14:2a (μὴ πάντα ἐσθίοντες Just., 20, 3). τὰ παρατιθέμενα the food that is set before (one) Lk 10:8; 1 Cor 10:27. τὸ ἐν μακέλλῳ πωλούμενον 10:25. τὸ βιβλαρίδιον Rv 10:10 (cp. Ezk 2:8; 3:3). τὸ πάσχα the Passover meal, esp. the Passover lamb (2 Esdr 6:21; 2 Ch 30:18; ESchürer, Über φαγεῖν τὸ πάσχα 1883; Dalman, Jesus 81f) Mt 26:17; Mk 14:12, 14; Lk 22:8, 11, 15; J 18:28. κυριακὸν δεῖπνον φαγεῖν 1 Cor 11:20. ἄρτον ἐσθίειν eat a meal, w. bread as its main part (Ex 2:20; 1 Km 20:34; 2 Km 9:7; 3 Km 13:15 al.) Mt 15:2; Mk 3:20; 7:2, 5; Lk 14:1 (s. Billerb. IV 611–39: E. altjüd. Gastmahl); of the end-time banquet Lk 14:15 (cp. ἄρτον ζωῆς JosAs 15:4). τὸν ἑαυτοῦ ἄρτον ἐ. eat one’s own bread 2 Th 3:12. ἄρτον φαγεῖν παρά τινος eat someone’s bread vs. 8. τὰ παρά τινος what someone provides Lk 10:7. Neg. οὐκ ἔφαγεν οὐδέν he ate nothing at all Lk 4:2 (cp. Job 21:25 οὐ φαγὼν οὐδὲν ἀγαθόν; En 15:11 πνεύματα … μηδὲν ἐσθίοντα). Of complete abstinence μὴ ἐσθίων ἄρτον μήτε πίνων οἶνον 7:33. οὔτε ἐπὶ τὸ φαγεῖν οὔτε ἐπὶ τὸ πεῖν AcPl Ox 6, 7=Aa 241, 12f. οὐδέποτε ἔφαγον πᾶν κοινόν I have never eaten anything common at all Ac 10:14 (cp. 1 Macc 1:62; Just., D. 20, 3). Allegorical interpretation of Mosaic laws against eating forbidden foods B 10 (cp. Hierocles 26 p. 480 reinterpretation of the Pythagorean laws against forbidden foods as moral laws).—Of animals (Hom. et al.; Aelian, VH 1, 1; 2, 40; 3 Km 13:28; Is 65:25; Da 4:33 Theod.; GrBar 4:5 [δράκων]; 6:11 [Φοῖνιξ): birds τὰς σάρκας τινός eat someone’s flesh (Gen 40:19) Rv 17:16; 19:18. Swine Lk 15:16 (ὧν here is for ἅ by attraction, not a gen. dependent on ἐ., as it prob. is in X., Hell. 3, 3, 6; Ps.-Lucian, Asin. 21; such a constr. would be unique in our lit.).
    w. prepositions, to denote the thing of which one partakes:
    α. w. ἀπό τινος (Lev 22:6; Num 15:19; Dt 14:12, 19; Pr 13:2; Da 4:33a; ApcSed 4:5; ApcMos 17 al.) dogs: ἐ. ἀπὸ τῶν ψιχίων eat the crumbs Mt 15:27; Mk 7:28 (on the pl. ἐσθίουσιν after the neut. κυνάρια cp. Lk 11:7; 1 Cl 42:2; B-D-F §133; s. Rob. 403f). ἀπὸ τραπέζης partake of a meal D 11:9. ἀπὸ τῆς εὐχαριστίας 9:5.
    β. w. ἔκ τινος of/from someth. (Jdth 12:2; Sir 11:19; JosAs 16:7f; ApcMos 16f) ἐκ τοῦ ἄρτου eat (some of) the bread (2 Km 12:3; Tob 1:10; TestJob 7:10 ἐκ τῶν ἄρτων μου) 1 Cor 11:28; cp. J 6:26, 50f. ἐκ τῶν καρπῶν αὐτῶν Hs 9, 1, 10. ἐκ τοῦ γάλακτος τῆ ποίμνη get sustenance fr. the milk of the flock 1 Cor 9:7. ἐκ τ. θυσιαστηρίου Hb 13:10. ἐκ τ. ξύλου τ. ζωῆς from the tree of life Rv 2:7 (s. En 32:6); cp. μηκέτι ἐκ σοῦ μηδεὶς καρπὸν φάγοι (v.l. φάγῃ) Mk 11:14.
    used with other prep. expressions ἐ. μετά τινος eat w. someone (1 Km 9:19; Jdth 12:11; Job 1:4; Ezk 47:22; TestAbr B 4 p. 109, 10 [Stone p. 66]) Mt 9:11; 24:49; Mk 2:16; 14:18 (cp. Ps 40:10); Lk 5:30; 7:36. ἐνώπιόν τινος in someone’s presence (cp. ἐναντίον τ. θεοῦ Ex 18:12; Ezk 44:3) 13:26; 24:43. ἐπὶ τ. τραπέζης τινός at someone’s table (2 Km 9:11; cp. vs. 13; Da 11:27) Lk 22:30. διὰ προσκόμματος ἐ. eat with offense (i.e. so that one takes offense in doing so; perh. also so that one gives offense) Ro 14:20.
    abs. Mt 12:1; 14:20; 26:21, 26; Mk 7:3f; 14:18a, 22; Ac 27:35; D 12:3; B 7:5 al. Used w. λαμβάνειν (Gen 3:22) λάβετε φάγετε Mt 26:26b; οἱ ἐσθίοντες 14:21; 15:38. φάγωμεν κ. πίωμεν let us eat and drink 1 Cor 15:32 (Is 22:13; Ath., R. 72, 11). φάγε, πίε, εὐφραίνου Lk 12:19 (Aristobulus of Cass. [III B.C.]: 139 Fgm. 9 Jac. [cited in Strabo 14, 5, 9], statue of Sardanapalus w. the ins ἔσθιε, πῖνε, παῖζε• ὡς τἆλλα τούτου οὐκ ἄξια=‘Eat, drink, have fun. There’s nothing like it.’ This saying of Sardanapalus is also found in Arrian, Anab. 2, 5, 4. A similar thought in the Phrygian grave-ins: IGal 78, 11ff). τὸ φαγεῖν eating Mt 15:20; 1 Cor 11:21. διδόναι τινὶ φαγεῖν give someone someth. to eat (Ex 16:8, 15; Num 11:18, 21) Mt 14:16; 25:35, 42; Mk 5:43; 6:37; Lk 8:55; 9:13; J 6:52; Rv 2:7. φέρειν τινὶ φαγεῖν (cp. 2 Km 17:29) J 4:33. εὐκαιρέω φαγεῖν I find time to eat Mk 6:31. ἔχω βρῶσιν φαγεῖν I have food to eat J 4:32.—With the principle stated in 2 Th 3:10 cp. Lucian, Par. 13: when a pupil progresses well δότε αὐτῷ φαγεῖν; when he does not, μὴ δῶτε.
    ἐ. and πίνω are freq. found together, as in some pass. already quoted (Hom. et al.; very oft. LXX; En 102:9; 4 [6] Esdr [POxy 1010]; TestAbr A 4 p. 81, 16 [Stone p. 10]; B 5 p. 109, 16 [Stone p. 66]; JosAs 9:3 al.; Philo, Det. Pot. ins 113; Jos., C. Ap. 2, 234).
    α. = receive support 1 Cor 9:4.
    β. = eat a meal Lk 5:30; 17:8; 1 Cor 11:22; AcPl Ox 6, 7. Of a festive sacrificial meal 1 Cor 10:7 (Ex 32:6).
    γ. in contrast to fasting—the latter expressed by ἐ. and πίνω w. a neg. (Iambl., Vi. Pyth. 28, 141 οὔτε πίνων οὔτε ἐσθίων) Mt 11:18; Lk 4:2 v.l.; 7:33; Ac 9:9; 23:12, 21—Mt 11:19; Lk 5:33; 7:34; B 7:5.
    δ. of ordinary daily activities Lk 17:27f.
    ε. of carefree, even luxurious or dissipated living Mt 24:49; Lk 12:19, 45; 1 Cor 15:32 (cp. Is 22:13).—HRiesenfeld, ConNeot 9, ’44, 10f.
    to do away with completely, fig. extension of mng. 1 (Hom. et al.; LXX) consume, devour (of fire Il. 23, 182; Is 10:17; 26:11) πυρὸς ἐσθίειν μέλλοντος τ. ὑπεναντίους fire, which is about to consume the adversaries Hb 10:27 (Is 26:11). ὁ ἰὸς … φάγεται τ. σάρκας ὑμῶν ὡς πῦρ the rust will eat your flesh like fire Js 5:3 (cp. Aeschyl., Fgm. 253 φαγέδαινα [an ulcer] σάρκας ἐσθίει ποδός; Is 30:27 ἡ ὀργὴ τοῦ θυμοῦ ὡς πῦρ ἔδεται). B. 327.—DELG s.v. ἔδω. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐσθίω

  • 19

    ὁ, ὅ, ὅς, The uses are relative, demonstrative, articular: where is not followed by a particle, it is often impossible to decide whether the u<*>e is relative or demonstrative, cf. Des Places 35ff. A relative, cf. ὅς τε. (ὅ, ὅς, τοῦ, οὗ, τῷ, ᾧ, τόν, ὅν, τοί, οἵ, τῶν, ὧν, τοῖςι), οἷς, οἶσιν), τούς; ἅ, ἇς, τᾶς, ᾆ, τᾷ, ἅν, τάν, αἵ, ταί, τᾶν, αἷςι), ταῖσι; τοῦ, οὕνεκεν, ᾧ, τῷ, τό, τά, τῶν, ὧν, οἷσιν, τά.)
    1 c. ind.
    a preceded by an antecedent.

    Ἱέρωνος θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον O. 1.12

    Πέλοπος τοῦ μεγασθενὴς ἐράσσατο Γαιάοχος O. 1.25

    ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον, τὸν αἰεὶ μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν εὐφροσύνας ἀλᾶται (Fennel: τάν οἱ codd.: ἅν οἱ Hermann, v. d. Mühll) O. 1.57—8. νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν, οἷσιν ἄφθιτον θέν νιν ( οἷς νιν coni. Bergk) O. 1.63 [ ἃ τέκε (codd.: ἔτεκε Boehmer: τέκε τε byz.) O. 1.89]

    πατέρων · καμόντες οἳ πολλὰ θυμῷ ἱερὸν ἔσχον οἴκημα O. 2.8

    κούραις, ἔπαθον αἳ μεγάλα O. 2.23

    ὕδωρ δ' ἄλλα (sc. ἄνθεμα)

    φέρβει, ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι O. 2.74

    Ῥαδαμάνθυος ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76

    Ἀχιλλέα ὃς Ἕκτορα σφᾶλε O. 2.81

    κόσμον ἐλαίας, τάν ποτε Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν ἔνεικεν O. 3.13

    Πίσα τᾶς ἄπο θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.9

    ἔλαφον ἅν ποτε Ταυγέτα ἀντιθεῖσ' Ὀρθωσίας ἔγραψεν ἱεράν O. 3.29

    δένδρεα · τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33

    ἀλλὰ Κρόνου παῖ, ὃς Αἴτναν ἔχεις O. 4.6

    Ψαύμιος ὃς ἐλαίᾳ στεφανωθεὶς Πισάτιδι κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ O. 4.11

    Ψαύμιος · ὃς τὰν σὰν πόλιν αὔξων ἐγέραρεν O. 5.4

    ὀχετούς, Ἵππαρις οἷσιν ἄρδει στρατὸν O. 5.12

    αἶνος ὃν ἐν δίκᾳ φθέγξατ O. 6.12

    Πιτάναν ἅ τοι Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται O. 6.29

    ἥρωι ὃς ἀνδρῶν Ἀρκάδων ἄνασσε O. 6.34

    Ἑρμᾶν ὃς ἀγῶνας ἔχει O. 6.79

    ἀκόνας, ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει (but more prob. articular: cf. C. 2. d infra) O. 6.83 Μετώπα, πλάξιππον ἃ Θήβαν ἔτικτεν, τᾶς ἐρατεινὸν ὕδωρ πίομαι (bis) O. 6.85

    Ὀρτυγίας, τὰν Ἱέρων καθαρῷ σκάπτῳ διέπων ἀμφέπει Δάματρα O. 6.93

    [ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχοντ ἀγαθαί (v. l. κατέχωντ) O. 7.10]

    παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν O. 7.73

    Ζηνὶ ὃς σὲ μὲν Νεμέᾳ πρόφατον θῆκεν O. 8.16

    Αἰακοῦ· τὸν καλέσαντο σύνεργον O. 8.31

    Ἀλκιμέδων ὃς ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον O. 8.67

    Βλεψιάδαις ἕκτος οἷς ἤδη στέφανος περίκειται O. 8.76

    κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν σφι Ζεὺς γένει ὤπασεν O. 8.83

    ἀκρωτήριον Ἄλιδος τὸ δή ποτε Λυδὸς ἥρως Πέλοψ ἐξάρατο O. 9.10

    υἱόν, ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν O. 9.15

    ῥάβδον, βρότεα σώμαθ' ᾇ κατάγει O. 9.34

    Μενοίτιον· τοῦ παῖς ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ O. 9.70

    ἀγῶνα ὃν ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος ἐκτίσσατο O. 10.24

    μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    Ἀρχεστράτου τὸν εἶδον κρατέοντα O. 10.100

    ὥρᾳ τε κεκραμένον, ἅ ποτε ἀναιδέα Γανυμήδει θάνατον ἆλκε σὺν Κυπρογένει O. 10.104

    ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας O. 13.29

    πατρὸς ὃς ἔπαθεν O. 13.63

    φόρμιγξ τᾶς ἀκούει μὲν βάσις P. 1.2

    Τυφὼς · τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.16

    Αἴτνα · τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί P. 1.21

    Ζεῦ, ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος, γαίας μέτωπον, τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν (bis) P. 1.30

    Ποίαντος υἱὸν ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν P. 1.54

    Αἴτνας βασιλεῖ·· τῷ πόλιν Ἱέρων ἔκτισσε P. 1.61

    Τυνδαριδᾶν βαθύδοξοι γείτονες, ὧν κλέος ἄνθησεν αἰχμᾶς P. 1.66

    Συρακοσίων ἀρχῷ ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74

    μαχᾶν, ταῖσι Μήδειοι κάμον P. 1.78

    τετραορίας εὐάρματος Ἱέρων ἐν ᾇ

    κρατέων ἀνέδησεν Ὀρτυγίαν P. 2.5

    ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80

    Ἀρτέμιδος, ἇς οὐκ ἄτερ ἐδάμασσε πώλους (Hermann: τᾶς codd.) P. 2.7

    Κινύραν τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων P. 2.16

    Ἥρας τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον πολυγαθέες P. 2.27

    γόνον τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον, ὃς ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν ἐμείγνυτ (bis) P. 2.44

    θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50

    θεός, ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων P. 2.89

    ξένον, ὃς Συρακόσσαισι νέμει βασιλεύς P. 3.70

    στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ P. 3.74

    Ματρί, τᾶν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται P. 3.78

    ( Πηλεύς τε καὶ Κάδμος)

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

    [ὅς (codd. contra metr.: σάος Schr.) P. 3.106]

    τὸ Μηδείας ἔπος Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ P. 4.10

    κεῖνος ὄρνις τόν ποτε δέξατP. 4.20Εὔφαμος, τόν ποτ' Εὐρώπα τίκτεP. 4.46

    μελίσσας Δελφίδος ἅ σε χαίρειν ἐστρὶς αὐδάσαισα ἄμφανεν P. 4.61

    τοκέων, τοί μ' κρύβδα πέμπονP. 4.111 ἀγρούς τοὺς ἀπούρας ἁμετέρων τοκέων νέμεαιP. 4.149θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων εὔθυνεP. 4.152 δέρμα τε κριοῦ τῷ ποτ' ἐκ πόντου σαώθηP. 4.161

    βόας, οἳ φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον P. 4.225

    δράκοντος ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει, τέλεσεν ἃν πλαγαὶ σιδάρου (bis) P. 4.245

    Κάστορος· εὐδίαν ὃς μετὰ χειμέριον ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν P. 5.10

    Κάρρωτον ὃς Βαττιδᾶν ἀφίκετο δόμους P. 5.27

    ἀνδριάντι Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο P. 5.41

    Ἀπόλλων ὃ καὶ βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ' νέμει P. 5.63

    μυχόν τ' ἀμφέπει μαντήιον. τῷ Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους (ᾧ, τῷ χρησμῷ Σ.) P. 5.69

    πόλιν. ἔχοντι τὰν χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες P. 5.82

    ἄνδρες τοὺς

    Ἀριστοτέλης ἄγαγε P. 5.87

    Ἀρκεσίλᾳ· τὸν ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν P. 5.103

    ὕμνων θησαυρὸς. τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.10

    Ἀντίλοχος ὃς ὑπερέφθιτο πατρός P. 6.30

    Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων P. 6.50

    ἀστῶν οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν P. 7.10

    τὺ (= Ἡσυχία) —

    τὰν οὐδὲ Πορφυρίων μάθεν παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.12

    Ἀπόλλωνος· ὃς εὐμενεῖ νόῳ λτ;γτ;ενάρκειον ἔδεκτο υἱὸν P. 8.18

    σωμάτεσσι τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη P. 8.83

    Κυράνας, τὰν Λατοίδας ἅρπασ P. 9.5

    Ὑψέος ὃς Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς P. 9.14

    ὅν ποτε Κρέοισ' ἔτικτεν P. 9.15

    σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν P. 9.42

    ὦ ἄνα, κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθαP. 9.44 παῖδα ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς οἴσειP. 9.59

    Κυράναν, ἅ νιν εὔφρων δέξεται P. 9.73

    Ἰόλαον. τόν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν P. 9.80

    κῶφος ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει, μηδὲ Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται, τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα, τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν (ter) P. 9.87—9.

    κούραν, τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον P. 9.107

    Ὑπερβορέων. παρ' οἶς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31

    ὧν θαλίαις ἔμπεδον εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει P. 10.34

    θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε Λοξίας P. 11.5

    ἀγῶνι ἐν τῷ Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν P. 11.13

    Ὀρέστα· τὸν δὴ ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος P. 11.17

    Πυθονίκῳ ἢ Θρασυδᾴῳ, τῶν εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45

    τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε P. 12.6

    θρῆνον. τὸν ἄιε λειβόμενον P. 12.9

    υἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.17

    δονάκων, τοὶ παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων P. 12.26

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὖτος, ὃ καὶ τὸ μὲν δώσει P. 12.31

    νάσω, τὰν Ζεὺς ἔδωκεν

    Φερσεφόνᾳ N. 1.13

    ἀοιδὰν. τᾶς ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς ἄπο N. 3.9

    Μυρμιδόνες ὧν παλαίφατον ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίανε N. 3.14

    κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς N. 3.22

    Πηλεὺς ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἶλε N. 3.34

    Ἀσκλαπιόν, τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα νόμον N. 3.55

    σέο δ' ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὄπι νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων N. 3.65

    Ἀριστοκλείδᾳ ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ N. 3.68

    αἰετὸς ὃς ἔλαβεν αἶψα N. 3.81

    Ἡρακλέος. σὺν ᾧ ποτε Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε N. 4.25

    ἕδραν, τὰν οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ' ἐφεζόμενοι δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν (Herwerden: τᾶς codd.) N. 4.67 ( κεῖνος) τὸν Εὐφάνης ἐθέλων γεραιὸς προπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε, παῖ (Σ assume Kallikles to be antecedent, others refer to ἀγῶνι or Ὀρσοτριαίνα, cf. N. 2.24) N. 4.89

    ἄρουραν· τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο N. 5.9

    Ποσειδάωνα ὃς Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν N. 5.37

    μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων N. 5.44

    παῖς ἐναγώνιος, ὃς ταύταν μεθέπων Διόθεν αἶσαν νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος N. 6.13

    Σαοκλείδἀ, ὃς ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο N. 3.21

    ἀγώνων ἄπο, τοὺς ἐνέποισιν ἱερούς N. 6.59

    Αἴας, ὃν πόρευσαν N. 7.27

    [ βοαθοῶν τοι. v.

    τοι N. 7.33

    ]

    πόλιν. τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν N. 7.35

    γλῶσσαν, ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον N. 7.72

    τίν Γίγαντας ὃς ἐδάμασας N. 7.90

    [ γέρας τό περ νῦν. v. , C. N. 7.101]

    ἡρώων ἄωτοι οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν, οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.11

    πάρφασις ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34

    ῥεέθροις, ὧν ἐγὼ μνασθεὶς ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῖς· ὅς τότε ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.9

    —11.

    αἰδὼς ἃ φέρει δόξαν N. 9.34

    φιάλαι-

    σι ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν N. 9.52

    Ἡρακλέος οὗ κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα ἔστι N. 10.17

    ἑταίρους οἵ σε γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον N. 11.5

    Δᾶλος, ἐν ᾇ κέχυμαι I. 1.4

    πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα, θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρίξαν κύνες (bis) I. 1.12—3.

    ἄρουραν, ἅ νιν ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.36

    φῶτες, οἳ χρυσαμπύκων ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον ( οἳ Σ: ὅσοι codd.) I. 2.1 τὠργείου χρήματα χρήματ' ἀνήρ ὃς φᾶ (others view ὅς as dem.) I. 2.11

    νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν I. 2.14

    χεῖρα τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ I. 2.22

    γαῖαν τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος I. 2.27

    ἀρετὰς. αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ διέρχονται I. 4.4

    Ἄἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν μομφὰν ἔχει I. 4.35

    Ὅμηρος ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37

    υἱὸς Ἀλκμήνας· ὃς Οὔλυμπόνδ' ἔβα I. 4.55

    θανόντων· τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς· τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ παννυχίζει I. 4.64

    —5.

    Αἰακοῦ παίδων τε. τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων ἔπραθον I. 5.35

    πατρός. τὸν χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε I. 6.27

    θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν ΝεμέᾳI. 6.48ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖςI. 6.52

    ὕδωρ, τὸ ἀνέτειλαν I. 6.74

    θάλος, χάλος, χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν I. 7.25

    Ζηνί ὃ τὰν μὲν ᾤκισσεν ἁγεμόνα I. 8.19

    Αἰακὸν. ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.23

    Ἀχιλέος. ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε I. 8.49

    θεόν, ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερί I. 8.34

    ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥύοντό ποτε I. 8.52

    ἀριστέας οἶς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς πρόφαινεν I. 8.55

    μιν ὃς ἔλαχεν σελίνων I. 8.63

    ( Ζεύς), ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34. Εὐξαντίου [Κρητ]ῶν μαιομένων

    ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν Pae. 4.36

    Διὸς Ἐννοσίδαν τε. χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.42

    ]ὃν ἔμβα[λ Pae. 6.78

    Νεοπτόλεμον. ὃς διέπερσεν Ἰλίου πόλιν Pae. 6.104

    χρηστήριον[ ]ἐν ᾧ Τήνερον ἔτεκ[εν Pae. 9.41

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; (cod. unus Stobaei in marg., cett.: om. Clem. Alex.: ᾆ τ Boeckh) fr. 61. 1. θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν, τὸν Βρόμιον τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν ( ὃν ὃν v. l.: τε om. codd. nonnulli: docti unum vel alterum τὸν del.) fr. 75. 10. Ἀλαλά, ᾆ θύεται ἄνδρες fr. 78. 2. ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικός, ὧν θάλεσσιν ἔγκειμαι Παρθ. 2. 3. νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς, ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. θυγάτηρ, Ἀνδαισιστρότᾰ ἃν ἐπάσκησε Παρθ. 2.. Ὑμέναιον, ὃν λάβεν (ὃν supp. Hermann: om. cod.) Θρ. 3.. ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ αὔξοντ fr. 133. 3. ἑορτὰ ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην fr. 193. Ἐλπίς, ἃ μάλιστα κυβερνᾷ fr. 214. 3.
    b where the antecedent follows the rel. cl. [ ταί τε ναίετε (Bergk: αἵ τε codd.) O. 14.2]

    ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται, θεῶν πολέμιος, Τυφώς P. 1.15

    ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ N. 3.41

    οἶσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται, ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 1. ὁ χοροιτύπος, ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156.
    c with interior antecedent. “ἀρχαίαν κομίζων πατρὸς ἐμοῦτάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶ τιμάν ( ἀρχὰν ἀγκομίζων Chaeris) P. 4.107

    μακάριος, ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φέρτατων μναμήἰ P. 5.46

    d
    I ἐξ οὗ, from then on

    ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν O. 6.71

    ἐξ οὗ Θέτιος γόνος οὐλίῳ μιν ἐν Ἄρει παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι αἰχμᾶς O. 9.76

    I being demonstrative in same case as rel. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον ( τοιούτων ὧν) O. 13.31 ὧν ἔραται, καιρὸν διδούς ( τούτων ὧν) P. 1.57 τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός ( τούτων ὧν) P. 10.61 πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν, ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται ( τούτοις οἷς) N. 1.28 σύνες ὅ τοι λέγω ( τοῦτο ὅ) fr. 105. 1. ἀλᾶται στρατῶν, ὃς ἀμαξοφόρητον οἶκον οὐ πέπαται ( ἐκεῖνος ὅστις) fr. 105b. 2. τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 4. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε fr. 124. 8.
    II being assimilated to the case of the rel. τιμὰ δὲ γίνεται, ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων (τούτοις, ὧν) N. 7.32 Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα ( ταῦτα ὧν) N. 10.29 ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει ( ἐκείνῳ ὃν) I. 1.48
    f where antecedent does not correspond to rel. in gender or number. ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν, τά ποτ' ἐν οὔρεσι φαντὶ μεγαλοσθενεῖ Φιλύρας υἱὸν ὀρφανιζομένῳ Πηλείδᾳ παραινεῖν (Er. Schmid: τὰν codd.) P. 6.21
    2 c. subj.
    a preceded by definite antecedent.
    I μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς, οἷς ποτε πρώτοις αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν (v. l. ποτιστάξει, -άζει) O. 6.75 ὁ δ' ὄλβιος ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί ( κατέχοντ v. l.) O. 7.10

    ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44

    II add. κε/

    ἄν. ἀμφοτέροισι δ' ἀνήρ, ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100

    γένος, οἵ κεν τάνδε νᾶσον ἐλθόντες τέκωνται φῶταP. 4.51

    ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς ἂν τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23

    , cf. P. 5.65 infra.
    I being demonstrative in same case as rel.

    δίδωσί τε Μοῖσαν οἷς ἂν ἐθέλῃ P. 5.65

    ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθείς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.50

    II where the rel. is assimilated to the case of the antecedent. ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται ( τούτων ἅ) N. 3.71 τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι ( ταῦτα ὧν: ἄν τις τύχῃ codd., corr. Mingarelli) N. 4.91
    c where the antecedent does not correspond with the rel. in gender or number, v. P. 4.51 supra
    a
    II
    3 c. opt.
    a with definite antecedent. ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα, τὸν Εὐάδνα τέκοι (v. Goodwin, M & T, § 700) O. 6.49
    b add. κε/ἄν, v. P. 9.119 infra c.
    c antecedent omitted, being demonstrative assimilated to the case of the rel. θανεῖν δ' οἷσιν ἀνάγκα, τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; (byz.: οἷς codd.) O. 1.82 εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις (The oratio recta would be ὃς ἂν ψαύσῃ,” Gildersleeve) P. 9.119
    4 f. s. dat. pro adv., =

    ὡς. ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων ᾇ τάχος O. 6.23

    ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατο μιν (Kayser: δ' ἇ, δαί, δέ codd.) O. 13.79
    5 exx. where rel. conj. is postponed within rel cl. as second word, O. 1.12, O. 1.82, O. 2.8, O. 2.23, O. 2.74, O. 6.85, O. 8.76, P. 4.10, P. 4.246, P. 5.10, P. 5.41, P. 5.82, P. 6.50, P. 9.44, I. 1.13, I. 7.25, fr. 12, Πα.., Παρθ. 2. 71: as third word, O. 5.12, O. 9.34, P. 2.5, N. 3.22,

    Κρητ]ῶν μαιομένων ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν Pae. 4.36

    as fourth word, or more,

    ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον

    ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

    ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται N. 1.28

    τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 4.
    6 in crasis, v. οὕνεκεν.
    7 fragg. ]

    νοιον ἃ σοὶ σε[ Πα.. 1 ]οῦν οἳ Ζην[ Pae. 6.154

    ]υἱὸν ἔτι τέξει· τὸν απ[ Pae. 10.21

    ἐγχώριαι, [ἀγ]λαὸς ἃς ἐν' ἑρκε[ (ἆς = ἕως Wil.)

    Πα. 12. 2. τόν ποτε[ Pae. 22.9

    ]τοὶ πρόιδ[ο]ν αἶσαν α[ (καί]τοι Schr.) fr. 140a. 49 (23) ]αδις, οὕς οἱ[ (οἱ encl. post vocalem P. ponere solet, nott. Snell) fr. 169, 51. ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον fr. 183. B demonstrative (ὁ, τοῦ, [τοῖο coni.], τῷ, τόν, τοί, οἱ, τῶν, τοῖς, τοῖσιν), τούς; ἁ, τᾶς coni., τᾷ, τάν, ταί, αἱ, ταῖς, τάς; τό, τοῦ, τό, τά, τῶν, τά: ὅς, I. 2.11, v. A. 1. a. supra.)
    a

    μέν... δέ. ἀλλὁ μὲν Πυθῶνάδ' ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37

    —9. [ τὸ μὲν τὸ δὲ, v. infra 5a, O. 7.23]

    ἐδόκησαν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ' ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58

    —9. [ τὰ μὲν τὰ δὲ. v. infra 5b, P. 2.65]

    Ἀσκλαπιόν. τὸν μὲν εὐίππου Φλεγύα θυγάτηρ πρὶν τελέσαι, κατέβα. ἁ δ' ἄλλον αἴνησεν γάμον P. 3.8

    —12.

    τοὺς μὲν ὦν λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.47

    —53.

    τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας P. 3.51

    —2.

    ἐν δ' αὖτε χρόνῳ τὸν μὲν ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις εὐφροσύνας μέρος αἱ τρεῖς τοῦ δὲ παῖς P. 3.97

    —100. [διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον (v. C. 1. a infra) P. 4.179] [ τὸ μὲν τὸ δ. v. 5. a infra P. 11.63—4.]

    τὸ μὲν δώσει, τὸ δ' οὔπω P. 12.32

    δράκοντας. τοὶ μὲν ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν. ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα N. 1.41

    —3. φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιο-

    τὰν λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55

    μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλὰξ ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.55

    —6.

    ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον· τὸν δ' αὖ καταμεμφθέντ ἄγαν ἰσχὺν οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν θυμός N. 11.29

    —30. ]ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ], ὦ Μοῖσαι· τοῦ δὲ παντέχ[νοις] Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; ( τοῦ coni. Hunt: τον Π.) Πα... ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δὲ Ὑμέναιον. ἁ δ' Ἰάλεμον Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται Θρ. 7. 6.
    b with μέν only
    I in μέν... δέ construction.

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ἀπ' ἀγλαῶν δενδρέων, ὕδωρ δ ἄλλα φέρβει O. 2.73

    τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει, ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.8

    τῷ μὲν Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας. ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγώ P. 4.66

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86

    τοὶ μὲν ἀλλάλοισι ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ. ἀνὰ δ P. 4.93

    [ τὸ μὲν ὅτι μάκαρ δὲ καὶ νῦν ὅτι v. 5. a. infra. P. 5.15]

    τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.44

    [ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός v. 5. a infra N. 6.3]

    τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι τιμάεντες ἀρχᾶθεν λέγονται ὅσσα δ ( τοί refers to Kleonymidai, v. 4) I. 4.7παῖδα τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθω” anacoluthon I. 6.47

    τὰν μὲν πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ I. 8.19

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε. βροτέων δὲ λεχέων τύχοισα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντI. 8.35

    καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Pae. 2.53

    b in μέν... τε construction. [ τὸ μὲν ὅτι ὅτι τε v. 5. a. infra P. 2.31] [dub. N. 11.46]

    ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30

    τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ (τό = Medusa's head, Lobel: fort. adv.) *d. 4. 39.
    g in μέν... ἀτάρ construction.

    οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων P. 4.168

    c with δέ only
    I in μέν... δέ construction.

    παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν οἵτινες ἔχαιρον εὐορκίαις ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα, τοὶ δ' ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον O. 2.67

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν, ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δ ἀνιαραῖς ἀντικύρσαντες ζάλαις O. 12.11

    πολλοῖσι μὲν γὰρ. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28

    θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας, ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο P. 11.34

    πολλὰ μὲν γὰρ ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχ[υν], τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 31. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι, τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά fr. 221. 3.
    II

    ὁ δέ... ὁ δέ. ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι ἔκ τ Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν, οἱ δ Ἄρκαδες, οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.67

    —8.
    III

    ἄλλος δέ... ὁ δέ. ἄλλαι δὲ δὔἐν Κορίνθου πύλαις ἐγένοντ ἔπειτα χάρμαι, ταὶ δὲ καὶ Νεμέας Ἐφαρμόστῳ κατὰ κόλπον O. 9.87

    IV where a μέν antithesis is suppressed.

    διασωπάσομαι οἱ μόρον ἐγώ· τὸν δ' ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται O. 13.92

    ὁπόθ' Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν, ὁ δὲ Νηρέος εὐβούλου Θέτιν παῖδα κλυτάν ( ὁ μὲν Κάδμος suppressed) P. 3.92

    Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα. ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος P. 6.33

    νέᾳ δ' εὐπραγίᾳ χαίρω τι· τὸ δ ἄχνυμαι, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα P. 7.18

    Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ' Ἀρισταῖον καλεῖν P. 9.65

    πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν. τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι (Hermann: τοῦ δὲ codd.: τοῖο refers to μιν) N. 5.32

    αὐτίκα γὰρ ἦλθε Λήδας παῖς διώκων. τοὶ δ' ἐναντίον στάθεν N. 10.66

    ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ, τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.61

    ἐλάφῳ· τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν κάρα *fr. 107a. 6*. irregularly coordinated with rel., νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας α[ ]α χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2. 47. esp. after a speech, cf. Führer, Formproblem, 41—4,

    ὣς ἄρα μάνυε· τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι O. 6.52

    τὸν δὲ θαρσήσαις ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη ( ὣς μὲν ἔφα suppressed) P. 4.101

    τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς εὐθὺς ἀμείβετο P. 9.38

    τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν N. 5.31

    ὣς φάτο· τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν I. 8.45

    d followed by progressive μέν, emphasising esp. subject of preceding sentence.

    τῷ μὲν ειλτ;γτ;πε O. 1.73

    τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασ O. 6.41

    τὸν μὲν κνιζομένα λεῖπε χαμαί O. 6.44

    τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πλόον εἶπε O. 7.32

    τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60

    τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ἄγων P. 3.72

    ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι. τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν (but perhaps τά refers to the general distribution of good and ill) P. 3.82φῶτα. τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσειP. 4.53

    ὣς φάτο· τὸν μὲν ἐσελθόντ' ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος, τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.154 τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε, ΠερικλύμενP. 4.174

    Κυράναν. ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (Tricl.: τεοῖσί τε codd.: τε del. Calliergus sec. Σ: refers to αὐτόν v. 8: perhaps ὁ μέν τὸ δέ is the correct antithesis) P. 10.11 τῷ μὲν Ἀλεκτρᾶν ὕπερθεν δαῖτα

    πορσύνοντες αὔξομεν I. 4.61

    τὸν μὲν κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι καρτεραίχμαν Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37

    τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56

    τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65

    adv. τὰ μέν, v. P. 11.46, N. 3.43, 5. b infra.
    e followed by progressive δέ, emphasising some previous word(s) not normally subject of the preceding sentence.

    Εὐρυτρίαιναν· ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73

    ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατὶ κατέχευας· ὁ δὲ κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ P. 1.8

    ( θεραπόντεσσιν.) “ τῶν δ' ἐλάθοντο φρένεςP. 4.41 ( συγγενέσιν.)

    οἱ δ' ἐπέσποντ P. 4.133

    τῶν δ' ἀκούσαις αὐτὸς ὑπαντίασεν (where τῶν refers to the subject of the preceding sentence) P. 4.135 τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται (where τά refers to ἐσλά v. 73) P. 8.76

    ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.17

    ( ὥραισι καὶ Γαίᾳ.)

    ταὶ δ' νέκταρ ἐν χείλεσσιν καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι P. 9.62

    ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον (τὸ = τοῦτο, summing up the previous sentence) P. 11.25 ( Τειρεσίαν.)

    ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61

    ( Μοισᾶν.)

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν N. 5.25

    ( Νεοπτόλεμος.)

    ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε N. 7.36

    θρέψε δ' αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος. ὁ δ ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν ( is referred variously to Zeus and Amphitryon) N. 10.13 ἄνδωκε δ' αὐτῷ Τελαμών, ὀ δ ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους αὔδασε ( refers to αὐτῷ) I. 6.41 ( Θέμιν.) ἁ δὲ τίκτεν ἀλαθέας ὥρας (but perhaps δὲ balances μέν v. 1) fr. 30. 6. ὁ δὲ κηλεῖται Δ. 2. 21. ἁ δ' ἔργμασι[ Παρθ. 2.. ὁ δ ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[ (i. e. ?Herakles, who is the subject of the verb in v. 21) fr. 169. 26. τοὶ δ' αὐτ[ ?fr. 338. 9.
    f exx. with μέν... δέ, where the connection is obscured by lacuna. τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους (? μέν suppressed) *fr. 104b. 3* δελφῖνος, τὸν μὲν ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος (?rel.) fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161.
    g combined with γάρ. ( παισὶ Λήδας.)

    τοῖς γὰρ ἐπέτραπεν Οὔλυμπόνδ' ἰὼν θαητὸν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36

    ( Κόρινθον.)

    ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6

    ( Κάστορος.)

    τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν N. 10.60

    αἰῶνος εἴδωλον (nom.). τὸ γάρ ἐστι ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.
    h combined with καί. εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον· ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ ( ποτὶ τὸν καὶ coni. Mommsen) P. 2.36 esp. with general reference to preceding, τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ (i. e. τὸ ἐπὶ Ἀμφιαράου ῥηθέν Σ.) O. 6.17

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15

    ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν. τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61

    cf. O. 6.56
    i combined with

    καί... γάρ. καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    j followed by

    γε. περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε O. 10.45

    τὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον ὅγ P. 2.41

    [ τό γ' ἐπαρκέσαι (codd.: ὅ, τέ, σέ coni. edd.) N. 6.60]
    2 without particle.

    Πηλεύς τε καὶ Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται O. 2.78

    τὰν μεθέπων ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31

    ἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.20

    ἀέθλοις. τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς O. 7.80

    τοὺς ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος P. 4.227

    Διὸς ἀγῶνι. τόν, ὦ πολῖται, κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ N. 2.24

    τὸν ἐθάμβεον Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα ( τόν = Jason, subj. of preceding sentence) N. 3.50 ( ῥῆμα.) τό μοι θέμεν

    ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9

    ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών, φρονεῖν δ' ἐνέπει τὸ παρκείμενον. τῶν οὐκ ἄπεσσι ( τῶν is referred by Σ, edd. to ἀρετάς, but should be considered as neuter) N. 3.76 Τηλεβόας ἔναρεν· τῷ ὄψιν ἐειδόμενος ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν (Mingarelli: ἔναιρεν· τί οἱ codd.: τῷ = Amphitryon) N. 10.15

    οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλ' ἐφ ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος. τῶν ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίταις ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν I. 1.28

    λέγε, τίνες Κύκνον, τίνες Ἕκτορα πέφνον ; τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν I. 5.43

    ( νιν).

    τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει I. 8.69

    ( τοκεῦσιν.)

    τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον ὄλβον ἐγκατέθηκαν Pae. 2.59

    πεφόρητο δ' ἐπ Αἰγαῖον θαμά (sc. Ἀστερία· τᾶς ὁ κράτιστος ἐράσσατο. (ἇς = ἕως coni. G-H.) Πα. 7B. 50. ( Ἀφροδίτας.) ἀλλ' ἐγὼ τᾶς ἕκατι τάκομαι (Wil.: τᾶσδ Hermann: δεκατιτας codd.) fr. 123. 10. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου Θρ. 7. 1. with crasis, τοὔνεκα προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοί οἱ πάλιν therefore O. 1.65
    3 prospective, referring to a following rel. cl.

    μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς, οἷς ποτε O. 6.75

    ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί O. 7.10

    τοὺς μὲν ὦν, ὅσσοι μόλον, λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν P. 3.47

    cf. P. 7.18 λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς ἐν ἑπταπύλοις ἰδὼν υἱοὺς Θήβαις αἰνίξατο (cf. C. 6. infra) P. 8.39
    4 τὰ καὶ τά, simm. ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν (τά τε ἀγαθὰ καὶ τὰ κακά Σ.) O. 2.53 ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων ( τουτέστι τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ κακά Σ, but perhaps varied blessings is meant) P. 5.55 φαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι (ἀντὶ τοῦ ἀγαθὰ καὶ κακά Σ.) P. 7.22 σέο δ' ἀμφὶ τρόπῳ τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες ( καὶ λόγων καὶ ἔργων Σ.) N. 1.30 ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι. τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ (ἄλλα γὰρ ἄλλοις ἡ τύχη δίδωσι Σ.) I. 4.33 Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει (καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ φαῦλα Σ.) I. 5.52

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σόν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132

    5 adverbial usages.
    a τό. ἴων ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα· τὸ καὶ κατεφάμιξε καλεῖσθαί νιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον wherefore O. 6.56 τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται. τὸ δ' Ἀμυντορίδαι ματρόθεν Ἀστυδαμείας on the one side... on the other O. 7.23

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μὲν ἥρως ὅτι, ὅτι τε P. 2.31

    τὸ μὲν, ὅτι βασιλεὺς ἐσσί. μάκαρ δὲ καὶ νῦν, ὅτι in the first place P. 5.15 τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν ( wherefore: others interpret τό as rel.) P. 5.39 υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου at one time... at another P. 11.63—4.

    ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3

    [ τὸ μὲν. v. B. 1. b. β, Δ.. 3.] τὸ δὲ κοι[ Θρ. 3. 4.
    b τά. τὰ δὲ Παρρασίῳ στρατῷ θαυμαστὸς ἐὼν φάνη then again O. 9.95 τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ πρὸ Δαρδάνου τειχέων ἐδόκησαν then again O. 13.55 ὅθεν φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι sometimes... sometimes P. 2.65 τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει then again P. 8.28 τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι on the one hand i. e. as opp. to their exploits in athletics P. 11.46 Ἀχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις at first N. 3.43 ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους, τὰ δὲ κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ κάρυξε Θήβαν ἱπποδρομίᾳ κρατέων ( and further, μὲν being suppressed) I. 2.11
    c τῶ, v. τῶ.
    6 fragg.

    τοὶ τα[ Pae. 6.70

    ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε Pae. 20.10

    ὁ δ ἐπραυν[ε fr. 215b. 4. οἱ δ' ἄφνει πεποίθασιν ( ὁ δ' πέποιθεν v. l.) fr. 219. C articular. (ὁ, τοῦ, τόν, οἱ, τῶν; ἁ, τᾶς, τᾷ, τάν, αἱ, ταί, τᾶν, ταῖς, τάς; τό nom., acc.; τά, τῶν, τά: in crasis O. 1.45, O. 13.38, N. 7.104; O. 10.70, I. 2.10)
    1 c. subs. prop.
    a

    τᾶν Ὀλυμπιάδων O. 1.94

    ἅ τε Πίσα O. 3.9

    τᾶν κλεινᾶν Συρακοσσᾶν O. 6.6

    ὁ Χρυσοκόμας O. 6.41

    , O. 7.32

    ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος O. 10.53

    τὰν ὀλβίαν Κόρινθον O. 13.4

    τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53

    τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος O. 13.64

    ὁ καρτερὸς Βελλεροφόντας O. 13.84

    ἅ τ' Ἐλευσίς, ἅ τ Εὔβοια O. 13.110

    ἁ Μινύεια O. 14.19

    τᾶν λιπαρᾶν ἀπὸ Θηβᾶν P. 2.3

    ὅ τ' ἐναγώνιος Ἑρμᾶς P. 2.10

    ὁ χρυσοχαῖτα Ἀπόλλων P. 2.16

    τὸ Καστόρειον P. 2.69

    ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς P. 2.73

    ἅ τε Πυθώ P. 4.66

    τὸν μὲν Ἐχίονα τὸν δ' Ἔρυτον (contra Des Places, 44) P. 4.179

    τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας P. 4.276

    αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι P. 7.1

    ὁ χαιτάεις Λατοίδας P. 9.5

    τὸ Πελινναῖον ἀπύει P. 10.4

    τὸν Ἱπποκλέαν P. 10.57

    τὸν Ἰφικλείδαν Ἰόλαον P. 11.59

    ταῖς μεγάλαις Ἀθάναις N. 2.8

    ἁ Σαλαμίς γε N. 2.13

    τὸν μέγαν πολεμιστὰν Ἀλκυονῆ N. 4.27

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν N. 5.44

    διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ' Ὅμηρον N. 7.21

    ὁ καρτερὸς Αἴας N. 7.26

    τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.2

    ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53

    ὁ Τυνδαρίδας N. 10.73

    τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον I. 1.7

    ἁ Μοῖσα γὰρ I. 2.6

    ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.20

    τὰν πυροφόρον Λιβύαν I. 4.54

    τὰν κυανάμπυκα Θήβαν fr. 29. 3. ἁ Κοιογενὴς fr. 33d. 3.

    ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς Pae. 1.5

    ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος Pae. 6.28

    ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.44

    ὁ πόντιος Ὀρσιτρίαινα Pae. 9.47

    ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις fr. 75. 4. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι, Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 1. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον ἀγχίκρημνον fr. 82. ὁ [Λοξ]ίας Παρθ. 2. 3. ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 1. ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ( τᾶς del. Schr.) fr. 106. 6. τῶ[ν..Λο]κρῶν τις (supp. Wil.) fr. 140b. 4.
    b c. subs., in apposition to subs. prop.

    Χρόνος, ὁ πάντων πατήρ O. 2.17

    Μήδειαν τὰν Πελίαο φονόν P. 4.250

    Ζεὺς ὁ θεῶν σκοπὸς Pae. 6.94

    Νηρεὺς δ' ὁ γέρων Pae. 15.4

    Νόμος ὁ πάντων βασιλεύς fr. 169. 1.
    c c. gen., sc.

    υἱός. τὸν Αἰνησιδάμου O. 2.46

    Σᾶμος ὁ Ἁλιροθίου (Boeckh: om. codd.) O. 10.70

    βία Φώκου κρέοντος, ὁ τᾶς θεοῦ N. 5.13

    d c. gen., in apposition.

    πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77

    παῖς ὁ Λατοῦς O. 8.31

    παῖς ὁ Λικυμνίου Οἰωνός O. 10.65

    παῖς ὁ Θεαρίωνος Σωγένης N. 7.7

    2 c. subs.
    a

    ὁ δὲ χρυσὸς O. 1.1

    τὸ δὲ κλέος O. 1.93

    ὁ μὰν πλοῦτος O. 2.53

    τῶν δὲ μόχθων O. 8.7

    ὁ δὲ λόγος P. 1.35

    τὸν εὐεργέταν P. 2.24

    ἁ δ' ἀρετὰ P. 3.114

    ὁ γὰρ καιρὸς P. 4.286

    ὁ πλοῦτος P. 5.1

    τὸν εὐεργέταν P. 5.44

    ὁ χρυσὸς N. 4.82

    τᾶς θεοῦ N. 5.13

    εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν (Boeckh: ἑὰν, ἐὰν codd., Σ.) N. 7.25

    ὁ μάρτυς N. 7.49

    ἁ κέλευθος I. 2.33

    ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς I. 4.19

    τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Pae. 8.67

    τὰν παῖδα δε[ Πα. 22.i. 2. ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον Δ. 2. 2. τὸ δ' ὄργανον (acc.) *fr. 107b. 2* Διὸς παῖς ὁ χρυσός fr. 222. 1. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242.
    b with intervening adj.

    ὁ πολύφατος ὕμνος O. 1.8

    ὁ μέγας δὲ κίνδυνος O. 1.81

    τὸν ἀλαθῆ λόγον O. 1.28

    τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον O. 1.37

    τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν O. 1.99

    τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον O. 2.30

    τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36

    τὰν σὰν πόλιν O. 5.4

    τὰν νέοικον ἕδραν O. 5.8

    τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας O. 7.13

    ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος O. 8.28

    ὁ μέλλων χρόνος O. 10.7

    τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77

    τὸ συγγενὲς ἦθος O. 13.13

    τὰ πολλὰ βέλεα O. 13.95

    τὸν αἰχματὰν

    κεραυνὸν P. 1.5

    ὁ πᾶς χρόνος P. 1.46

    τὸν προσέρποντα χρόνον P. 1.56

    ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72

    τὰν εὔυδρον ἀκτὰν P. 1.79

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι P. 2.30

    τὸν δὲ τετράκναμον δεσμὸν P. 2.40

    τὰν πολύκοινον ἀγγελίαν P. 2.41

    τὰν ἀπείρονα δόξαν P. 2.64

    ὁ λάβρος στρατός P. 2.87

    τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν P. 3.62

    ὁ μέγας πότμος P. 3.86

    τὸ πάγχρυσον νάκος acc. P. 4.68

    τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν πόθον P. 4.184

    τὰν ἀκίνδυνον αἰῶνα P. 4.186

    τὸ κλεεννότατον μέγαρον (nom.) P. 4.280

    τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13

    αὐτοῦ μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ P. 6.38

    τὰ καλὰ ἔργα P. 7.19

    ὁ Παρνάσσιος μυχὸς P. 10.8

    ὁ χάλκεος οὐρανὸς P. 10.27

    τό τ' ἀναγκαῖον λέχος acc. P. 12.15 [ τὸν ἐχθρότατον μόρον codd. N. 1.65]

    τὸν ἅπαντα χρόνον N. 1.69

    ὁ θνατὸς αἰών ( om. codd.: supp. Tricl.) N. 3.75

    αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες N. 4.2

    τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων N. 4.83

    Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.23

    τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.30

    ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ N. 7.12

    τὰ τέρπν' ἄνθἐ Ἀφροδίσια acc. N. 7.53

    τῶν ἀρειόνων ἐρώτων N. 8.5

    τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων N. 9.4

    τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.25

    Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν N. 10.36

    τὸ θαητὸν δέμας acc. N. 11.12

    τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41

    τὸ πάντολμον σθένος acc. fr. 29. 4.

    τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.111

    τὰν θεμίξενον ἀρετάν Pae. 6.131

    ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς Δ. 2. 1. τᾶν τ' ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν fr. 75. 6. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν ( τὸν om. unus cod., fort. recte) fr. 75. 9. τὸν ἱρόθυτον θάνατον (verba secl. Sternbach) fr. 78. 3. τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτου, τὸ σαυτα μέλος codd.) fr. 97. τὸ φαιδρὸν φάος acc. fr. 109. 2. τᾶς χλωρᾶς λιβάνου (Tittmann: τὰν, τὰς codd.) fr. 122. 3. τὸν λοιπὸν χρόνον fr. 133. 5. ταῖς ἱεραῖσι μελίσσαις fr. 158. τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1. ὁ κρατιστεύων λόγος fr. 180. 3.
    c with intervening phrase, e. g. gen.

    μετὰ τὸ ταχύποτμον ἀνέρων ἔθνος O. 1.66

    μνᾶμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων O. 3.15

    παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνονO. 4.27

    αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ O. 7.30

    ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατὴρ O. 7.70

    ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω μιν O. 7.83

    [ τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχαν (codd.: μάχας Schr.) O. 8.58]

    τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος O. 9.1

    τὸν Ὀλυμπιονίκαν Ἀρχεστράτου παῖδα O. 10.1

    ὁ δ' ἄῤ ἐν Πίσᾳ ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν Διὸς ἄλκιμος υἱὸς O. 10.43

    τὸ δὲ κύκλῳ πέδον O. 10.46

    τὰν πολέμοιο δόσιν O. 10.56

    τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κτίσιν O. 13.83

    ταί θ' ὑπ Αἴτνας ὑψιλόφου καλλίπλουτοι πόλιες O. 13.111

    ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι P. 1.18

    τὰν Φιλοκτήταο δίκαν P. 1.50

    ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72

    τᾶν πρὸ Κιθαιρῶνος μαχᾶν (Wil.: τὰν μάχαν codd.) P. 1.77

    τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα νηλέα νόον Φάλαριν P. 1.95

    τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ δαίμον P. 3.108

    τὸ Μηδείας ἔπος P. 4.9

    τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτωνP. 4.92

    τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν P. 4.263

    οὐ τὰν Ἐπιμηθέος ἄγων ὀψινόου θυγατέρα Πρόφασιν P. 5.27

    τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.106

    ἁ δικαιόπολις ἀρεταῖς κλειναῖσιν Αἰακιδᾶν θιγοῖσα νᾶσος P. 8.22

    τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23

    τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ N. 4.59

    ὁ δὲ λοιπὸς εὔφρων ποτὶ χρόνος ἕρποι N. 7.67

    τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102

    οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.12

    ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5

    καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον N. 10.25

    τὸ δὲ Πεισάνδρου πάλαι αἷμ acc. N. 9.33 τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα acc. I. 1.1

    τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.9

    τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας. τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν I. 1.34

    τὸν Μινύα τε μυχόν I. 1.56

    τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα acc. I. 1.57

    Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58

    οἱ μὲν πάλαι, ὦ Θρασύβουλε, φῶτες I. 2.1

    νῦν δ' ἐφίητι λτ;τὸγτ; τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ (supp. Heyne: om. codd.) I. 2.9

    τὸ δ' ἐμὸν οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν κέαρ ὕμνων γεύεται I. 5.19

    ὁ Κλεονίκου παῖς I. 6.16

    καὶ τὸν βουβόταν οὔρει ἴσον Φλέγραισιν εὑρὼν Ἀλκυονῆ I. 6.32

    τὸν Ἀργείων τρόπον I. 6.58

    τὰν Ψαλυχιδᾶν τε πάτραν I. 6.63

    τόν δὲ Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον I. 6.65

    τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων I. 7.1

    ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος I. 7.44

    τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον I. 8.9

    τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' ἑκαταβόλου συμβουλίαν λαβών fr. 2. 2. τὰν Διωνύσου πολυγαθέα τιμὰν fr. 29. 5. ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων fr. 33. τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος acc. fr. 35b. τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b.

    τὰν δὲ λαῶν γενεὰν Pae. 1.9

    [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος Pae. 2.54

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἄστυ nom. Πα.. 32. τὰ θεῶν βουλεύματ acc. fr. 61. 3. τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας fr. 123. 2. τὰν ἐνθάδε νύκτα Θρ.. 2. τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον fr. 130 ad Θρ.. τὸν ὕπερθεν ἅλιον fr. 133. 2. τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον fr. 172. 6. ταὶ δὲ Χίρωνος ἐντολαί (Hermann: αἱ codd.) fr. 177c. ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται *fr. 181* ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190.
    d where a sentence or major part thereof intervenes between article and noun, so that the usage is almost demonstrative.

    τῶν γὰρ πεπραγμένων ἔργων τέλος O. 2.15

    ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει ματρομάτωρ ἐμὰ (but v. A. 1. a supra) O. 6.83

    τὸ γὰρ ἐμφυὲς ἦθος O. 11.19

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν ἐλπίδες O. 12.5

    ταὶ Διωνύσου χάριτες O. 13.18

    ὁ δ' ἦρα χρόνῳ ἵκετ ἀνὴρ ἔκπαγλος P. 4.78

    [ τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον (Boeckh: ἂν codd.: ἔν Chaeris) P. 4.258]

    ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος P. 5.55

    τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος (v. γαρύω) P. 5.72

    τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος P. 8.32

    φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμαP. 8.44 ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳἌδραστος ἥρωςP. 8.48

    ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.17

    ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος P. 12.13

    ὄφρα τὸν Εὐρυάλας γόον P. 12.20

    τὰν πολυξέναν νᾶσον Αἴγιναν N. 3.2

    ὁ δ' εὖ φράσθη Ζεὺς N. 5.34

    ὁ δὲ χάλκεος οὐρανός N. 6.3

    ὁ δ' Ζεὺς N. 9.24

    ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12

    [cf.

    τὸν μὲν κτἑ I. 6.37

    ]

    ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39

    τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.12

    ἁ δὲ τὰς τίκτεν ἀλαθέας ὥρας fr. 30. 6.

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132

    τὸν ἀοιδότατον τρέφον κάλαμον fr. 70. 1. ὁ δὲ Καινεὺς Θρ. 6. 7. repeated, ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156. cf.

    πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51

    e in apposition, with phrase following.

    στέφανων ἄωτον γλυκὺν τῶν Οὐλυμπίᾳ O. 5.2

    ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου (Schr.: μάχαν codd.) O. 8.58

    ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας P. 1.72

    τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε συνθέμενος ῥῆμα πόρσυν P. 4.277

    φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62

    βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε N. 6.42

    παίδων τε παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν (fort. rel.?) N. 7.101

    κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15

    ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησενN. 10.41
    3 c. adj., part.
    a adj.

    ἅπαντα τὰ μείλιχα O. 1.30

    τὸ δ' ἔσχατον O. 1.113

    τὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ O. 2.58

    ἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει O. 2.85

    οἱ δύο O. 8.38

    τὰ τέρπν O. 9.28

    τὰ τοιαῦτ O. 9.40

    τὸ δὲ σαφανὲς O. 10.55

    τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα O. 14.5

    οἱ σοφοὶ P. 2.88

    τοῖς ἀγαθοῖς P. 2.96

    τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83

    τὸν μονοκρήπιδα P. 4.75

    τοῖς ἀγαθοῖς P. 4.285

    ὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων P. 5.60

    [ τὸ δ' ἐμὸν (v. γαρύω) P. 5.72] τὸ λοιπὸν (adv.) P. 5.118 τὸ μαλθακὸν acc. P. 8.6

    τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας P. 8.64

    τὸ τερπνὸν nom. P. 8.93

    τὸν ἐχθρὸν P. 9.95

    τὸ δὲ συγγενὲς nom. P. 10.12

    τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν P. 10.19

    τὰ μέγιστ acc. P. 10.24 Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν nom. P. 11.41

    τὰ μέσα P. 11.52

    τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτὸν P. 12.30

    τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει N. 1.53

    τὸ καλλίνικον N. 3.18

    τὰ μακρὰ N. 4.33

    τὸ μόρσιμον N. 4.61

    , N. 7.44

    τὸ συγγενὲς N. 6.8

    τὸ τερπνὸν N. 7.74

    τὸ μὲν λαμπρὸν τῶν δ' ἀφάντων N. 8.34

    τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ I. 2.9

    τὸν ἐσλόν I. 2.7

    τῶν ἀπειράτων I. 4.30

    τὸν ἐχθρόν I. 4.48

    τὸν φέρτατον θεῶν I. 7.5

    τὰ μακρὰ I. 7.43

    τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ I. 7.47

    τὸ μὲν ἐμόν I. 8.38

    ὁ κράτιστος Πα. 7B. 50.

    τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον] Pae. 8.74

    τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον fr. 81 ad Δ. 2. τὸ κοινόν fr. 109. τὸ πάν fr. 140d. τὸ βιαιότατον fr. 169. 3.
    b in apposition.

    παῖς ὁ κισσοφόρος O. 2.27

    ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν O. 5.12

    θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας O. 7.34

    καλλίνικος ὁ τριπλόος κεχλαδὼς O. 9.2

    πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα O. 10.88

    Χίρωνα τὸν ἀποιχόμενον P. 3.3

    θύγατρες αἱ τρεῖς P. 3.97

    Ζεὺς ὁ γενέθλιος ἀμφοτέροιςP. 4.167 καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd.: τῷ ἐχθροτάτῳ μόρῳ Beck: alii alia) N. 1.65

    ὁ Τελαμωνιάδας N. 4.47

    λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντα N. 4.72

    [ προπάτωρ ὁ σὸς (codd.: del. Boeckh) N. 4.89] ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N.7.24.

    ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.37

    ζωᾶς ἄωτον τὸν ἄλπνιστον I. 5.12

    κόμπον τὸν ἐοικότ I. 5.24

    Ζεὺς ὁ πάντων κύριος I. 5.53

    λόγον τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι Pae. 2.79

    Ἀπόλλων ὁ χρυσοκόμας Pae. 5.41

    Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος fr. 125. 1. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς fr. 141. ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἁρμόζοισα θαητοῖσι γυίοις, ἀμφὶ δὲ (where the τε δέ connection is irregular) P. 4.80
    c c. part.

    ὁ νικῶν O. 1.97

    τὸ μέλλον O. 2.56

    σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ O. 2.86

    ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν O. 10.66

    τῶν δὲ μελλόντων O. 12.9

    τά τ' ἐσσόμενα O. 13.103

    τῶν ἀπεόντων P. 3.20

    τὰ ἐοικότα P. 3.59

    ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχών P. 8.88

    τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ P. 9.93

    ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων P. 11.30

    τὸ παρκείμενον N. 3.75

    λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.31

    τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων N. 6.55

    ὁ πονήσαις δὲ νόῳ I. 1.40

    τὸ σεσωπαμένον I. 1.63

    τῶν τότ' ἐόντων I. 4.27

    ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος ἁβρὰ πάσχειν fr. 2. 1. τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. τῷ παρέοντι fr. 43. 4.

    τῶν γὰρ ἀντομένων Pae. 2.42

    τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον Pae. 2.52

    ὁ δὲ καλόν τι πονήσαις Pae. 2.66

    τά τ ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα Pae. 8.83

    ὁ δὲ μηδὲν ἔχων Παρθ. 1.. τὸ πεπρωμένον fr. 232.
    4 c. inf., pro subs.

    τὸ δὲ τυχεῖν O. 2.51

    τὸ λαλαγῆσαι O. 2.97

    τὸ διδάξασθαι O. 8.59

    τὸ μὴ προμαθεῖν O. 8.60

    τό γε λοιδορῆσαι O. 9.37

    τὸ καυχᾶσθαι O. 9.38

    τὸ δὲ παθεῖν P. 1.99

    τὸ πλουτεῖν δὲ P. 2.56

    καὶ τὸ σιγᾶν N. 5.18

    ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.44

    τὸ δὲ φυγεῖν Δ... τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι (G-H, sed alia possis) Παρθ. 1. 20.
    5 c. adv.
    a pro subs.

    τῶν γε νῦν O. 1.105

    τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44

    νεότατος τὸ πάλιν ἤδη O. 10.87

    τῶν πάροιθε P. 2.60

    τὰ πόρσω P. 3.22

    τῶν πάλαι P. 6.40

    τῶν νῦν δὲ P. 6.43

    ὁ δ' ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται τῶν πάλαι προθανόντων ( τῶν προθανόντων?) P. 2.56
    b pro adv.

    τὸ πολλάκις O. 1.32

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48

    εἶδον γὰρ τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον P. 2.54

    τὸ νῦν τε καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξειP. 8.51 τὸ πρῶτονP. 9.41

    τὸ πρίν P. 11.39

    τό γέ νυν P. 11.44

    τὰ πόλλ N. 2.2

    τὸ πρῶτον N. 3.49

    τὸ λοιπὸν N. 7.45

    τὸ πάροιθε fr. 33d. 1. τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2. 42.
    6 c. subs. phrase.

    τὸ δὲ φυᾷ κράτιστον ἅπαν O. 9.100

    Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98

    τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ O. 13.101

    τὰ δ' ὑπ ὀφρύι Παρνασσίᾳ O. 13.106

    ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων P. 2.89

    τὸ πὰρ ποδός P. 3.60

    τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν P. 10.63

    τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα P. 11.52

    τὰ δ' οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ N. 2.23

    Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν N. 4.69

    τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.42

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.42

    μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος N. 10.4

    τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ as for what comes from Zeus N. 11.43 but cf. 2d supra.
    7 ὁ αὐτός, the same

    τωὔτ' ἐπὶ χρέος O. 1.45

    μηνός τε τωὐτοῦ O. 13.38

    ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμφιπολεῖν ἀπορία τελέθει (Σ: ταῦτα codd.) N. 7.104
    8 fragg. ]

    ογοι τῶν γε δε[ Pae. 6.176

    ὁ μέγιστ[ος Πα. 7. a. 3.

    τῷ δ[ Pae. 10.22

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ' τὰ δ α[ Παρθ. 2. 31. τὸ δ ἀλαθε[ ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 9.

    Lexicon to Pindar >

  • 20

    ὁ, ὅ, ὅς, The uses are relative, demonstrative, articular: where is not followed by a particle, it is often impossible to decide whether the u<*>e is relative or demonstrative, cf. Des Places 35ff. A relative, cf. ὅς τε. (ὅ, ὅς, τοῦ, οὗ, τῷ, ᾧ, τόν, ὅν, τοί, οἵ, τῶν, ὧν, τοῖςι), οἷς, οἶσιν), τούς; ἅ, ἇς, τᾶς, ᾆ, τᾷ, ἅν, τάν, αἵ, ταί, τᾶν, αἷςι), ταῖσι; τοῦ, οὕνεκεν, ᾧ, τῷ, τό, τά, τῶν, ὧν, οἷσιν, τά.)
    1 c. ind.
    a preceded by an antecedent.

    Ἱέρωνος θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον O. 1.12

    Πέλοπος τοῦ μεγασθενὴς ἐράσσατο Γαιάοχος O. 1.25

    ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον, τὸν αἰεὶ μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν εὐφροσύνας ἀλᾶται (Fennel: τάν οἱ codd.: ἅν οἱ Hermann, v. d. Mühll) O. 1.57—8. νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν, οἷσιν ἄφθιτον θέν νιν ( οἷς νιν coni. Bergk) O. 1.63 [ ἃ τέκε (codd.: ἔτεκε Boehmer: τέκε τε byz.) O. 1.89]

    πατέρων · καμόντες οἳ πολλὰ θυμῷ ἱερὸν ἔσχον οἴκημα O. 2.8

    κούραις, ἔπαθον αἳ μεγάλα O. 2.23

    ὕδωρ δ' ἄλλα (sc. ἄνθεμα)

    φέρβει, ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι O. 2.74

    Ῥαδαμάνθυος ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76

    Ἀχιλλέα ὃς Ἕκτορα σφᾶλε O. 2.81

    κόσμον ἐλαίας, τάν ποτε Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν ἔνεικεν O. 3.13

    Πίσα τᾶς ἄπο θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.9

    ἔλαφον ἅν ποτε Ταυγέτα ἀντιθεῖσ' Ὀρθωσίας ἔγραψεν ἱεράν O. 3.29

    δένδρεα · τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33

    ἀλλὰ Κρόνου παῖ, ὃς Αἴτναν ἔχεις O. 4.6

    Ψαύμιος ὃς ἐλαίᾳ στεφανωθεὶς Πισάτιδι κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ O. 4.11

    Ψαύμιος · ὃς τὰν σὰν πόλιν αὔξων ἐγέραρεν O. 5.4

    ὀχετούς, Ἵππαρις οἷσιν ἄρδει στρατὸν O. 5.12

    αἶνος ὃν ἐν δίκᾳ φθέγξατ O. 6.12

    Πιτάναν ἅ τοι Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται O. 6.29

    ἥρωι ὃς ἀνδρῶν Ἀρκάδων ἄνασσε O. 6.34

    Ἑρμᾶν ὃς ἀγῶνας ἔχει O. 6.79

    ἀκόνας, ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει (but more prob. articular: cf. C. 2. d infra) O. 6.83 Μετώπα, πλάξιππον ἃ Θήβαν ἔτικτεν, τᾶς ἐρατεινὸν ὕδωρ πίομαι (bis) O. 6.85

    Ὀρτυγίας, τὰν Ἱέρων καθαρῷ σκάπτῳ διέπων ἀμφέπει Δάματρα O. 6.93

    [ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχοντ ἀγαθαί (v. l. κατέχωντ) O. 7.10]

    παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν O. 7.73

    Ζηνὶ ὃς σὲ μὲν Νεμέᾳ πρόφατον θῆκεν O. 8.16

    Αἰακοῦ· τὸν καλέσαντο σύνεργον O. 8.31

    Ἀλκιμέδων ὃς ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον O. 8.67

    Βλεψιάδαις ἕκτος οἷς ἤδη στέφανος περίκειται O. 8.76

    κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν σφι Ζεὺς γένει ὤπασεν O. 8.83

    ἀκρωτήριον Ἄλιδος τὸ δή ποτε Λυδὸς ἥρως Πέλοψ ἐξάρατο O. 9.10

    υἱόν, ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν O. 9.15

    ῥάβδον, βρότεα σώμαθ' ᾇ κατάγει O. 9.34

    Μενοίτιον· τοῦ παῖς ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ O. 9.70

    ἀγῶνα ὃν ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος ἐκτίσσατο O. 10.24

    μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    Ἀρχεστράτου τὸν εἶδον κρατέοντα O. 10.100

    ὥρᾳ τε κεκραμένον, ἅ ποτε ἀναιδέα Γανυμήδει θάνατον ἆλκε σὺν Κυπρογένει O. 10.104

    ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας O. 13.29

    πατρὸς ὃς ἔπαθεν O. 13.63

    φόρμιγξ τᾶς ἀκούει μὲν βάσις P. 1.2

    Τυφὼς · τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.16

    Αἴτνα · τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί P. 1.21

    Ζεῦ, ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος, γαίας μέτωπον, τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν (bis) P. 1.30

    Ποίαντος υἱὸν ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν P. 1.54

    Αἴτνας βασιλεῖ·· τῷ πόλιν Ἱέρων ἔκτισσε P. 1.61

    Τυνδαριδᾶν βαθύδοξοι γείτονες, ὧν κλέος ἄνθησεν αἰχμᾶς P. 1.66

    Συρακοσίων ἀρχῷ ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74

    μαχᾶν, ταῖσι Μήδειοι κάμον P. 1.78

    τετραορίας εὐάρματος Ἱέρων ἐν ᾇ

    κρατέων ἀνέδησεν Ὀρτυγίαν P. 2.5

    ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80

    Ἀρτέμιδος, ἇς οὐκ ἄτερ ἐδάμασσε πώλους (Hermann: τᾶς codd.) P. 2.7

    Κινύραν τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων P. 2.16

    Ἥρας τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον πολυγαθέες P. 2.27

    γόνον τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον, ὃς ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν ἐμείγνυτ (bis) P. 2.44

    θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50

    θεός, ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων P. 2.89

    ξένον, ὃς Συρακόσσαισι νέμει βασιλεύς P. 3.70

    στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ P. 3.74

    Ματρί, τᾶν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται P. 3.78

    ( Πηλεύς τε καὶ Κάδμος)

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

    [ὅς (codd. contra metr.: σάος Schr.) P. 3.106]

    τὸ Μηδείας ἔπος Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ P. 4.10

    κεῖνος ὄρνις τόν ποτε δέξατP. 4.20Εὔφαμος, τόν ποτ' Εὐρώπα τίκτεP. 4.46

    μελίσσας Δελφίδος ἅ σε χαίρειν ἐστρὶς αὐδάσαισα ἄμφανεν P. 4.61

    τοκέων, τοί μ' κρύβδα πέμπονP. 4.111 ἀγρούς τοὺς ἀπούρας ἁμετέρων τοκέων νέμεαιP. 4.149θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων εὔθυνεP. 4.152 δέρμα τε κριοῦ τῷ ποτ' ἐκ πόντου σαώθηP. 4.161

    βόας, οἳ φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον P. 4.225

    δράκοντος ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει, τέλεσεν ἃν πλαγαὶ σιδάρου (bis) P. 4.245

    Κάστορος· εὐδίαν ὃς μετὰ χειμέριον ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν P. 5.10

    Κάρρωτον ὃς Βαττιδᾶν ἀφίκετο δόμους P. 5.27

    ἀνδριάντι Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο P. 5.41

    Ἀπόλλων ὃ καὶ βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ' νέμει P. 5.63

    μυχόν τ' ἀμφέπει μαντήιον. τῷ Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους (ᾧ, τῷ χρησμῷ Σ.) P. 5.69

    πόλιν. ἔχοντι τὰν χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες P. 5.82

    ἄνδρες τοὺς

    Ἀριστοτέλης ἄγαγε P. 5.87

    Ἀρκεσίλᾳ· τὸν ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν P. 5.103

    ὕμνων θησαυρὸς. τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.10

    Ἀντίλοχος ὃς ὑπερέφθιτο πατρός P. 6.30

    Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων P. 6.50

    ἀστῶν οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν P. 7.10

    τὺ (= Ἡσυχία) —

    τὰν οὐδὲ Πορφυρίων μάθεν παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.12

    Ἀπόλλωνος· ὃς εὐμενεῖ νόῳ λτ;γτ;ενάρκειον ἔδεκτο υἱὸν P. 8.18

    σωμάτεσσι τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη P. 8.83

    Κυράνας, τὰν Λατοίδας ἅρπασ P. 9.5

    Ὑψέος ὃς Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς P. 9.14

    ὅν ποτε Κρέοισ' ἔτικτεν P. 9.15

    σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν P. 9.42

    ὦ ἄνα, κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθαP. 9.44 παῖδα ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς οἴσειP. 9.59

    Κυράναν, ἅ νιν εὔφρων δέξεται P. 9.73

    Ἰόλαον. τόν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν P. 9.80

    κῶφος ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει, μηδὲ Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται, τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα, τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν (ter) P. 9.87—9.

    κούραν, τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον P. 9.107

    Ὑπερβορέων. παρ' οἶς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31

    ὧν θαλίαις ἔμπεδον εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει P. 10.34

    θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε Λοξίας P. 11.5

    ἀγῶνι ἐν τῷ Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν P. 11.13

    Ὀρέστα· τὸν δὴ ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος P. 11.17

    Πυθονίκῳ ἢ Θρασυδᾴῳ, τῶν εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45

    τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε P. 12.6

    θρῆνον. τὸν ἄιε λειβόμενον P. 12.9

    υἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.17

    δονάκων, τοὶ παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων P. 12.26

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὖτος, ὃ καὶ τὸ μὲν δώσει P. 12.31

    νάσω, τὰν Ζεὺς ἔδωκεν

    Φερσεφόνᾳ N. 1.13

    ἀοιδὰν. τᾶς ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς ἄπο N. 3.9

    Μυρμιδόνες ὧν παλαίφατον ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίανε N. 3.14

    κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς N. 3.22

    Πηλεὺς ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἶλε N. 3.34

    Ἀσκλαπιόν, τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα νόμον N. 3.55

    σέο δ' ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὄπι νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων N. 3.65

    Ἀριστοκλείδᾳ ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ N. 3.68

    αἰετὸς ὃς ἔλαβεν αἶψα N. 3.81

    Ἡρακλέος. σὺν ᾧ ποτε Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε N. 4.25

    ἕδραν, τὰν οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ' ἐφεζόμενοι δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν (Herwerden: τᾶς codd.) N. 4.67 ( κεῖνος) τὸν Εὐφάνης ἐθέλων γεραιὸς προπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε, παῖ (Σ assume Kallikles to be antecedent, others refer to ἀγῶνι or Ὀρσοτριαίνα, cf. N. 2.24) N. 4.89

    ἄρουραν· τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο N. 5.9

    Ποσειδάωνα ὃς Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν N. 5.37

    μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων N. 5.44

    παῖς ἐναγώνιος, ὃς ταύταν μεθέπων Διόθεν αἶσαν νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος N. 6.13

    Σαοκλείδἀ, ὃς ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο N. 3.21

    ἀγώνων ἄπο, τοὺς ἐνέποισιν ἱερούς N. 6.59

    Αἴας, ὃν πόρευσαν N. 7.27

    [ βοαθοῶν τοι. v.

    τοι N. 7.33

    ]

    πόλιν. τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν N. 7.35

    γλῶσσαν, ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον N. 7.72

    τίν Γίγαντας ὃς ἐδάμασας N. 7.90

    [ γέρας τό περ νῦν. v. , C. N. 7.101]

    ἡρώων ἄωτοι οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν, οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.11

    πάρφασις ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34

    ῥεέθροις, ὧν ἐγὼ μνασθεὶς ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῖς· ὅς τότε ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.9

    —11.

    αἰδὼς ἃ φέρει δόξαν N. 9.34

    φιάλαι-

    σι ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν N. 9.52

    Ἡρακλέος οὗ κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα ἔστι N. 10.17

    ἑταίρους οἵ σε γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον N. 11.5

    Δᾶλος, ἐν ᾇ κέχυμαι I. 1.4

    πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα, θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρίξαν κύνες (bis) I. 1.12—3.

    ἄρουραν, ἅ νιν ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.36

    φῶτες, οἳ χρυσαμπύκων ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον ( οἳ Σ: ὅσοι codd.) I. 2.1 τὠργείου χρήματα χρήματ' ἀνήρ ὃς φᾶ (others view ὅς as dem.) I. 2.11

    νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν I. 2.14

    χεῖρα τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ I. 2.22

    γαῖαν τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος I. 2.27

    ἀρετὰς. αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ διέρχονται I. 4.4

    Ἄἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν μομφὰν ἔχει I. 4.35

    Ὅμηρος ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37

    υἱὸς Ἀλκμήνας· ὃς Οὔλυμπόνδ' ἔβα I. 4.55

    θανόντων· τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς· τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ παννυχίζει I. 4.64

    —5.

    Αἰακοῦ παίδων τε. τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων ἔπραθον I. 5.35

    πατρός. τὸν χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε I. 6.27

    θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν ΝεμέᾳI. 6.48ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖςI. 6.52

    ὕδωρ, τὸ ἀνέτειλαν I. 6.74

    θάλος, χάλος, χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν I. 7.25

    Ζηνί ὃ τὰν μὲν ᾤκισσεν ἁγεμόνα I. 8.19

    Αἰακὸν. ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.23

    Ἀχιλέος. ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε I. 8.49

    θεόν, ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερί I. 8.34

    ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥύοντό ποτε I. 8.52

    ἀριστέας οἶς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς πρόφαινεν I. 8.55

    μιν ὃς ἔλαχεν σελίνων I. 8.63

    ( Ζεύς), ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34. Εὐξαντίου [Κρητ]ῶν μαιομένων

    ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν Pae. 4.36

    Διὸς Ἐννοσίδαν τε. χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.42

    ]ὃν ἔμβα[λ Pae. 6.78

    Νεοπτόλεμον. ὃς διέπερσεν Ἰλίου πόλιν Pae. 6.104

    χρηστήριον[ ]ἐν ᾧ Τήνερον ἔτεκ[εν Pae. 9.41

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; (cod. unus Stobaei in marg., cett.: om. Clem. Alex.: ᾆ τ Boeckh) fr. 61. 1. θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν, τὸν Βρόμιον τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν ( ὃν ὃν v. l.: τε om. codd. nonnulli: docti unum vel alterum τὸν del.) fr. 75. 10. Ἀλαλά, ᾆ θύεται ἄνδρες fr. 78. 2. ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικός, ὧν θάλεσσιν ἔγκειμαι Παρθ. 2. 3. νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς, ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. θυγάτηρ, Ἀνδαισιστρότᾰ ἃν ἐπάσκησε Παρθ. 2.. Ὑμέναιον, ὃν λάβεν (ὃν supp. Hermann: om. cod.) Θρ. 3.. ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ αὔξοντ fr. 133. 3. ἑορτὰ ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην fr. 193. Ἐλπίς, ἃ μάλιστα κυβερνᾷ fr. 214. 3.
    b where the antecedent follows the rel. cl. [ ταί τε ναίετε (Bergk: αἵ τε codd.) O. 14.2]

    ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται, θεῶν πολέμιος, Τυφώς P. 1.15

    ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ N. 3.41

    οἶσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται, ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 1. ὁ χοροιτύπος, ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156.
    c with interior antecedent. “ἀρχαίαν κομίζων πατρὸς ἐμοῦτάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶ τιμάν ( ἀρχὰν ἀγκομίζων Chaeris) P. 4.107

    μακάριος, ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φέρτατων μναμήἰ P. 5.46

    d
    I ἐξ οὗ, from then on

    ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν O. 6.71

    ἐξ οὗ Θέτιος γόνος οὐλίῳ μιν ἐν Ἄρει παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι αἰχμᾶς O. 9.76

    I being demonstrative in same case as rel. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον ( τοιούτων ὧν) O. 13.31 ὧν ἔραται, καιρὸν διδούς ( τούτων ὧν) P. 1.57 τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός ( τούτων ὧν) P. 10.61 πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν, ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται ( τούτοις οἷς) N. 1.28 σύνες ὅ τοι λέγω ( τοῦτο ὅ) fr. 105. 1. ἀλᾶται στρατῶν, ὃς ἀμαξοφόρητον οἶκον οὐ πέπαται ( ἐκεῖνος ὅστις) fr. 105b. 2. τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 4. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε fr. 124. 8.
    II being assimilated to the case of the rel. τιμὰ δὲ γίνεται, ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων (τούτοις, ὧν) N. 7.32 Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα ( ταῦτα ὧν) N. 10.29 ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει ( ἐκείνῳ ὃν) I. 1.48
    f where antecedent does not correspond to rel. in gender or number. ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν, τά ποτ' ἐν οὔρεσι φαντὶ μεγαλοσθενεῖ Φιλύρας υἱὸν ὀρφανιζομένῳ Πηλείδᾳ παραινεῖν (Er. Schmid: τὰν codd.) P. 6.21
    2 c. subj.
    a preceded by definite antecedent.
    I μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς, οἷς ποτε πρώτοις αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν (v. l. ποτιστάξει, -άζει) O. 6.75 ὁ δ' ὄλβιος ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί ( κατέχοντ v. l.) O. 7.10

    ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44

    II add. κε/

    ἄν. ἀμφοτέροισι δ' ἀνήρ, ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100

    γένος, οἵ κεν τάνδε νᾶσον ἐλθόντες τέκωνται φῶταP. 4.51

    ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς ἂν τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23

    , cf. P. 5.65 infra.
    I being demonstrative in same case as rel.

    δίδωσί τε Μοῖσαν οἷς ἂν ἐθέλῃ P. 5.65

    ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθείς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.50

    II where the rel. is assimilated to the case of the antecedent. ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται ( τούτων ἅ) N. 3.71 τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι ( ταῦτα ὧν: ἄν τις τύχῃ codd., corr. Mingarelli) N. 4.91
    c where the antecedent does not correspond with the rel. in gender or number, v. P. 4.51 supra
    a
    II
    3 c. opt.
    a with definite antecedent. ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα, τὸν Εὐάδνα τέκοι (v. Goodwin, M & T, § 700) O. 6.49
    b add. κε/ἄν, v. P. 9.119 infra c.
    c antecedent omitted, being demonstrative assimilated to the case of the rel. θανεῖν δ' οἷσιν ἀνάγκα, τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; (byz.: οἷς codd.) O. 1.82 εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις (The oratio recta would be ὃς ἂν ψαύσῃ,” Gildersleeve) P. 9.119
    4 f. s. dat. pro adv., =

    ὡς. ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων ᾇ τάχος O. 6.23

    ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατο μιν (Kayser: δ' ἇ, δαί, δέ codd.) O. 13.79
    5 exx. where rel. conj. is postponed within rel cl. as second word, O. 1.12, O. 1.82, O. 2.8, O. 2.23, O. 2.74, O. 6.85, O. 8.76, P. 4.10, P. 4.246, P. 5.10, P. 5.41, P. 5.82, P. 6.50, P. 9.44, I. 1.13, I. 7.25, fr. 12, Πα.., Παρθ. 2. 71: as third word, O. 5.12, O. 9.34, P. 2.5, N. 3.22,

    Κρητ]ῶν μαιομένων ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν Pae. 4.36

    as fourth word, or more,

    ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον

    ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

    ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται N. 1.28

    τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 4.
    6 in crasis, v. οὕνεκεν.
    7 fragg. ]

    νοιον ἃ σοὶ σε[ Πα.. 1 ]οῦν οἳ Ζην[ Pae. 6.154

    ]υἱὸν ἔτι τέξει· τὸν απ[ Pae. 10.21

    ἐγχώριαι, [ἀγ]λαὸς ἃς ἐν' ἑρκε[ (ἆς = ἕως Wil.)

    Πα. 12. 2. τόν ποτε[ Pae. 22.9

    ]τοὶ πρόιδ[ο]ν αἶσαν α[ (καί]τοι Schr.) fr. 140a. 49 (23) ]αδις, οὕς οἱ[ (οἱ encl. post vocalem P. ponere solet, nott. Snell) fr. 169, 51. ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον fr. 183. B demonstrative (ὁ, τοῦ, [τοῖο coni.], τῷ, τόν, τοί, οἱ, τῶν, τοῖς, τοῖσιν), τούς; ἁ, τᾶς coni., τᾷ, τάν, ταί, αἱ, ταῖς, τάς; τό, τοῦ, τό, τά, τῶν, τά: ὅς, I. 2.11, v. A. 1. a. supra.)
    a

    μέν... δέ. ἀλλὁ μὲν Πυθῶνάδ' ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37

    —9. [ τὸ μὲν τὸ δὲ, v. infra 5a, O. 7.23]

    ἐδόκησαν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ' ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58

    —9. [ τὰ μὲν τὰ δὲ. v. infra 5b, P. 2.65]

    Ἀσκλαπιόν. τὸν μὲν εὐίππου Φλεγύα θυγάτηρ πρὶν τελέσαι, κατέβα. ἁ δ' ἄλλον αἴνησεν γάμον P. 3.8

    —12.

    τοὺς μὲν ὦν λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.47

    —53.

    τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας P. 3.51

    —2.

    ἐν δ' αὖτε χρόνῳ τὸν μὲν ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις εὐφροσύνας μέρος αἱ τρεῖς τοῦ δὲ παῖς P. 3.97

    —100. [διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον (v. C. 1. a infra) P. 4.179] [ τὸ μὲν τὸ δ. v. 5. a infra P. 11.63—4.]

    τὸ μὲν δώσει, τὸ δ' οὔπω P. 12.32

    δράκοντας. τοὶ μὲν ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν. ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα N. 1.41

    —3. φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιο-

    τὰν λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55

    μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλὰξ ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.55

    —6.

    ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον· τὸν δ' αὖ καταμεμφθέντ ἄγαν ἰσχὺν οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν θυμός N. 11.29

    —30. ]ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ], ὦ Μοῖσαι· τοῦ δὲ παντέχ[νοις] Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; ( τοῦ coni. Hunt: τον Π.) Πα... ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δὲ Ὑμέναιον. ἁ δ' Ἰάλεμον Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται Θρ. 7. 6.
    b with μέν only
    I in μέν... δέ construction.

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ἀπ' ἀγλαῶν δενδρέων, ὕδωρ δ ἄλλα φέρβει O. 2.73

    τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει, ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.8

    τῷ μὲν Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας. ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγώ P. 4.66

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86

    τοὶ μὲν ἀλλάλοισι ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ. ἀνὰ δ P. 4.93

    [ τὸ μὲν ὅτι μάκαρ δὲ καὶ νῦν ὅτι v. 5. a. infra. P. 5.15]

    τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.44

    [ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός v. 5. a infra N. 6.3]

    τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι τιμάεντες ἀρχᾶθεν λέγονται ὅσσα δ ( τοί refers to Kleonymidai, v. 4) I. 4.7παῖδα τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθω” anacoluthon I. 6.47

    τὰν μὲν πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ I. 8.19

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε. βροτέων δὲ λεχέων τύχοισα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντI. 8.35

    καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Pae. 2.53

    b in μέν... τε construction. [ τὸ μὲν ὅτι ὅτι τε v. 5. a. infra P. 2.31] [dub. N. 11.46]

    ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30

    τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ (τό = Medusa's head, Lobel: fort. adv.) *d. 4. 39.
    g in μέν... ἀτάρ construction.

    οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων P. 4.168

    c with δέ only
    I in μέν... δέ construction.

    παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν οἵτινες ἔχαιρον εὐορκίαις ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα, τοὶ δ' ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον O. 2.67

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν, ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δ ἀνιαραῖς ἀντικύρσαντες ζάλαις O. 12.11

    πολλοῖσι μὲν γὰρ. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28

    θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας, ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο P. 11.34

    πολλὰ μὲν γὰρ ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχ[υν], τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 31. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι, τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά fr. 221. 3.
    II

    ὁ δέ... ὁ δέ. ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι ἔκ τ Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν, οἱ δ Ἄρκαδες, οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.67

    —8.
    III

    ἄλλος δέ... ὁ δέ. ἄλλαι δὲ δὔἐν Κορίνθου πύλαις ἐγένοντ ἔπειτα χάρμαι, ταὶ δὲ καὶ Νεμέας Ἐφαρμόστῳ κατὰ κόλπον O. 9.87

    IV where a μέν antithesis is suppressed.

    διασωπάσομαι οἱ μόρον ἐγώ· τὸν δ' ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται O. 13.92

    ὁπόθ' Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν, ὁ δὲ Νηρέος εὐβούλου Θέτιν παῖδα κλυτάν ( ὁ μὲν Κάδμος suppressed) P. 3.92

    Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα. ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος P. 6.33

    νέᾳ δ' εὐπραγίᾳ χαίρω τι· τὸ δ ἄχνυμαι, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα P. 7.18

    Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ' Ἀρισταῖον καλεῖν P. 9.65

    πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν. τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι (Hermann: τοῦ δὲ codd.: τοῖο refers to μιν) N. 5.32

    αὐτίκα γὰρ ἦλθε Λήδας παῖς διώκων. τοὶ δ' ἐναντίον στάθεν N. 10.66

    ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ, τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.61

    ἐλάφῳ· τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν κάρα *fr. 107a. 6*. irregularly coordinated with rel., νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας α[ ]α χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2. 47. esp. after a speech, cf. Führer, Formproblem, 41—4,

    ὣς ἄρα μάνυε· τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι O. 6.52

    τὸν δὲ θαρσήσαις ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη ( ὣς μὲν ἔφα suppressed) P. 4.101

    τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς εὐθὺς ἀμείβετο P. 9.38

    τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν N. 5.31

    ὣς φάτο· τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν I. 8.45

    d followed by progressive μέν, emphasising esp. subject of preceding sentence.

    τῷ μὲν ειλτ;γτ;πε O. 1.73

    τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασ O. 6.41

    τὸν μὲν κνιζομένα λεῖπε χαμαί O. 6.44

    τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πλόον εἶπε O. 7.32

    τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60

    τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ἄγων P. 3.72

    ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι. τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν (but perhaps τά refers to the general distribution of good and ill) P. 3.82φῶτα. τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσειP. 4.53

    ὣς φάτο· τὸν μὲν ἐσελθόντ' ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος, τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.154 τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε, ΠερικλύμενP. 4.174

    Κυράναν. ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (Tricl.: τεοῖσί τε codd.: τε del. Calliergus sec. Σ: refers to αὐτόν v. 8: perhaps ὁ μέν τὸ δέ is the correct antithesis) P. 10.11 τῷ μὲν Ἀλεκτρᾶν ὕπερθεν δαῖτα

    πορσύνοντες αὔξομεν I. 4.61

    τὸν μὲν κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι καρτεραίχμαν Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37

    τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56

    τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65

    adv. τὰ μέν, v. P. 11.46, N. 3.43, 5. b infra.
    e followed by progressive δέ, emphasising some previous word(s) not normally subject of the preceding sentence.

    Εὐρυτρίαιναν· ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73

    ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατὶ κατέχευας· ὁ δὲ κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ P. 1.8

    ( θεραπόντεσσιν.) “ τῶν δ' ἐλάθοντο φρένεςP. 4.41 ( συγγενέσιν.)

    οἱ δ' ἐπέσποντ P. 4.133

    τῶν δ' ἀκούσαις αὐτὸς ὑπαντίασεν (where τῶν refers to the subject of the preceding sentence) P. 4.135 τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται (where τά refers to ἐσλά v. 73) P. 8.76

    ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.17

    ( ὥραισι καὶ Γαίᾳ.)

    ταὶ δ' νέκταρ ἐν χείλεσσιν καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι P. 9.62

    ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον (τὸ = τοῦτο, summing up the previous sentence) P. 11.25 ( Τειρεσίαν.)

    ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61

    ( Μοισᾶν.)

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν N. 5.25

    ( Νεοπτόλεμος.)

    ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε N. 7.36

    θρέψε δ' αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος. ὁ δ ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν ( is referred variously to Zeus and Amphitryon) N. 10.13 ἄνδωκε δ' αὐτῷ Τελαμών, ὀ δ ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους αὔδασε ( refers to αὐτῷ) I. 6.41 ( Θέμιν.) ἁ δὲ τίκτεν ἀλαθέας ὥρας (but perhaps δὲ balances μέν v. 1) fr. 30. 6. ὁ δὲ κηλεῖται Δ. 2. 21. ἁ δ' ἔργμασι[ Παρθ. 2.. ὁ δ ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[ (i. e. ?Herakles, who is the subject of the verb in v. 21) fr. 169. 26. τοὶ δ' αὐτ[ ?fr. 338. 9.
    f exx. with μέν... δέ, where the connection is obscured by lacuna. τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους (? μέν suppressed) *fr. 104b. 3* δελφῖνος, τὸν μὲν ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος (?rel.) fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161.
    g combined with γάρ. ( παισὶ Λήδας.)

    τοῖς γὰρ ἐπέτραπεν Οὔλυμπόνδ' ἰὼν θαητὸν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36

    ( Κόρινθον.)

    ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6

    ( Κάστορος.)

    τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν N. 10.60

    αἰῶνος εἴδωλον (nom.). τὸ γάρ ἐστι ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.
    h combined with καί. εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον· ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ ( ποτὶ τὸν καὶ coni. Mommsen) P. 2.36 esp. with general reference to preceding, τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ (i. e. τὸ ἐπὶ Ἀμφιαράου ῥηθέν Σ.) O. 6.17

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15

    ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν. τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61

    cf. O. 6.56
    i combined with

    καί... γάρ. καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    j followed by

    γε. περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε O. 10.45

    τὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον ὅγ P. 2.41

    [ τό γ' ἐπαρκέσαι (codd.: ὅ, τέ, σέ coni. edd.) N. 6.60]
    2 without particle.

    Πηλεύς τε καὶ Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται O. 2.78

    τὰν μεθέπων ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31

    ἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.20

    ἀέθλοις. τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς O. 7.80

    τοὺς ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος P. 4.227

    Διὸς ἀγῶνι. τόν, ὦ πολῖται, κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ N. 2.24

    τὸν ἐθάμβεον Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα ( τόν = Jason, subj. of preceding sentence) N. 3.50 ( ῥῆμα.) τό μοι θέμεν

    ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9

    ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών, φρονεῖν δ' ἐνέπει τὸ παρκείμενον. τῶν οὐκ ἄπεσσι ( τῶν is referred by Σ, edd. to ἀρετάς, but should be considered as neuter) N. 3.76 Τηλεβόας ἔναρεν· τῷ ὄψιν ἐειδόμενος ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν (Mingarelli: ἔναιρεν· τί οἱ codd.: τῷ = Amphitryon) N. 10.15

    οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλ' ἐφ ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος. τῶν ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίταις ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν I. 1.28

    λέγε, τίνες Κύκνον, τίνες Ἕκτορα πέφνον ; τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν I. 5.43

    ( νιν).

    τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει I. 8.69

    ( τοκεῦσιν.)

    τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον ὄλβον ἐγκατέθηκαν Pae. 2.59

    πεφόρητο δ' ἐπ Αἰγαῖον θαμά (sc. Ἀστερία· τᾶς ὁ κράτιστος ἐράσσατο. (ἇς = ἕως coni. G-H.) Πα. 7B. 50. ( Ἀφροδίτας.) ἀλλ' ἐγὼ τᾶς ἕκατι τάκομαι (Wil.: τᾶσδ Hermann: δεκατιτας codd.) fr. 123. 10. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου Θρ. 7. 1. with crasis, τοὔνεκα προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοί οἱ πάλιν therefore O. 1.65
    3 prospective, referring to a following rel. cl.

    μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς, οἷς ποτε O. 6.75

    ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί O. 7.10

    τοὺς μὲν ὦν, ὅσσοι μόλον, λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν P. 3.47

    cf. P. 7.18 λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς ἐν ἑπταπύλοις ἰδὼν υἱοὺς Θήβαις αἰνίξατο (cf. C. 6. infra) P. 8.39
    4 τὰ καὶ τά, simm. ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν (τά τε ἀγαθὰ καὶ τὰ κακά Σ.) O. 2.53 ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων ( τουτέστι τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ κακά Σ, but perhaps varied blessings is meant) P. 5.55 φαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι (ἀντὶ τοῦ ἀγαθὰ καὶ κακά Σ.) P. 7.22 σέο δ' ἀμφὶ τρόπῳ τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες ( καὶ λόγων καὶ ἔργων Σ.) N. 1.30 ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι. τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ (ἄλλα γὰρ ἄλλοις ἡ τύχη δίδωσι Σ.) I. 4.33 Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει (καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ φαῦλα Σ.) I. 5.52

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σόν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132

    5 adverbial usages.
    a τό. ἴων ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα· τὸ καὶ κατεφάμιξε καλεῖσθαί νιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον wherefore O. 6.56 τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται. τὸ δ' Ἀμυντορίδαι ματρόθεν Ἀστυδαμείας on the one side... on the other O. 7.23

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μὲν ἥρως ὅτι, ὅτι τε P. 2.31

    τὸ μὲν, ὅτι βασιλεὺς ἐσσί. μάκαρ δὲ καὶ νῦν, ὅτι in the first place P. 5.15 τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν ( wherefore: others interpret τό as rel.) P. 5.39 υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου at one time... at another P. 11.63—4.

    ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3

    [ τὸ μὲν. v. B. 1. b. β, Δ.. 3.] τὸ δὲ κοι[ Θρ. 3. 4.
    b τά. τὰ δὲ Παρρασίῳ στρατῷ θαυμαστὸς ἐὼν φάνη then again O. 9.95 τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ πρὸ Δαρδάνου τειχέων ἐδόκησαν then again O. 13.55 ὅθεν φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι sometimes... sometimes P. 2.65 τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει then again P. 8.28 τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι on the one hand i. e. as opp. to their exploits in athletics P. 11.46 Ἀχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις at first N. 3.43 ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους, τὰ δὲ κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ κάρυξε Θήβαν ἱπποδρομίᾳ κρατέων ( and further, μὲν being suppressed) I. 2.11
    c τῶ, v. τῶ.
    6 fragg.

    τοὶ τα[ Pae. 6.70

    ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε Pae. 20.10

    ὁ δ ἐπραυν[ε fr. 215b. 4. οἱ δ' ἄφνει πεποίθασιν ( ὁ δ' πέποιθεν v. l.) fr. 219. C articular. (ὁ, τοῦ, τόν, οἱ, τῶν; ἁ, τᾶς, τᾷ, τάν, αἱ, ταί, τᾶν, ταῖς, τάς; τό nom., acc.; τά, τῶν, τά: in crasis O. 1.45, O. 13.38, N. 7.104; O. 10.70, I. 2.10)
    1 c. subs. prop.
    a

    τᾶν Ὀλυμπιάδων O. 1.94

    ἅ τε Πίσα O. 3.9

    τᾶν κλεινᾶν Συρακοσσᾶν O. 6.6

    ὁ Χρυσοκόμας O. 6.41

    , O. 7.32

    ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος O. 10.53

    τὰν ὀλβίαν Κόρινθον O. 13.4

    τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53

    τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος O. 13.64

    ὁ καρτερὸς Βελλεροφόντας O. 13.84

    ἅ τ' Ἐλευσίς, ἅ τ Εὔβοια O. 13.110

    ἁ Μινύεια O. 14.19

    τᾶν λιπαρᾶν ἀπὸ Θηβᾶν P. 2.3

    ὅ τ' ἐναγώνιος Ἑρμᾶς P. 2.10

    ὁ χρυσοχαῖτα Ἀπόλλων P. 2.16

    τὸ Καστόρειον P. 2.69

    ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς P. 2.73

    ἅ τε Πυθώ P. 4.66

    τὸν μὲν Ἐχίονα τὸν δ' Ἔρυτον (contra Des Places, 44) P. 4.179

    τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας P. 4.276

    αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι P. 7.1

    ὁ χαιτάεις Λατοίδας P. 9.5

    τὸ Πελινναῖον ἀπύει P. 10.4

    τὸν Ἱπποκλέαν P. 10.57

    τὸν Ἰφικλείδαν Ἰόλαον P. 11.59

    ταῖς μεγάλαις Ἀθάναις N. 2.8

    ἁ Σαλαμίς γε N. 2.13

    τὸν μέγαν πολεμιστὰν Ἀλκυονῆ N. 4.27

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν N. 5.44

    διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ' Ὅμηρον N. 7.21

    ὁ καρτερὸς Αἴας N. 7.26

    τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.2

    ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53

    ὁ Τυνδαρίδας N. 10.73

    τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον I. 1.7

    ἁ Μοῖσα γὰρ I. 2.6

    ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.20

    τὰν πυροφόρον Λιβύαν I. 4.54

    τὰν κυανάμπυκα Θήβαν fr. 29. 3. ἁ Κοιογενὴς fr. 33d. 3.

    ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς Pae. 1.5

    ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος Pae. 6.28

    ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.44

    ὁ πόντιος Ὀρσιτρίαινα Pae. 9.47

    ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις fr. 75. 4. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι, Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 1. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον ἀγχίκρημνον fr. 82. ὁ [Λοξ]ίας Παρθ. 2. 3. ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 1. ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ( τᾶς del. Schr.) fr. 106. 6. τῶ[ν..Λο]κρῶν τις (supp. Wil.) fr. 140b. 4.
    b c. subs., in apposition to subs. prop.

    Χρόνος, ὁ πάντων πατήρ O. 2.17

    Μήδειαν τὰν Πελίαο φονόν P. 4.250

    Ζεὺς ὁ θεῶν σκοπὸς Pae. 6.94

    Νηρεὺς δ' ὁ γέρων Pae. 15.4

    Νόμος ὁ πάντων βασιλεύς fr. 169. 1.
    c c. gen., sc.

    υἱός. τὸν Αἰνησιδάμου O. 2.46

    Σᾶμος ὁ Ἁλιροθίου (Boeckh: om. codd.) O. 10.70

    βία Φώκου κρέοντος, ὁ τᾶς θεοῦ N. 5.13

    d c. gen., in apposition.

    πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77

    παῖς ὁ Λατοῦς O. 8.31

    παῖς ὁ Λικυμνίου Οἰωνός O. 10.65

    παῖς ὁ Θεαρίωνος Σωγένης N. 7.7

    2 c. subs.
    a

    ὁ δὲ χρυσὸς O. 1.1

    τὸ δὲ κλέος O. 1.93

    ὁ μὰν πλοῦτος O. 2.53

    τῶν δὲ μόχθων O. 8.7

    ὁ δὲ λόγος P. 1.35

    τὸν εὐεργέταν P. 2.24

    ἁ δ' ἀρετὰ P. 3.114

    ὁ γὰρ καιρὸς P. 4.286

    ὁ πλοῦτος P. 5.1

    τὸν εὐεργέταν P. 5.44

    ὁ χρυσὸς N. 4.82

    τᾶς θεοῦ N. 5.13

    εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν (Boeckh: ἑὰν, ἐὰν codd., Σ.) N. 7.25

    ὁ μάρτυς N. 7.49

    ἁ κέλευθος I. 2.33

    ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς I. 4.19

    τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Pae. 8.67

    τὰν παῖδα δε[ Πα. 22.i. 2. ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον Δ. 2. 2. τὸ δ' ὄργανον (acc.) *fr. 107b. 2* Διὸς παῖς ὁ χρυσός fr. 222. 1. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242.
    b with intervening adj.

    ὁ πολύφατος ὕμνος O. 1.8

    ὁ μέγας δὲ κίνδυνος O. 1.81

    τὸν ἀλαθῆ λόγον O. 1.28

    τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον O. 1.37

    τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν O. 1.99

    τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον O. 2.30

    τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36

    τὰν σὰν πόλιν O. 5.4

    τὰν νέοικον ἕδραν O. 5.8

    τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας O. 7.13

    ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος O. 8.28

    ὁ μέλλων χρόνος O. 10.7

    τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77

    τὸ συγγενὲς ἦθος O. 13.13

    τὰ πολλὰ βέλεα O. 13.95

    τὸν αἰχματὰν

    κεραυνὸν P. 1.5

    ὁ πᾶς χρόνος P. 1.46

    τὸν προσέρποντα χρόνον P. 1.56

    ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72

    τὰν εὔυδρον ἀκτὰν P. 1.79

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι P. 2.30

    τὸν δὲ τετράκναμον δεσμὸν P. 2.40

    τὰν πολύκοινον ἀγγελίαν P. 2.41

    τὰν ἀπείρονα δόξαν P. 2.64

    ὁ λάβρος στρατός P. 2.87

    τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν P. 3.62

    ὁ μέγας πότμος P. 3.86

    τὸ πάγχρυσον νάκος acc. P. 4.68

    τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν πόθον P. 4.184

    τὰν ἀκίνδυνον αἰῶνα P. 4.186

    τὸ κλεεννότατον μέγαρον (nom.) P. 4.280

    τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13

    αὐτοῦ μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ P. 6.38

    τὰ καλὰ ἔργα P. 7.19

    ὁ Παρνάσσιος μυχὸς P. 10.8

    ὁ χάλκεος οὐρανὸς P. 10.27

    τό τ' ἀναγκαῖον λέχος acc. P. 12.15 [ τὸν ἐχθρότατον μόρον codd. N. 1.65]

    τὸν ἅπαντα χρόνον N. 1.69

    ὁ θνατὸς αἰών ( om. codd.: supp. Tricl.) N. 3.75

    αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες N. 4.2

    τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων N. 4.83

    Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.23

    τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.30

    ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ N. 7.12

    τὰ τέρπν' ἄνθἐ Ἀφροδίσια acc. N. 7.53

    τῶν ἀρειόνων ἐρώτων N. 8.5

    τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων N. 9.4

    τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.25

    Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν N. 10.36

    τὸ θαητὸν δέμας acc. N. 11.12

    τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41

    τὸ πάντολμον σθένος acc. fr. 29. 4.

    τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.111

    τὰν θεμίξενον ἀρετάν Pae. 6.131

    ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς Δ. 2. 1. τᾶν τ' ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν fr. 75. 6. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν ( τὸν om. unus cod., fort. recte) fr. 75. 9. τὸν ἱρόθυτον θάνατον (verba secl. Sternbach) fr. 78. 3. τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτου, τὸ σαυτα μέλος codd.) fr. 97. τὸ φαιδρὸν φάος acc. fr. 109. 2. τᾶς χλωρᾶς λιβάνου (Tittmann: τὰν, τὰς codd.) fr. 122. 3. τὸν λοιπὸν χρόνον fr. 133. 5. ταῖς ἱεραῖσι μελίσσαις fr. 158. τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1. ὁ κρατιστεύων λόγος fr. 180. 3.
    c with intervening phrase, e. g. gen.

    μετὰ τὸ ταχύποτμον ἀνέρων ἔθνος O. 1.66

    μνᾶμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων O. 3.15

    παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνονO. 4.27

    αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ O. 7.30

    ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατὴρ O. 7.70

    ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω μιν O. 7.83

    [ τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχαν (codd.: μάχας Schr.) O. 8.58]

    τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος O. 9.1

    τὸν Ὀλυμπιονίκαν Ἀρχεστράτου παῖδα O. 10.1

    ὁ δ' ἄῤ ἐν Πίσᾳ ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν Διὸς ἄλκιμος υἱὸς O. 10.43

    τὸ δὲ κύκλῳ πέδον O. 10.46

    τὰν πολέμοιο δόσιν O. 10.56

    τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κτίσιν O. 13.83

    ταί θ' ὑπ Αἴτνας ὑψιλόφου καλλίπλουτοι πόλιες O. 13.111

    ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι P. 1.18

    τὰν Φιλοκτήταο δίκαν P. 1.50

    ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72

    τᾶν πρὸ Κιθαιρῶνος μαχᾶν (Wil.: τὰν μάχαν codd.) P. 1.77

    τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα νηλέα νόον Φάλαριν P. 1.95

    τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ δαίμον P. 3.108

    τὸ Μηδείας ἔπος P. 4.9

    τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτωνP. 4.92

    τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν P. 4.263

    οὐ τὰν Ἐπιμηθέος ἄγων ὀψινόου θυγατέρα Πρόφασιν P. 5.27

    τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.106

    ἁ δικαιόπολις ἀρεταῖς κλειναῖσιν Αἰακιδᾶν θιγοῖσα νᾶσος P. 8.22

    τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23

    τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ N. 4.59

    ὁ δὲ λοιπὸς εὔφρων ποτὶ χρόνος ἕρποι N. 7.67

    τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102

    οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.12

    ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5

    καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον N. 10.25

    τὸ δὲ Πεισάνδρου πάλαι αἷμ acc. N. 9.33 τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα acc. I. 1.1

    τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.9

    τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας. τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν I. 1.34

    τὸν Μινύα τε μυχόν I. 1.56

    τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα acc. I. 1.57

    Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58

    οἱ μὲν πάλαι, ὦ Θρασύβουλε, φῶτες I. 2.1

    νῦν δ' ἐφίητι λτ;τὸγτ; τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ (supp. Heyne: om. codd.) I. 2.9

    τὸ δ' ἐμὸν οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν κέαρ ὕμνων γεύεται I. 5.19

    ὁ Κλεονίκου παῖς I. 6.16

    καὶ τὸν βουβόταν οὔρει ἴσον Φλέγραισιν εὑρὼν Ἀλκυονῆ I. 6.32

    τὸν Ἀργείων τρόπον I. 6.58

    τὰν Ψαλυχιδᾶν τε πάτραν I. 6.63

    τόν δὲ Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον I. 6.65

    τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων I. 7.1

    ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος I. 7.44

    τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον I. 8.9

    τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' ἑκαταβόλου συμβουλίαν λαβών fr. 2. 2. τὰν Διωνύσου πολυγαθέα τιμὰν fr. 29. 5. ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων fr. 33. τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος acc. fr. 35b. τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b.

    τὰν δὲ λαῶν γενεὰν Pae. 1.9

    [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος Pae. 2.54

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἄστυ nom. Πα.. 32. τὰ θεῶν βουλεύματ acc. fr. 61. 3. τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας fr. 123. 2. τὰν ἐνθάδε νύκτα Θρ.. 2. τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον fr. 130 ad Θρ.. τὸν ὕπερθεν ἅλιον fr. 133. 2. τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον fr. 172. 6. ταὶ δὲ Χίρωνος ἐντολαί (Hermann: αἱ codd.) fr. 177c. ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται *fr. 181* ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190.
    d where a sentence or major part thereof intervenes between article and noun, so that the usage is almost demonstrative.

    τῶν γὰρ πεπραγμένων ἔργων τέλος O. 2.15

    ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει ματρομάτωρ ἐμὰ (but v. A. 1. a supra) O. 6.83

    τὸ γὰρ ἐμφυὲς ἦθος O. 11.19

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν ἐλπίδες O. 12.5

    ταὶ Διωνύσου χάριτες O. 13.18

    ὁ δ' ἦρα χρόνῳ ἵκετ ἀνὴρ ἔκπαγλος P. 4.78

    [ τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον (Boeckh: ἂν codd.: ἔν Chaeris) P. 4.258]

    ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος P. 5.55

    τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος (v. γαρύω) P. 5.72

    τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος P. 8.32

    φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμαP. 8.44 ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳἌδραστος ἥρωςP. 8.48

    ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.17

    ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος P. 12.13

    ὄφρα τὸν Εὐρυάλας γόον P. 12.20

    τὰν πολυξέναν νᾶσον Αἴγιναν N. 3.2

    ὁ δ' εὖ φράσθη Ζεὺς N. 5.34

    ὁ δὲ χάλκεος οὐρανός N. 6.3

    ὁ δ' Ζεὺς N. 9.24

    ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12

    [cf.

    τὸν μὲν κτἑ I. 6.37

    ]

    ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39

    τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.12

    ἁ δὲ τὰς τίκτεν ἀλαθέας ὥρας fr. 30. 6.

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132

    τὸν ἀοιδότατον τρέφον κάλαμον fr. 70. 1. ὁ δὲ Καινεὺς Θρ. 6. 7. repeated, ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156. cf.

    πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51

    e in apposition, with phrase following.

    στέφανων ἄωτον γλυκὺν τῶν Οὐλυμπίᾳ O. 5.2

    ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου (Schr.: μάχαν codd.) O. 8.58

    ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας P. 1.72

    τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε συνθέμενος ῥῆμα πόρσυν P. 4.277

    φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62

    βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε N. 6.42

    παίδων τε παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν (fort. rel.?) N. 7.101

    κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15

    ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησενN. 10.41
    3 c. adj., part.
    a adj.

    ἅπαντα τὰ μείλιχα O. 1.30

    τὸ δ' ἔσχατον O. 1.113

    τὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ O. 2.58

    ἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει O. 2.85

    οἱ δύο O. 8.38

    τὰ τέρπν O. 9.28

    τὰ τοιαῦτ O. 9.40

    τὸ δὲ σαφανὲς O. 10.55

    τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα O. 14.5

    οἱ σοφοὶ P. 2.88

    τοῖς ἀγαθοῖς P. 2.96

    τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83

    τὸν μονοκρήπιδα P. 4.75

    τοῖς ἀγαθοῖς P. 4.285

    ὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων P. 5.60

    [ τὸ δ' ἐμὸν (v. γαρύω) P. 5.72] τὸ λοιπὸν (adv.) P. 5.118 τὸ μαλθακὸν acc. P. 8.6

    τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας P. 8.64

    τὸ τερπνὸν nom. P. 8.93

    τὸν ἐχθρὸν P. 9.95

    τὸ δὲ συγγενὲς nom. P. 10.12

    τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν P. 10.19

    τὰ μέγιστ acc. P. 10.24 Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν nom. P. 11.41

    τὰ μέσα P. 11.52

    τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτὸν P. 12.30

    τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει N. 1.53

    τὸ καλλίνικον N. 3.18

    τὰ μακρὰ N. 4.33

    τὸ μόρσιμον N. 4.61

    , N. 7.44

    τὸ συγγενὲς N. 6.8

    τὸ τερπνὸν N. 7.74

    τὸ μὲν λαμπρὸν τῶν δ' ἀφάντων N. 8.34

    τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ I. 2.9

    τὸν ἐσλόν I. 2.7

    τῶν ἀπειράτων I. 4.30

    τὸν ἐχθρόν I. 4.48

    τὸν φέρτατον θεῶν I. 7.5

    τὰ μακρὰ I. 7.43

    τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ I. 7.47

    τὸ μὲν ἐμόν I. 8.38

    ὁ κράτιστος Πα. 7B. 50.

    τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον] Pae. 8.74

    τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον fr. 81 ad Δ. 2. τὸ κοινόν fr. 109. τὸ πάν fr. 140d. τὸ βιαιότατον fr. 169. 3.
    b in apposition.

    παῖς ὁ κισσοφόρος O. 2.27

    ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν O. 5.12

    θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας O. 7.34

    καλλίνικος ὁ τριπλόος κεχλαδὼς O. 9.2

    πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα O. 10.88

    Χίρωνα τὸν ἀποιχόμενον P. 3.3

    θύγατρες αἱ τρεῖς P. 3.97

    Ζεὺς ὁ γενέθλιος ἀμφοτέροιςP. 4.167 καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd.: τῷ ἐχθροτάτῳ μόρῳ Beck: alii alia) N. 1.65

    ὁ Τελαμωνιάδας N. 4.47

    λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντα N. 4.72

    [ προπάτωρ ὁ σὸς (codd.: del. Boeckh) N. 4.89] ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N.7.24.

    ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.37

    ζωᾶς ἄωτον τὸν ἄλπνιστον I. 5.12

    κόμπον τὸν ἐοικότ I. 5.24

    Ζεὺς ὁ πάντων κύριος I. 5.53

    λόγον τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι Pae. 2.79

    Ἀπόλλων ὁ χρυσοκόμας Pae. 5.41

    Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος fr. 125. 1. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς fr. 141. ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἁρμόζοισα θαητοῖσι γυίοις, ἀμφὶ δὲ (where the τε δέ connection is irregular) P. 4.80
    c c. part.

    ὁ νικῶν O. 1.97

    τὸ μέλλον O. 2.56

    σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ O. 2.86

    ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν O. 10.66

    τῶν δὲ μελλόντων O. 12.9

    τά τ' ἐσσόμενα O. 13.103

    τῶν ἀπεόντων P. 3.20

    τὰ ἐοικότα P. 3.59

    ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχών P. 8.88

    τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ P. 9.93

    ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων P. 11.30

    τὸ παρκείμενον N. 3.75

    λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.31

    τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων N. 6.55

    ὁ πονήσαις δὲ νόῳ I. 1.40

    τὸ σεσωπαμένον I. 1.63

    τῶν τότ' ἐόντων I. 4.27

    ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος ἁβρὰ πάσχειν fr. 2. 1. τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. τῷ παρέοντι fr. 43. 4.

    τῶν γὰρ ἀντομένων Pae. 2.42

    τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον Pae. 2.52

    ὁ δὲ καλόν τι πονήσαις Pae. 2.66

    τά τ ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα Pae. 8.83

    ὁ δὲ μηδὲν ἔχων Παρθ. 1.. τὸ πεπρωμένον fr. 232.
    4 c. inf., pro subs.

    τὸ δὲ τυχεῖν O. 2.51

    τὸ λαλαγῆσαι O. 2.97

    τὸ διδάξασθαι O. 8.59

    τὸ μὴ προμαθεῖν O. 8.60

    τό γε λοιδορῆσαι O. 9.37

    τὸ καυχᾶσθαι O. 9.38

    τὸ δὲ παθεῖν P. 1.99

    τὸ πλουτεῖν δὲ P. 2.56

    καὶ τὸ σιγᾶν N. 5.18

    ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.44

    τὸ δὲ φυγεῖν Δ... τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι (G-H, sed alia possis) Παρθ. 1. 20.
    5 c. adv.
    a pro subs.

    τῶν γε νῦν O. 1.105

    τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44

    νεότατος τὸ πάλιν ἤδη O. 10.87

    τῶν πάροιθε P. 2.60

    τὰ πόρσω P. 3.22

    τῶν πάλαι P. 6.40

    τῶν νῦν δὲ P. 6.43

    ὁ δ' ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται τῶν πάλαι προθανόντων ( τῶν προθανόντων?) P. 2.56
    b pro adv.

    τὸ πολλάκις O. 1.32

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48

    εἶδον γὰρ τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον P. 2.54

    τὸ νῦν τε καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξειP. 8.51 τὸ πρῶτονP. 9.41

    τὸ πρίν P. 11.39

    τό γέ νυν P. 11.44

    τὰ πόλλ N. 2.2

    τὸ πρῶτον N. 3.49

    τὸ λοιπὸν N. 7.45

    τὸ πάροιθε fr. 33d. 1. τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2. 42.
    6 c. subs. phrase.

    τὸ δὲ φυᾷ κράτιστον ἅπαν O. 9.100

    Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98

    τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ O. 13.101

    τὰ δ' ὑπ ὀφρύι Παρνασσίᾳ O. 13.106

    ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων P. 2.89

    τὸ πὰρ ποδός P. 3.60

    τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν P. 10.63

    τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα P. 11.52

    τὰ δ' οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ N. 2.23

    Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν N. 4.69

    τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.42

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.42

    μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος N. 10.4

    τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ as for what comes from Zeus N. 11.43 but cf. 2d supra.
    7 ὁ αὐτός, the same

    τωὔτ' ἐπὶ χρέος O. 1.45

    μηνός τε τωὐτοῦ O. 13.38

    ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμφιπολεῖν ἀπορία τελέθει (Σ: ταῦτα codd.) N. 7.104
    8 fragg. ]

    ογοι τῶν γε δε[ Pae. 6.176

    ὁ μέγιστ[ος Πα. 7. a. 3.

    τῷ δ[ Pae. 10.22

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ' τὰ δ α[ Παρθ. 2. 31. τὸ δ ἀλαθε[ ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 9.

    Lexicon to Pindar >

См. также в других словарях:

  • 109 Virginis — Constelación Virgo Ascensión recta α 14h 46min 14,92s Declinación δ +01º 53’ 34,4’’ Distancia …   Wikipedia Español

  • 109 Herculis — Constelación Hércules Ascensión recta α 18h 23min 41,89s Declinación δ +21º 46’ 11,1’’ Distancia …   Wikipedia Español

  • 109 Piscium — Données d observation (Époque J2000.0) Ascension droite 01h 44m 55,82s [1] Déclinaison +20° 04′ 59,3″ …   Wikipédia en Français

  • 109 Piscium — Datos de observación (Época J2000.0) Constelación Piscis Ascensión recta (α) 01h 44m 55.8246s …   Wikipedia Español

  • 109 Piscium b — 109 Piscium b[1] Descubrimiento Descubridor Vogt et al. Fecha 14 de noviembre 1999 …   Wikipedia Español

  • 109 Piscium — Starbox begin name=109 PisciumStarbox observe epoch=J2000.0 constell=Pisces ra=RA|01|44|55.8246 dec=DEC|+20|04|59.338 appmag v=6.292Starbox character class=G3 5Va IV b v=0.720 u b=0.23 variable=NoneStarbox astrometry radial v= prop mo ra= 45.05… …   Wikipedia

  • 109 Piscium b — Planetbox begin name=109 Piscium b [ cite journal | url=http://www.journals.uchicago.edu/doi/abs/10.1086/504701 | author=Butler et al. | title=Catalog of Nearby Exoplanets | journal=The Astrophysical Journal | volume=646 | issue=1 | pages=505 –… …   Wikipedia

  • 109 Felicitas — For other uses of Felicitas, see Felicity (disambiguation). 109 Felicitas Discovery Discovered by Christian Heinrich Friedrich Peters Discovery date October 9, 1869 Designations …   Wikipedia

  • From the Choirgirl Hotel — Infobox Album Name=From the Choirgirl Hotel Type=studio Artist=Tori Amos Released=May 5 1998 Recorded=September 8, 1997 – early 1998 Genre=Alternative rock, electronica Length=57:00 Label=Atlantic Producer=Tori Amos Reviews= *Allmusic Rating|4|5… …   Wikipedia

  • 109 Virginis — Starbox short name=109 Virginis epoch=J2000.0 constell=Virgo ra=14h 46m 14.9s dec=+1° 53 34 spectral=A0V appmag v=+3.73 dist ly=129 ± 4 dist pc=39 ± 1 names=HR 5511, HD 130109, BD+02 2862, FK5 547, HIP 72220, SAO 120648, GC 19884109 Virginis is… …   Wikipedia

  • From Potter's Field (novel) — Infobox Book | name = From Potter s Field title orig = translator = image caption = author = Patricia Cornwell illustrator = cover artist = country = United States of America language = English series = Kay Scarpetta genre = Crime fiction… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»